Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε χτες, πρώτη Κυριακή του μήνα, στα Ενθέματα της Αυγής, στην ταχτική μηνιαία στήλη μου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία». Η εικόνα που συνοδεύει το άρθρο είναι ο πίνακας του Μαξ Μπέκμαν «Σιδερένια πεζογέφυρα» (1922) και συνόδευε το άρθρο. Το θέμα βέβαια είναι πολύ ευρύ και στην εφημερίδα υπάρχει όριο 800 λέξεων. Εδώ, που δεν φοβόμαστε μη χαλάσουμε καναδέζικα ηλεδάση, πρόσθεσα μερικά πράγματα που ήθελα να τα βάλω και δεν είχαν χωρέσει. Βέβαια, έτσι έγινε λιγότερο σφιχτό το άρθρο, αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας.

Ads

Ο μήνας που μας πέρασε, ο πρώτος της αριστερής διακυβέρνησης, ήταν τόσο πυκνός σε εξελίξεις και γεγονότα που δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω μία λέξη με βάση την έντονη παρουσία της μέσα στο μήνα, οπότε κάνω την επιλογή για το σημερινό άρθρο με κριτήριο το γλωσσικό ενδιαφέρον — και, όπως θα μαντέψατε από τον τίτλο, η λέξη αυτή είναι η γέφυρα, λέξη που ακούστηκε πολύ τον τελευταίο καιρό, αφού έτσι χαρακτηρίστηκε η τετράμηνη ενδιάμεση συμφωνία την οποία έκλεισε η νέα ελληνική κυβέρνηση με τους εταίρους μας, μια και πρόκειται να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στο παλιό πρόγραμμα που εκπνέει στις 28 Φεβρουαρίου και στη νέα συμφωνία που ευελπιστούμε να μην περιέχει υφεσιακά μέτρα.

Η λέξη γέφυρα είναι αρχαία, ήδη ομηρική — στον Όμηρο υπάρχει μόνο στην Ιλιάδα, και πάντα σε πληθυντικό, και σημαίνει μάλλον τα προχώματα, ενώ στη συνέχεια παίρνει τη σημερινή σημασία. Η ποικιλία των αρχαίων διαλεκτικών τύπων (βέφυρα, δίφουρα κτλ.) δείχνει ότι πιθανόν να πρόκειται για λέξη μη ινδοευρωπαϊκής αρχής. Ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια έχουμε το υποκοριστικό γεφύριον, που έδωσε το σημερινό γεφύρι, ενώ μεσαιωνικός είναι  ο λαϊκότερος τύπος γιοφύρι.

Οι γέφυρες, ως κατασκευή που επιτρέπει τη διέλευση από ένα σημείο σε ένα άλλο, πάνω από ποτάμι, κοιλάδα, πολυσύχναστο δρόμο ή άλλο φυσικό εμπόδιο, είναι από τα πιο χρήσιμα αλλά και πιο όμορφα τεχνικά έργα, είτε πρόκειται για τα παραδοσιακά πέτρινα γεφύρια είτε για υπερσύγχρονες κατασκευές σαν του Ρίου-Αντιρρίου. Το πανέμορφο γεφύρι της Πλάκας, που κατέρρευσε πρόσφατα, ήταν ιστορικό, αλλά βέβαια το κατεξοχήν θρυλικό γεφύρι ή μάλλον γιοφύρι είναι της Άρτας, που ολημερίς το χτίζανε και το βράδυ γκρεμιζόταν, ώσπου το πουλί φανέρωσε ότι για να στεριώσει το έργο έπρεπε να χτίσουν στα θεμέλια τη γυναίκα του πρωτομάστορα –κι έτσι έμεινε να αποκαλείται «γεφύρι της Άρτας» κάθε δημόσιο έργο που χρονίζει και δεν λέει να τελειώσει.

Ads

(Το τραγούδι λέει για της Άρτας «το γΙΟφύρι», όχι γεφύρι, διότι ο τύπος «γιοφύρι» ήταν τότε ο επικρατέστερος, όπως και αργότερα π.χ. στο ρεμπέτικο Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, με τον ακατάλληλο για ανηλίκους δεύτερο στίχο του. Σήμερα έχει υποχωρήσει αισθητά.)

Πολλές είναι οι ιστορικές γέφυρες σε όλον τον κόσμο, από τη Γέφυρα των Στεναγμών στη Βενετία (που ονομάστηκε έτσι επειδή από εκεί οδηγούσαν τους μελλοθάνατους για εκτέλεση), τη Γέφυρα του Καρόλου στην Πράγα, την Πόντε Βέκιο της Φλωρεντίας ή τη Γέφυρα του Πύργου στο Λονδίνο, ίσαμε τη Γκόλντεν Γκέιτ του Σαν Φραντσίσκο — η Αθήνα πάλι, μην έχοντας μεγάλα ποτάμια δεν έχει και ονομαστές γέφυρες, αν και υπάρχει η συνοικία Τρεις Γέφυρες, στον Κηφισό. Γέφυρες βέβαια ο Κηφισός είχε από την αρχαιότητα, και μάλιστα στα Ελευσίνια μυστήρια, όταν η πομπή από την Ιερά οδό προς το Θριάσιο πεδίο περνούσε από τη γέφυρα του Κηφισού, συνήθιζαν οι μύστες να ανταλλάσσουν χοντροκομμένα αστεία, που ονομάζονταν «γεφυρισμοί». Παρεμπιπτόντως, γέφυρες (όχι όμως υπαρκτές) διάφορων εποχών απεικονίζονται πάνω στα χαρτονομίσματα του ευρώ. Όσο για τη μεγαλύτερη γέφυρα του κόσμου, σε ένα παλιό άρθρο του ιστολογίου είχαμε πει πως είναι αυτή που συνδέει το Στρασβούργο με το Κίελο.

