Ο Στίβι Γούοντερ έχει επιβιώσει από τροχαία ατυχήματα, απειλές για τη ζωή του, και  βρίσκεται στο μουσικό στερέωμα για 50 χρόνια. Οργανώνοντας το Bestival που θα γίνει σε λίγες ημέρες, βρίσκει την ευκαιρία για να μιλήσει για την ζωή του αλλά και τα βιώματα που την σημάδεψαν. Επιμέλεια: Νίκος Μίχος

Ads

 
«Το τροχαίο έγινε στις 6 Αυγούστου του 1973 [είχε χτυπήσει με την καρότσα ενός φορτηγού]. Σώθηκα από θαύμα. Ήταν σημαδιακό γιατί ο Θεός μου έδωσε την ευκαιρία από εκεί και έπειτα να κάνω πράγματα που δεν έκανα πριν. Είναι και ειρωνικό όμως γιατί στις 6 Αυγούστου του 1988 γεννήθηκε ο γιος μου», δηλώνει ο Στίβι Γούοντερ.
 
Η μουσική του, την δεκαετία του ’70, εισήγαγε την μοντέρνα σόουλ με ηλεκτρονικά στοιχεία. Αυτό επηρέασε πολύ μεταγενέστερους μουσικούς, όπως ο Μάικλ Τζάκσον, ο Πρινς, ο ράπερ Ντρέικ, και ο σταρ της R&B, Φρανκ Οσεαν.
 
«Μ’ αρέσει ο Φράνκ», σχολιάσει ο Γούοντερ. Το τελευταίο άλμπουμ του Όσεαν, το Channel Orange, συγκρίθηκε σε όλη του την έκταση με την μουσική του Στίβι Γούοντερ.
 
Το Bestival, που αρχίζει την επόμενη εβδομάδα, τον έχει φέρει πάλι στο προσκήνιο. Αν και ο ίδιος πιστεύει ότι υπάρχουν αρκετοί στους οποίους δεν αρέσει, αυτοί στην πραγματικότητα δεν είναι πολλοί. Μπορεί να έχει στο μυαλό του την περίοδο που ξεκίνησε με το τραγούδι «Where did our love go?» [ιστορικό τραγούδι της Μοτάουν], και ο κριτικός Νέλσον Τζώρτζ είχε πει ότι η ζήλια ανάμεσα στους υπόλοιπους μουσικούς ήταν μεγάλη. Αυτό, βέβαια, άλλαξε με τις μετέπειτα επιτυχίες του, όπως το «Signed, Sealed, Delivered».
 
To 1971 ηχογράφησε το σίνγκλ «Where I ‘m coming from», που μαζί με το σίνγκλ του Μάρβιν Γκεϋ, «What’s going on» πήραν την μουσική από τους ήχους της Μόταουν και την εισήγαγαν στην ψυχεδέλεια, στην μπαρόκ ποπ και στην σόουλ, που αντλεί πια ερεθίσματα από την παράδοση. «Μ’ άρεσε εκείνο το άλμπουμ. Το έκανα μαζί με την πρώην γυναίκα μου την Σιρετά. Ο Μπέρυ Γκόρντυ, ο επικεφαλής της Μοταουν, μου είχε πει τότε: κάνε το κομμάτι σου», δηλώνει ο Γούοντερ.
 
Ο τραγουδοποιός της Μοτάουν, Σμόκι Ρόμπινσον, ήταν δυσαρεστημένος με την νέα στροφή που πήρε ο Στίβι. Τον είχε πάρει τηλέφωνο και του είχε πει «δεν μ’ αρέσει το υλικό σου. Το θεωρώ πραγματικά γελοίο». Τότε ο Στίβι Γουόντερ του απάντησε πως αδιαφορεί για το τι πιστεύει εκείνος και ο οποιοσδήποτε άλλος. «Αυτή ήταν η στιγμή της ενηλικίωσής μου στην Μοταουν», σχολίασε.
 
Μετά από αυτά πήγε, μαζί με τους Μάλκομ Σεσίλ και Ρόμπερτ Μαργουλεφ, στους «Tonto’s Expanding Headband». Το 1979 ξεπέρασε τον εαυτό του με το «Journey Through the Secret Life of Plants», και το 1989 έφτασε ακόμη  πιο ψηλά με το «Hotter than July». Οι οπαδοί του πιστεύουν ότι η χρυσή εποχή του κράτησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένων του Μπομπ Ντύλαν και των Μπιτλς.
 
Ο ίδιος θεωρεί ότι ακόμη πειραματίζεται με την μουσική. «Μαθαίνω ένα νέο όργανο. Λέγεται αρπέτζιο, και είναι κάτι μεταξύ κιθάρας και πιάνου. Γράφω πολύ διαφορετικά τραγούδια. Δεν ξέρω εάν θα κρατήσουν περισσότερο από εμένα όμως. Ο χρόνος είναι τεράστιος, αλλά η ζωή είναι μικρή», δηλώνει, ενώ συμπληρώνει ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι που τον τρομάζει, αφού το θεωρεί δεδομένο γεγονός.
 
