Σαράντα τρία χρόνια πριν, μέσα από μια έντονη πολιτική κρίση και με τα γεγονότα του Ιούλη του ’65 ακόμα νωπά, εγκαθιδρύθηκε με πραξικόπημα ένα δικτατορικό καθεστώς ανώτερων στελεχών του στρατού σε στενή συνεργασία με τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες, προλαβαίνοντας το πραξικόπημα μιας φιλομοναρχικής χούντας των στρατηγών που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσαν ότι αυτοί είχαν τη βούλα στήριξης των ΗΠΑ. Χρειάστηκαν 7 χρόνια, τα τρία τελευταία από τα οποία ήταν και χρόνια σοβαρής οικονομικής κρίσης, για να καταρρεύσουν υπό το βάρος των συνεπειών του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρου και στον απόηχο του μαζικού φοιτητικού και νεολαιίστικου αντιδικτατορικού κινήματος των δύο τελευταίων χρόνων, που κορυφώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Με τη μεταπολίτευση τερματίστηκε το ανώμαλο μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς που κυριαρχούσε αδιάλειπτα από το 1949 μέχρι και τον Ιούλιο του 1974, δεν έγινε όμως δυνατό η χώρα να μπει σε μια άλλη πορεία ανάπτυξης, προς όφελος της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζόμενων και της νεολαίας, αποτινάσσοντας κάθε μορφή οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης.

Ads

Ομιλία Νάντιας Βαλαβάνη στην εκδήλωση του Συλλόγου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων 1967-74 για την 43η επέτειο από την 21η Απριλίου 1967

Οι μεγάλοι ωφελημένοι από τον οικονομικό εκσυγχρονισμό των τεσσάρων δεκαετιών που ακολούθησαν με ατμομηχανή τις κατασκευές, τον τουρισμό και τη ναυτιλία, με αύξηση της παραγωγικότητας και κάθε άλλο παρά άσχημους ρυθμούς ετήσιας ανάπτυξης, στάθηκε το μεγάλο κεφάλαιο, ελληνικό και ιδιαίτερα ευρωπαϊκό, καθώς το μισό από το σύνολο των πόρων που έλαβε η Ελλάδα από την Ε.Ε. κατέληξε στη Γερμανία. Η ανάπτυξη συνοδεύτηκε με σταδιακή διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας στο δευτερογενή τομέα και τη γεωργία και τεράστια αύξηση των εισαγωγών. Παρά τη σχετική άνοδο του βιοτικού επιπέδου, η συγκέντρωση του πλούτου σε ακόμα λιγότερες οικογένειες συνεχίστηκε με επιταχυνόμενους ρυθμούς.

Στις 21 Απριλίου και πάλι 43 χρόνια αργότερα, με την έναρξη της συνάντησης, μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης της χώρας μας, των λεγόμενων «εμπειρογνωμόνων», δηλαδή γραφειοκρατών και ανώτερων στελεχών της τρόικας του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ με την ελληνική κυβέρνηση, δρομολογείται ουσιαστικά η κατάλυση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας της χώρας χέρι-χέρι με μια καταλήστευση του κοινωνικού πλούτου του λαού και μια έκπτωση της ζωής των εργαζόμενων, και πριν απ’ όλα των νεότερων γενιών, που ούτε και στα πιο άγρια όνειρα μας, έστω και λίγο καιρό πριν, με τη χώρα ήδη βυθισμένη σε έντονη κρίση, δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε.

Ads

Η Ελλάδα δεν είναι η μοναδική ή η πρώτη αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα στον κόσμο που έχει βρεθεί σε κρισιακή κατάσταση επαπειλούμενης χρεοκοπίας. Από την Αργεντινή το 2000 μέχρι την Ουγγαρία το 2009, προηγήθηκαν άλλοι. Είναι όμως η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης, κι έτσι η κατάσταση της περιπλέκεται με την κατάσταση του ευρώ.