Μια και είπαμε για τις γέφυρες της αρχαιότητας, να πούμε ότι μια από τις φυλές της αρχαίας Αθήνας ήταν οι Γεφυραίοι, που σύμφωνα με τον Ηρόδοτο προέρχονταν από τη Φοινίκη, και εξέχοντες εκπρόσωποί της ήταν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, που σκότωσαν τον Ίππαρχο, αδελφό του τύραννου Ιππία, κι έτσι κέρδισαν την αποθέωση από τον αθηναϊκό δήμο και το αιώνιο μίσος των ελλαδεμπόρων, αφού εκτός από τυραννοκτόνοι ήσαν αφενός ερωτικό ζευγάρι και αφετέρου μη άριοι (για του λόγου το αληθές, δείτε αν αντέχετε τον Πλεύρη).

Μεταφορικά, η λέξη γέφυρα στα νεότερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε για οτιδήποτε μοιάζει στη γέφυρα στη λειτουργία ή στη μορφή, κι έτσι έχουμε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, τη γέφυρα του πλοίου (την υπερυψωμένη πλατφόρμα πάνω από το κατάστρωμα, απ’ όπου γίνεται η διακυβέρνηση του σκάφους), την οδοντική γέφυρα, τη γέφυρα στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (ενδιάμεσο ανάμεσα σε δυο προγράμματα, που καλύπτεται από μουσική ή διαφημίσεις) ή τη γυμναστική άσκηση στην οποία το σώμα παίρνει το σχήμα γέφυρας -για να αναφέρω μόνο τις πιο κοινές χρήσεις.

Επίσης μεταφορικά γέφυρα λέγεται οτιδήποτε χρησιμεύει ως μέσο επικοινωνίας και επαφής, κι έτσι λέμε π.χ. ότι το Βυζάντιο στάθηκε γέφυρα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, ενώ συναφείς είναι και οι φράσεις «κόβω τις γέφυρες», όταν συνειδητά διακόπτουμε εντελώς τις σχέσεις και καταστρέφουμε κάθε σημείο επαφής και επικοινωνίας, και αντίθετα «στήνω/ρίχνω γέφυρες» όταν προσπαθούμε να αποκτήσουμε ή να αποκαταστήσουμε επαφές. Πριν από μερικές δεκαετίες, ο συντηρητικός πολιτικός Ευάγγελος Αβέρωφ είχε αποκτήσει το προσωνύμιο «γεφυροποιός» (ή και «Γεφύρωφ») επειδή είχε κάνει κάποιες κινήσεις προσέγγισης των ανθρώπων της δικτατορίας.

Αλλά στα ελληνικά έχουμε κι άλλη μια λέξη που σημαίνει «γεφυροποιός», κι ας μην φαίνεται. Πρόκειται για τη λέξη «ποντίφικας», όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται ο Πάπας της Ρώμης, από το λατινικό pontifex, που ήταν τίτλος αρχιερέων στην αρχαία Ρώμη. Στα λατινικά η γέφυρα είναι pons, και από εκεί το γαλλικό pont και το ιταλικό ponte, κι από τη ρίζα αυτή έχουμε και οικογενειακά ονόματα όπως Δαπόντες ή Νεγρεπόντης (άλλωστε Νεγρεπόντε, μαύρη γέφυρα, λεγόταν από τους Ενετούς και τους Φράγκους η Χαλκίδα αλλά και ολόκληρη η Εύβοια).

Στα αγγλικά, η γέφυρα είναι bridge, λέξη παλαιογερμανικής προέλευσης. Το παιχνίδι με τα χαρτιά λέγεται επίσης μπριτζ, αλλά πρόκειται για παρετυμολογική προσαρμογή του ρωσικού μπιρίτς, που θα πει τελάλης -από εκεί ήρθε το παιχνίδι στην Πόλη και οι Άγγλοι και λοιποί δυτικοί το έμαθαν στην Πόλη και το παρετυμολόγησαν με τη γέφυρα του Γαλατά.

Επίσης, «θα σας φτιάξουμε γεφύρια» είναι η παροιμιώδης υπόσχεση του πολιτικάντη, ακόμα κι όταν το χωριό δεν έχει ποτάμι. Μα, δεν έχουμε ποτάμι, φωνάζουν από γύρω οι ψηφοφόροι. Θα σας φτιάξουμε και ποτάμι, απαντάει ο πολιτικάντης -όπως έγινε άλλωστε και στην Ελλάδα πέρσι.

Των μπροστινών πατήματα, των πισινών γεφύρια, λέει μια παροιμία που μ’ αρέσει, εννοώντας ότι οι επόμενοι βαδίζουν άνετα πάνω στα βήματα που με πολύ κόπο έκαναν οι πρωτοπόροι. Η συμφωνία-γέφυρα που με κόπο και επιμονή απέσπασε η ελληνική κυβέρνηση δεν προκαλεί ίσως ενθουσιασμό, μας δίνει όμως μιαν απαραίτητη ανάσα μέσα στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια στα οποία προσχεδιασμένα μας είχε οδηγήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, βγάζει από το λαιμό μας τη θηλιά των υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων και ανοίγει κάποιες ρωγμές στο ως τώρα αρραγές μέτωπο των εταίρων. Δεν τελειώσαμε, τώρα αρχίζουμε, αλλά φαίνεται πως το πρώτο βήμα έγινε.

Πηγή: sarantakos.wordpress.com