Επίσης, ασχολείται ενεργά με το ζήτημα της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας. «Με ενδιαφέρει να δω πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση σε ένα όπλο», εξηγεί. Αναφορικά με το περιστατικό στην πρεμιέρα του Μπάτμαν στον κινηματογράφο του Κολοράντο, τονίζει ότι δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Αυτά συμβαίνουν κάθε μέρα, αλλά οι πολιτικοί δεν το αντιμετωπίζουν. «Το δικαίωμα στην οπλοκατοχή; Και τι γίνεται με το δικαίωμα στην ζωή;», ρωτά.
 
Δεν φοβάται μήπως τον δολοφονήσουν, όπως τον Τζον Λέννον, αν και έχει δεχθεί απειλές για την ζωή του. «Ταξιδεύω και νιώθω τι συμβαίνει στον δρόμο. Ούτε τα φλας των φωτογραφιών με ενοχλούν, γιατί κάθε φορά σκέφτομαι τι τυχερός που είμαι αφού έχω ανθρώπους να με ακολουθούν σε όλη τη διαδρομή μου», αναφέρει.
 
Όσο για τους μουσικούς, όπως ο Τζέι – ζι, που στρέφονται εναντίον του Ομπάμα, σχολιάζει ότι «αυτοί που στρέφονται εναντίον του είναι είτε αδιάφοροι είτε το κάνουν γιατί δεν ικανοποιεί τα συμφέροντά τους, που είναι το χρήμα. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι το χρήμα σου είναι καλό όσο μπορείς να βοηθήσεις άλλους με αυτό».

image
 
«Είμαι αισιόδοξος», δηλώνει αναφορικά με τα προβλήματα της εποχής μας, «αλλά ο κόσμος δεν είναι. Πρέπει να κάνουμε ένα άλμα προς την θετικότητα! Δεν γίνεται να τα φορτώνουμε όλα σε έναν για να τα φέρει εις πέρας. Όλοι χρειάζονται. Πρέπει να αλλάξει και η νοοτροπία: πως είναι δυνατόν, εν έτει 2012, να υπάρχει ρατσισμός για παράδειγμα;». Θεωρεί πάντως, ακόμη και ως Πρεσβευτής της Ειρήνης των Ηνωμένων Εθνών, ότι τέτοια προβλήματα δεν θα εξαφανιστούν «εκτός και αν οι λαοί αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό τους δαίμονα».
 
Σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει ο καθένας να βάλει στόχους για να κάνει την αλλαγή. «Για παράδειγμα, να εξαφανίσουμε την φτώχεια, την πείνα, τον ρατσισμό, την παρανομία, να βρούμε θεραπείες για τον καρκίνο και το AIDS. Όσον αφορά την βια, πιστεύω ότι εάν καταφύγει κανείς εκεί σημαίνει ότι άφησε την ικανότητά του για επικοινωνία στο ντουλάπι».
 
«Δεν είμαι καλύτερος από τον διπλανό μου. Όμως δεν μου άρεσαν ποτέ τα ναρκωτικά. Είχα καπνίσει μαριχουάνα στα 21 μου και δεν μου άρεσε καθόλου», δηλώνει σκεπτόμενος την νεολαία, ενώ όταν γίνεται αναφορά για τον Μάικλ Τζάκσον, την Γούιτνεϋ Χιούστον, την Έιμι Γουάϊνχαουζ, σχολιάζει ότι «αυτά είναι θλιβερά γεγονότα. Τους ήξερα. Με την Έιμι σκεφτόμουν να κάνω ένα ντουέτο…θα ήταν καταπληκτικό…»
 
Την ζωή του την χαρακτηρίζει δράμα, κωμωδία και τραγωδία ταυτόχρονα. Δεν θεωρεί σε καμία περίπτωση μειονέκτημα ότι γεννήθηκε τυφλός και μαύρος. «Αγαπώ τον εαυτό μου! Δεν το εννοώ εγωιστικά. Θέλω να πω ότι γεννήθηκα, όπως γεννήθηκα, και ο Θεός μου επέτρεψε να καταφέρω ότι κατάφερα!». Επίσης, δεν θεωρεί τον εαυτό του ιδιοφυΐα. «Απλά έχω το χάρισμα να έχω ιδέες». Ο αμερικανός κριτικός μουσικής, Ρόμπερτ Κρίστγκαϊ, είχε γράψει το 1974, ότι ο Στίβι Γούοντερ είναι ένας «αγιοποιημένος τρελός». «Δεν λέω ότι είναι τελείως τρελός. Ούτε λέω ότι δεν είναι ιδιοφυΐα. Απλά αν ακούσεις τον Στίβι να ραπάρει για θεϊκές δονήσεις και οικουμενική αδελφοσύνη…δεν είσαι και πολύ ενθουσιασμένος από το πνευματικό του επίπεδο», είχε γράψει χαρακτηριστικά.
 
«Δεν μ’ αρέσουν οι ταμπέλες», τονίζει ο Γουόντερ. «Όταν είσαι σόουλ, είσαι μαύρος. Όταν είσαι ποπ, είσαι λευκός. Αυτά είναι χαζομάρες. Αν είσαι καλός, είσαι καλός