Δε φαίνεται λοιπόν τυχαία η υστερική πολιτική εκστρατεία που κρατάει την Ελλάδα μήνες τώρα στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής. Μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με μια αναλογία: Κατά τη δεκαετία του ΄80 η Θάτσερ και οι παγκόσμιοι κύκλοι του νεοφιλελευθερισμού επέλεξαν τη μάχη που δόθηκε με την απεργία των ανθρακωρύχων της Μεγάλης Βρετανίας να την κάνουν εμβληματική της πρώτης φάσης κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού ως παγκόσμια πολιτική αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού μέσα απ’ τη δομική κρίση του ’71-73, σημαίνοντας ως διεθνές υπόδειγμα το τσάκισμα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Σήμερα φαίνεται ότι η Ελλάδα έχει επιλεγεί να γίνει εμβληματική της δεύτερης φάσης κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, αυτής της «εξόδου» από τη δομική κρίση του 2007-2009 επίσης με νεοφιλελεύθερα μέσα: Για διεθνή παραδειγματισμό, τσάκισμα μιας χώρας που μπορούν να την εμφανίζουν ως «απείθαρχη» τόσο δημοσιονομικά όσο κι από την άποψη του τμήματος των εργαζόμενων γυναικών και αντρών και της νεολαίας που αντιστέκεται και κινητοποιείται.

Επειδή το θέμα της μετατροπής της χώρας σε οικονομικό και κατ΄ επέκταση και πολιτικό προτεκτοράτο και ταυτόχρονα σε «πειραματόζωο» των νεοφιλελεύθερων λύσεων οδηγώντας την προς μια «ελεγχόμενη πτώχευση» είναι τεράστιο, θα περιοριστώ σε ορισμένες επισημάνσεις.

Επισήμανση πρώτη: Είναι κοινά αποδεκτό ότι η παρούσα παγκόσμια κρίση δεν είναι μια από τις πολλές κυκλικές κρίσεις που γνώρισε ο καπιταλισμός από την ανάδυση του ως κυρίαρχου τρόπου παραγωγής. Γι αυτό και χαρακτηρίζεται, όπως και οι κρίσεις του 1873 και του 1929, ως δομική κρίση. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των μακρόχρονων κρίσεων είναι ότι οι αντιθέσεις που συσσωρεύτηκαν είναι τέτοιες, ώστε να μη μπορούν να ξεπεραστούν ούτε στη διάρκεια ενός οικονομικού κύκλου ούτε στη βάση της υπάρχουσας διάρθρωσης.

Αυτό είναι βασικό για να ερμηνεύσουμε την κατεύθυνση και το χαρακτήρα των γνωστών μέτρων γενικευμένης κοινωνικής αναδιάρθρωσης που παίρνει σήμερα η κυβέρνηση πλήρως προσαρμοσμένη στις επιταγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και τα οποία εμφανίζει ως «μονόδρομο». Η επιχειρούμενη αναδιάρθρωση αποτελεί όμως «μονόδρομο» μόνο ως προς τις ανάγκες του συστήματος, ευθέως στρεφόμενη ενάντια στις πραγματικές ανάγκες της χώρας και της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμπολιτών μας. Αυτό απονομιμοποιεί ακόμα περισσότερο τη σημερινή κυβέρνηση, η οποία εκλέχτηκε υποσχόμενη ένα πρόγραμμα αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου από πάνω προς τα κάτω, και όχι, όπως κάνει σήμερα επικαλούμενη την «αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας στις αγορές», αντίστροφα.

Επισήμανση δεύτερη:
Ως προς την ΕΕ, το σημείο στροφής, από το οποίο εγκαταλείφθηκαν οι αναδιανεμητικές επαγγελίες για μια Ευρώπη πλήρους απασχόλησης και κράτους πρόνοιας, στηριγμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών-μελών της, στάθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Με το Μάαστριχτ υιοθετήθηκε πλήρως η νεοφιλελεύθερη ατζέντα, θέτοντας ολόκληρη την Ευρώπη σε τροχιά απορρύθμισης των χρηματιστικών συναλλαγών, πλήρους ρευστοποίησης των εργασιακών σχέσεων, διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης, «κοψοχρονιά» ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των οργανισμών κοινής ωφέλειας, φορολογικών καθεστώτων κατάφορα υπέρ των πολυεθνικών. Συμπιέζοντας το κόστος εργασίας και παρακινώντας ταυτόχρονα τις λαϊκές μάζες σε καταναλωτικά πρότυπα και στην με κάθε τρόπο απόκτηση ιδιοκτησίας και μετοχών, για το κυνήγι των οποίων η αναπλήρωση των απωλειών του εργατικού μισθού γινόταν μέσω δανεισμού, πραγματοποιήθηκε μια από τις μεγαλύτερες μεταφορές εισοδήματος από την εργασία στο κεφάλαιο.

