Τι να σου πω, τι να σου πω, τι να σου πω
που να μην το ‘χει πει κανένας για κανέναν, 
εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω.
Μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα.

Ads

Οι γονείς μου τον τραγουδούσαν με ανοιχτά τα παράθυρα  στο παλιό κόκκινο μάζντα τους, έπαιζε στο ραδιόφωνο της κουζίνας και οι δίσκοι του κοσμούσαν τη δισκοθήκη του πατέρα. Τα άλλα παιδάκια άκουγαν την pop της εποχής, διάττοντες αστέρες που κανείς δε θυμάται πια, ενώ εγώ σιγοτραγουδούσα «Τα θερινά σινεμά» και το «Αχ Μαρία». 

Τα άλλα παιδάκια, εκτός από την Κλεοπάτρα, με την οποία γίναμε φίλες από την πρώτη μέρα στο σχολείο και δεν ένιωθα μόνη, καθώς ουρλιάζαμε στα διαλείμματα  χορεύοντας, το «Φταίει ο χοντρός» με το τραγούδι να γίνεται αφορμή για την αρχή μιας φιλίας που βαστά μέσα στα χρόνια κι εννοεί ακόμη να τραγουδά.

Το πρόσωπο πίσω από τη φωνή και την ξεσηκωτική μουσική ήταν εκείνος «ο κύριος με τα περίεργα μαλλιά», όπως είπα την πρώτη φορά που αντίκρισα στην τηλεόραση τον Λουκιανό Κηλαηδόνη. Όταν είσαι παιδί σου αρέσει απλώς ο ρυθμός, αγαπάς δίχως εξηγήσεις τις νότες, μαθαίνεις τα λόγια αυτόματα, παραποιώντας τα περισσότερα από αυτά.

Μεγαλώνοντας, μεγάλωνε μέσα μου η αγάπη για το μοναδικό εκείνο ηχόχρωμα και την τρομερά παράξενη στιχουργική δεινότητα, αυτό τον τύπο που έφερε μια νέα πνοή στην ελληνική μουσική σκηνή και που ήταν τόσο άλλος, τόσο διαφορετικός, με τόση αλήθεια σε όλο αυτό, που έμοιαζε να είναι άνθρωπος δικός. Τον φανταζόμουν τις Κυριακές στα τραπέζια, ως έναν ακόμη θείο ή κάποιο φίλο του μπαμπά.

Ads

Οι τυχεροί μας γονείς κι άλλοι 100.000 νέοι της εποχής τους, έζησαν τη μαγεία του πάρτι στη Βουλιαγμένη, του περίφημου ελληνικού Woodstock, που ήταν έμπνευση του Κηλαηδόνη. Έκανε την αρχή κι έβγαλε τη μουσική στη φύση, εκτός των στενών συναυλιακών χώρων. Δεν χώρεσε άλλωστε σε πλαίσια ο ίδιος πότε.

Γεννήθηκε στην Κυψέλη, στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου, αγάπησε τη γειτονιά του και τους ανθρώπους της. Στην Κυψέλη της εποχής συναντούσε κανείς αστούς, bon vivants, μποέμ τύπους, καλλιτέχνες, διανοούμενους, εργάτες. Στο κοινωνικό αυτό μωσαϊκό θα αγαπήσει τη μουσική. Μεταξύ επτανησιακών καντάδων και Γούναρη, ακούει Έλβις, Everly Brothers και Fats Domino.

Σχολείο πήγε στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων. Μικρός ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, φοίτησε στην Αρχιτεκτονική του  Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Τελικά έγινε «αρχιτέκτονας» των μουσικών μας ακουσμάτων.

Η εκκίνηση της καλλιτεχνικής του τροχιάς στη δεκαετία του ’70, είναι η μουσική για τη θεατρική παράσταση  του έργου της Κωστούλας Μητροπούλου Η Πόλη μας, με ερμηνευτές τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Μανώλη Μητσιά. Θα είναι αυτή η αρχή ενός μουσικού θησαυρού που θα αφήσει παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.