Με αυτό τον τρόπο ταυτόχρονα οξύνθηκαν αντιθέσεις που απ’ την άποψη της ουσίας βρίσκονται στη βάση και της σημερινής παγκόσμιας κρίσης. Όπως σημείωνε στο Κεφάλαιο ο Μαρξ, που τον ξαναδιαβάζουν σήμερα στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου: «Η τελική αιτία των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που έρχεται σε αντίθεση με την τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής να αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριο της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας.»

Έτσι η κρίση που ξεκίνησε το 2007 από το σπάσιμο των φουσκών στις κατοικίες και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα στις ΗΠΑ για να συνταράξει το παγκοσμιοποιημένο και ελεύθερο από ρυθμίσεις χρηματοπιστωτικό σύστημα, υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό τη «νομιμοποίηση» του νεοφιλελευθερισμού.

Τρίτη επισήμανση: Η εισαγωγή του ευρώ επιτάχυνε τη διαδικασία αυτής της μεταφοράς εισοδήματος στην Ε.Ε. μέσα κι έξω από την Ευρωζώνη. Το ευρώ θεωρητικά θα μείωνε το κόστος των συναλλαγών, θα αύξαινε τα έσοδα του κεφάλαιου και θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα και επενδύσεις. Όμως η ανάπτυξη αυτή δεν υπήρξε και όταν η παγκόσμια κρίση χτύπησε την πόρτα της, η Ευρώπη έπεσε σε βαθιά ύφεση. Το υποχρεωτικό και πλήρως αυθαίρετο 3% του Συμφώνου Σταθερότητας είχε λίγο-πολύ μέχρι τότε παραβιαστεί από όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη, αυτό καλυπτόταν όμως μέσω «δημιουργικής λογιστικής» και πολιτικών συμφωνιών «κάτω απ’ το τραπέζι». Οι ασάφειες και η ασταθής αρχιτεκτονική του ευρώ, χάρη και στη συνένοχη σιωπή των «οργανικών διανοούμενων» στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, αποκρύβονταν από τους λαούς της Ευρώπης μέχρι πρόσφατα.

Σήμερα το βασικό νεοφιλελεύθερο επιχείρημα-δικαιολόγηση για τη φανερή αποτυχία των υποσχέσεων που έφερε το ευρώ είναι ότι χρειάζεται να μειωθεί περαιτέρω η κρατική δράση – όχι ως προς τους τομείς της καταστολής και της ασφάλειας, αλλά μόνο ως προς τις κοινωνικές λειτουργίες του κράτους – και ν΄ απομακρυνθούν οι εναπομείνασες «δυσκαμψίες» στην αγορά εργασίας [διάβαζε: ελεύθερες απολύσεις, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, παραπέρα ελαστικοποίηση της εργασίας]. Με άλλα λόγια, χρειάζεται μεγαλύτερη δόση από το φάρμακο που προκάλεσε την αρρώστια. Αυτό είναι που επιβάλλεται σήμερα από τους ιθύνοντες κύκλους της ΕΕ να κάνει η Ελλάδα με ένα τρόπο που τη βάζει στην ίδια θέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες υπό την εποπτεία του ΔΝΤ και με τη «συναίνεση» των ΗΠΑ.

Τέταρτη επισήμανση: Δεν υπάρχει μεγαλύτερη υποκρισία από το αξίωμα ότι από την κρίση δεν υπάρχουν κερδισμένοι.

Στο επίπεδο των χωρών, πλάι στις αναδυόμενες δυνάμεις της Ασίας, πριν απ’ όλα Κίνα και Ινδία, που διατήρησαν πολύ ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, κερδισμένες βγαίνουν καταρχήν οι ΗΠΑ, καθώς κατ΄ αρχήν τουλάχιστο φαίνεται (γιατί είναι άγνωστη και ασαφής η συνέχεια) ότι παρά το βάθος της κρίσης που πέρασαν απέτρεψαν την ύφεση. Αυτό έγινε δυνατό καταρχήν χάρη σε τεράστια πακέτα κρατικής χρηματοδότησης που στήριξαν, παρά τη μεγάλη άνοδο της ανεργίας, τη ζήτηση αυξάνοντας τα ελλείμματα, με κρατικές ενισχύσεις ακόμα και σε τομείς που η επένδυση δημόσιου χρήματος κάνει να βγάζουν σπυράκια οι αμερικανοί κι ευρωπαίοι νεοφιλελεύθεροι, όπως η παιδεία και η υγεία – με μέτρα δηλαδή που αντιστρατεύονται αυτά που μας επιβάλλουν σήμερα στην Ελλάδα. Κατά δεύτερο λόγο, χάρη στο τύπωμα άφθονου πληθωριστικού δολαρίου, καθώς παρά τα ψηλά αμερικάνικα κρατικά ελλείμματα το δολάριο παραμένει το πρώτο παγκόσμιο ισοδύναμο ενισχύοντας σήμερα τη θέση του έναντι του μέχρι πρόσφατα «σκληρού» ευρώ.

Οι δεύτεροι κερδισμένοι είναι οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες και παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί οίκοι που, αν και οι ίδιοι προκάλεσαν την κρίση και υπήρξαν οι φορείς διάδοσης της σε όλο τον κόσμο, πλήρωσαν λιγότερο από κάθε άλλο γι΄ αυτήν: Χάρη στη διοχέτευση, το 2008-2009, προκειμένου να διασωθούν, τεράστιων πακέτων δημόσιου χρήματος, περισσότερο από 12 τρισεκατομμύρια δολάρια από το – καταδικαστέο από τον νεοφιλελευθερισμό ως προς τις οικονομικές λειτουργίες του – κράτος. Αυτό αύξησε κατά το μεγαλύτερο μέρος τους τα κρατικά ελλείμματα, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι βυθισμένες σε δημοσιονομική κρίση οι περισσότερες χώρες.

Στη συνέχεια οι διασωθέντες χρηματοπιστωτικοί οίκοι οργάνωσαν συστηματική επίθεση κερδοσκοπίας στοχοποιώντας τα πιο αδύνατα κράτη, προκειμένου μέσα απ’ τη λεηλασία τους να επιστρέψουν στα παλιά επίπεδα κερδοφορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους βασικούς υπεύθυνους της κρίσης, η Goldman Sachs, έχοντας λεηλατήσει διαχρονικά την ελληνική οικονομία πρωτοστατεί σήμερα και στην κερδοσκοπική επίθεση ενάντια στη χώρα. Ούτε είναι τυχαίο ότι πρώην στελέχη της, όπως και στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είναι σήμερα τοποθετημένα σε νευραλγικούς τομείς λήψης κυβερνητικών αποφάσεων στην Ελλάδα.

Πέμπτη επισήμανση: Αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα το λεγόμενο «γερμανικό παράδοξο». Η εικόνα της Ευρωζώνης, στην οποία εμφανίζεται ως κεντρική μια σύγκρουση ανάμεσα στη γερμανική αποδοτικότητα και την περιφερειακή «ανευθυνότητα» κρατών όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία κ.α., ανήκει όντως μόνο στην εικονική πραγματικότητα. Από πολλές απόψεις την τελευταία δεκαετία η αποδοτικότητα της Γερμανίας ήταν χαμηλότερη από εκείνη των λεγόμενων «οικονομιών της περιφέρειας»: Η Γερμανία χαρακτηριζόταν από χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, φτωχή εσωτερική ζήτηση, χαμηλές επενδύσεις, υψηλή ανεργία και ελάχιστη άνοδο της παραγωγικότητας, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν περιορισμένες οι επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και οι εφαρμογές καινοτομιών. Ο βασικός τομέας που η Γερμανία διέπρεψε ήταν οι εξαγωγές της, και σ΄ αυτές στηρίζεται το πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών της. Τα δύο τρίτα των γερμανικών εισαγωγών κατευθύνονται όμως στις χώρες της Ευρωζώνης, η οποία έχει συνολικά ελλειμματικό ισοζύγιο. Με άλλα λόγια, το πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών της Γερμανίας τροφοδοτείται και χρειάζεται ελλειμματικά τα ισοζύγια άλλων χωρών της Ευρωζώνης.