Η σύνθεση της μουσικής για το θέατρο και το σινεμά τον κερδίζει. Γράφει για μια δεκαετία τη μουσική για την Ελεύθερη Σκηνή, είναι βασικός συνθέτης του «Θεσσαλικού Θεάτρου», συνεργάζεται με το   Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Λαϊκό Θέατρο του Λ. Τριβιζά και με την παιδική σκηνή της Ξένιας Καλογεροπούλου. Γράφει τη μουσική για τις ταινίες «Οι κυνηγοί» και «Ο θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Ελευθέριος Βενιζέλος» του Παντελή Βούλγαρη και «Οι Αθηναίοι» του Βασίλη Αλεξάκη.

Μοναδικός και ροκ εν ρολ, διαβάζει μετά μανίας Λούκι Λουκ. Είναι ο ήρωας του Morris η αιτία που το κοινό θα αποκαλεί τον Κηλαηδόνη φτωχό και μόνο καουμπόη, καθώς εκείνος θα γράψει ένα τραγούδι εμπνευσμένο από το alter ego του.

Παρά τους στίχους του τραγουδιού του, εκείνος ερωτεύεται και παντρεύεται την Άννα, κάνει μαζί της δυο κόρες την Γιασεμή και την Μαρία και στέκεται πιστός σύντροφος και πατέρας, δίχως να χάνει στιγμή τη ζωντάνια και την παιδικότητά του.

Τα χρόνια περνούν κι όσο τα περίεργα μαλλιά του ασπρίζουν, τα τραγούδια του συνοδεύουν όλο και περισσότερο τις δικές μας στιγμές. Είναι που μεγαλώσαμε και ξεκινήσαμε να λέμε σε όλα ναι, ίσως.

Από τους στίχους του ξεπηδούν ήρωες, τη ζωή των οποίων θες μετά να φαντάζεσαι, ήρωες που αγαπάς και αυτομάτως τους κάνεις εικόνα. Ποιος ξεχνά τη Μαίρη Παναγιωταρά, την πολυτραγουδισμένη, τη γυναίκα – σύμβολο. Δίχως ίχνος υποτίμησης, με ένα ιδιάζον χιούμορ που κρύβει από πίσω του κοινωνική ευαισθησία και ρομαντισμό, που δε θα απέδιδαν τα πιο σοβαρά και πομπώδη λόγια, ο Κηλαηδόνης, τον οποίο η γιαγιά μου επέμενε να λέει «Κελαηδόνη», απέδιδε εκείνος τις ανησυχίες και τους έρωτες ενός ολάκερου λαού.

Στις 7 του Φλεβάρη, ξημερώματα Τρίτης, ο «κύριος με τα περίεργα μαλλιά», αποφάσισε να κάνει ένα πάρτι, πάρτι από εκείνα τα παλιά και να καλέσει σε εκείνο το πάρτι, να ‘ρθουν τα πιο καλά παιδιά, να ‘ρθει ο Φελίνι, να ‘ρθει κι ο Μάρκος, να ‘ρθουν οι Μπητλς, να ‘ρθει ο Σαρλώ, να ‘ρθει ο Καντίνσκι, να ‘ρθει κι ο Μπόρχες, να ‘ρθει ο Σινάτρα και να είναι κι αυτός. Κι έφυγε κι εγώ πήρα πρώτα την Κλεοπάτρα να της το πω, γιατί ακόμα τραγουδάμε το «Φταίει ο χοντρός».

Όλα αυτά που μας είπε θα τα θυμόμαστε, μας μίλησε άλλωστε κάποιος που γνώρισε πολλά.

Μιλάω για κάποιους που ζήσανε αλλιώς
και που έτυχε στις μέρες τους να ‘ρθουν τα πίσω – μπρος
που κάνανε πράγματα αντρίκια και ζεστά, 
που εκείνοι τα πιστέψαν για σωστά.

Που δώσαν την ζωή τους, με λύπη με χαρά
και τώρα αναρωτιούνται για πλάνα αριστερά
και μ’ όλα αυτά που είδαν ρωτούν εντός κι εκτός, 
ήταν ή δεν ήταν υπαρκτός;

(Λουκιανός Κηλαηδόνης, Το εμβατήριο της σιωπής, 1990)

nostimonimar.gr