Το επίτευγμα των γερμανικών εξαγωγών οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες: Στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των γερμανικών επιχειρήσεων και της Γερμανικής οικονομίας λόγω μιας συμπίεσης του εργατικού κόστους, μέσα στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, μεγαλύτερης από κάθε άλλη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης. Αυτή η συμπίεση του εισοδήματος των Γερμανών εργαζόμενων έγινε δυνατή πριν απ’ όλα χάρη στην απουσία συνδικάτων στην Ανατολική Γερμανία, την εύκολη πρόσβαση στους εργαζόμενους και τις οικονομίες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και χάρη στην αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων και του «κράτους πρόνοιας» κατά την τελευταία 5ετία μέσω της «Ατζέντα 2010» και της νομοθεσίας «Hartz IV», που κατάφερε να περάσει νομοθετικά η τελευταία σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Καγκελάριου Σρέντερ. Κατά δεύτερο λόγο, έγινε δυνατή χάρη στην ανισότιμη και ανισόμετρη ανάπτυξη που εξασφάλιζαν τα διάφορα σύμφωνα και συνθήκες στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Στο παρελθόν οι χώρες της Ευρωζώνης θα υποτιμούσαν το νόσμισμα τους για να κάνουν ακριβότερες τις εισαγωγές τους και φθηνότερες τις εξαγωγές τους. Τώρα με το ευρώ αυτό είναι αδύνατο.

Την τελευταία όμως χρονιά, με την κρίση, η Γερμανία αντιμετωπίζει και υποχώρηση των εξαγωγών της. Απ’ αυτή τη σκοπιά η κρίση του ευρώ την εξυπηρετεί: Η βαθμιαία υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου και κατ΄ επέκταση της ισοτιμίας του έναντι των διασυνδεμένων με το δολάριο ασιατικών νομισμάτων, αυξάνει τα περιθώρια ανάκαμψης της Γερμανίας και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της. Γι΄ αυτό και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια σε βάρος του ευρώ με επίκεντρο την Ελλάδα, που αύριο μπορεί να συμπεριλάβουν κι άλλες χώρες από τις (αποκαλούμενες περιφρονητικά) PIGS, προς το παρόν μάλλον τη βολεύουν. Πέρα από τους εσωτερικούς εκλογικούς της λόγους, κυρίως αυτό μπορεί να εξηγήσει την επιθετικότητα της απέναντι στην προοπτική δανεισμού εκτός αγορών των υπερχρεωμένων χωρών, και πριν απ’ όλα της Ελλάδας, και σήμερα απέναντι σε οποιαδήποτε προοπτική δανεισμού της Ελλάδας με επιτόκια μηδενικά ή έστω αντίστοιχα με αυτά που δανείζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τις Τράπεζες (1%) – η ΕΚΤ, που απαγορεύεται να δανείζει τα κράτη που διέσωσαν αυτές τις Τράπεζες με τα χρήματα των εργαζομένων τους… Από την άλλη πλευρά, η κυβένηση της Μέρκελ είναι υποχρεωμένη να πάρει υπόψη της ότι, κατά μεγάλο μέρος, «ιδιοκτήτες» των χρεών των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης είναι Γερμανικές τράπεζες, άρα θα πρέπει να εξασφαλιστεί η συνέχιση της πληρωμής τους.

Ακόμα παραπέρα, ιδεολογικοποιώντας τη στάση της, εμφανιζόμενη ως το βασικό θύμα της ΕΟΚικής νομισματικής ολοκλήρωσης χάριν της οποίας θυσίασε το μάρκο, αποκρύβοντας ότι επί 55 χρόνια – και σήμερα στο πλαίσιο της κρίσης – σε επίπεδο κρατών είναι ο βασικός κερδισμένος των διαδικασιών ολοκλήρωσης ή ότι δανείζοντας την Ελλάδα με 5% θα κερδίσει κατευθείαν περισσότερα από 600 εκατομμύρια ευρώ, τροφοδοτεί ένα καινούργιο και ιδιόρρυθμο γερμανικό οικονομικό εθνικισμό. Η κυριαρχία του δε μπορεί παρά να έχει μακροπρόθεσμες πολιτικές αλλά και πολιτισμικές επιπτώσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Έκτη επισήμανση: Απ’ όλα τα πρόσφατα ιστορικά προηγούμενα, ξέρουμε καλά τι σημαίνει ν΄ αναλάβει το ΔΝΤ να εξασφαλίσει ότι θα πληρωθούν οι γερμανικές και άλλες τράπεζες και χρηματοπιστωτικοί οίκοι που έχουν δανείσει την Ελλάδα. Ξέρουμε το πώς διέλυσε όχι μόνο αναπτυσσόμενες χώρες, όπως αυτές της Υποσαχάριας Αφρικής, μετατρέποντας τους ανθρώπους σε σκλάβους των πολυεθνικών, αλλά και πολύ πιο προηγμένα κράτη, όπως την Αργεντινή, την Ουγγαρία, τη Λετονία, τη Ρουμανία – ανεβάζοντας δραματικά τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα, μαζί και τις αυτοκτονίες, ρίχνοντας το μ.ο. ζωής όχι μόνο λόγω της ραγδαίας χειροτέρευσης των συνθηκών της καθημερινής ζωής, τον υποσιτισμό, την επιδείνωση των συνθηκών στέγασης και τον αποκλεισμό απ’ ότι θεωρείται πολιτισμός και στοιχειώδη δικαιώματα εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και ανεβάζοντας στο κόκκινο, για τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού τους, την ανασφάλεια της καθημερινής ύπαρξης.

Στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν 765.000 εγγεγραμμένοι άνεργοι στον ΟΑΕΔ, με το 1/3 των νέων εκτός αγοράς εργασίας, με πρωτοφανέρωτη σημαντική αύξηση της ανεργίας στα πιο παραγωγικά χρόνια, μεταξύ 45-54 ετών, με την πραγματική ανεργία να συμπεριλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος της μερικής απασχόλησης, στο βαθμό που κανείς δε μπορεί να ζήσει με 360-450 ευρώ το μήνα, με το μεγαλύτερο μέρος τόσο των νεαρών πολυ-πτυχιούχων όσο και των συνταξιούχων να εξαρτώνται αντίστοιχα από τους γονείς και από τα παιδιά τους.

Με τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις να κλείνουν κατά εκατοντάδες καθημερινά, με τους αγρότες μέχρι το λαιμό στα χρέη, με εντελώς υποτυπώδες κοινωνικό κράτος καθώς λόγω των χρόνιων κι επιδεινούμενων σήμερα προβλημάτων στους τομείς της δημόσιας και – υποτιθέμενης δωρεάν – παιδείας και υγείας, τεράστια ποσά διοχετεύονται κατευθείαν από τις τσέπες των εργαζόμενων στην παραπαιδεία και την ιδιωτική βιομηχανία υγείας, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για τα παλιά και νέα νεοφιλελεύθερα πειράματα που δρομολογούν, στην πιο ακραία μάλιστα εκδοχή τους.

Ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να επιτρέψει να περάσει τίποτα απ’ αυτά τα «πακέτα μέτρων», τωρινά και επόμενα. Από το ξήλωμα της κοινωνικής ασφάλισης, που καταδικάζει και τις επερχόμενες γενιές, μέχρι το κλείσιμο νοσοκομείων και σχολείων και τις μαζικές απολύσεις από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Η χώρα οδηγείται σήμερα σε μια ελεγχόμενη, από την ΕΕ και το ΔΝΤ, χρεοκοπία ενώ είναι μια χώρα με μεγάλο πλούτο – μόνο που αυτός συγκεντρώνεται σε χέρια όλο και πιο λίγων, και το κράτος τον διοχετεύει και τον διαχειρίζεται κόντρα στις πραγματικές ανάγκες των πολλών.

Οι Έλληνες εργαζόμενοι, γυναίκες και άντρες και πριν απ’ όλα οι νέοι, δεν πρέπει να αποδεχτούν ως «μονόδρομο» την καταδίκη τους σε μια μακριά και βασανιστική υπανάπτυξη, που θα καταστρέψει εκατομμύρια ζωές. Να συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα σε πολιτικό επίπεδο από αυτούς που έφεραν διαχρονικά τη χώρα στη σημερινή κατάσταση εξασφαλίζοντας τη συνέχιση της πολιτικής κυριαρχίας τους μέσω μιας ενσωμάτωσης στηριγμένης στις πελατειακές σχέσεις, στον εκμαυλισμό και στα ασύστολα, προεκλογικά και μετεκλογικά, ψέματα. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στο «πολιτικό προσωπικό» του δικομματισμού, όπως αρέσκονται να αυτοαποκαλούνται, δε βρέθηκε ούτε ένας που να μπορεί να μιλήσει έστω ανάλογα με την Πρωθυπουργό της Ισλανδίας Γιοχάνα Σιγκουρντοτίρ, κάθε άλλο παρά αριστερή, που δήλωσε συνοψίζοντας τα συμπεράσματα της Έκθεσης της «Επιτροπής Αλήθειας» για τη χρεοκοπία της Ισλανδίας: «Οι ιδιωτικές τράπεζες απέτυχαν, το σύστημα επίβλεψης απέτυχε, η κυβέρνηση απέτυχε, τα ΜΜΕ απέτυχαν και κυρίως απέτυχε η ιδεολογία μιας ελεύθερης αγοράς χωρίς κανόνες.»

Κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας χρειάστηκε να κατέβουν οι φοιτητές κι η νεολαία στους δρόμους, διακινδυνεύοντας ακόμα και τη ζωή τους, για να σπάσει το απόστημα. Σήμερα, που σηματοδοτείται ουσιαστικά το τέλος της μεταπολίτευσης, οι εργαζόμενοι, γυναίκες και άντρες, και πριν απ’ όλα οι νέοι άνθρωποι, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουν, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις τους, ότι δεν έχουν να υπολογίζουν παρά μόνο στη δύναμη της αγωνιστικής τους ενότητας. Να συναισθανθούν πόσο σημαντική είναι αυτή τους τη δύναμη και να την κάνουν αισθητή, μαζί με τη θέληση τους, στους τόπους δουλειάς και σπουδών και πριν απ’ όλα στους δρόμους – σε πρωτοφανέρωτη έκταση σε σχέση με ό,τι από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα είχαμε γνωρίσει ως κίνημα. Ασκώντας τη δημοκρατία στην πράξη, ν’ ανοίξουν ταυτόχρονα, με τη μαζική αντίσταση και την πάλη τους, δρόμους για έξοδο απ’ το χρεοκοπημένο πολιτικό σκηνικό, που να επιτρέπουν να μείνει ανοικτό το παρόν και προπαντός το μέλλον. Αυτός, ο δρόμος του συλλογικού και προσωπικού αγώνα, είναι στην πραγματικότητα ο σημερινός «μονόδρομος».

Και οι δυνάμεις που ενδιαφέρονται πράγματι για μια τέτοια εξέλιξη, διατηρώντας τη διαφορετικότητα τους, θα πρέπει να εξασφαλίσουν μια ενότητα δράσης τουλάχιστο ανάλογη με τη λαίλαπα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία. Αυτό θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά από την άποψη της ενεργούς αγωνιστικής έγερσης μέσα στους εργαζόμενους και θα βοηθήσει αποφασιστικά ώστε η κοινωνική δυναμική, που έτσι κι αλλιώς θ’ αναπτυχθεί, να μην σπαταληθεί σε αδιέξοδα ξεσπάσματα, αλλά να γίνει δυνατό ν΄ αποκτήσει στόχους και χαρακτηριστικά συγκροτημένου κινήματος: Για να μπορέσει να είναι και αποτελεσματική.