Δεκαεπτά χρόνια συμπληρώθηκαν αυτές τις ημέρες από το θάνατο του μεγάλου ερμηνευτή της ρωμιοσύνης Γρηγόρη Μπιθικώστη,   από τις τυχαίες όσο και δραματικές εκείνες στιγμές της ιστορίας που μέλει ν’ αλλάξει την πορεία του ελληνικού τραγουδιού, αποτελεί η γνωριμία του με τον Μίκη Θεοδωράκη, με την οποία θα ασχοληθούμε σήμερα. 

Ads

Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ο Μπιθικώτσης καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία αρχικά στο Χαϊδάρι και εν συνεχεία στη Μακρόνησο. Όταν ο νεαρός Γρηγόρης κάνει γνωστό πως είναι μουσικός, διατάζεται να δημιουργήσει μια ορχήστρα για να διασκεδάζει τους αξιωματικούς της Λέσχης στον μαρτυρικό τόπο εξορίας.

Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο “Εγώ, ο σερ” (εκδόσεις Κοχλίας), ο Μπιθικώτσης γράφει για αυτή την ιστορική πρώτη συνάντηση :“Μια ημέρα που κάναμε πρόβα με την ορχήστρα μου το τραγούδι αυτό και κάπου ήθελε ένα ακόρντο. Τους είπα “εδώ φα”. Και πετάγεται ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο με ένα βιβλίο στο χέρι και λέει: το “φα πάει καλύτερα”. Και τον ρωτάω “τι δουλειά κάνεις εσύ ρε φίλε, με τι ασχολείσαι;”. Και μου απαντά “σπουδάζω μουσική”. Αυτό το παιδί ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Ήταν η πρώτη μας συνάντηση και επαφή στη Μακρόνησο. Που να φανταζόμουν, εκείνη τη στιγμή, τι ρόλο θα έπαιζε στη ζωή μου, στη μουσική της Ελλάδας, αλλά και στην παγκόσμια μουσική σκηνή αυτό το παλικάρι, που το είδα μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, ξαπλωμένο να διαβάζει”.

Τα βήματα τους χάνονται τη δεκαετία του 50 με καθένα να ακολουθεί διαφορετικούς μουσικούς δρόμους. Ο Μπιθικώτσης τραγουδά σε μικρά λαϊκά νυχτερινά μαγαζιά, ενώ ο Θεοδωράκης ασχολείται, σε Ελλάδα και εξωτερικό, με συνθέσεις κλασικής μουσικής. Όταν ο τελευταίος λαμβάνει στο Παρίσι την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου “Επιτάφιος”, αποφασίζει την επιστροφή του στην Ελλάδα αλλάζοντας έτσι όχι μόνο την προσωπική του διαδρομή, αλλά και τη μουσική ιστορία του τόπου.

Ads

image

Όταν ο Θεοδωράκης ζητά ως ερμηνευτή για τον “Επιτάφιο” τον παλιό Μακρονησιώτη Μπιθικώτση όλοι αιφνιδιάζονται, με τον τελευταίο μάλιστα να ψάχνει τρόπο να το αποφύγει, από την πρώτη κιόλας πρόβα: “Εμένα και του Χιώτη, όμως, δεν μας άρεσαν καθόλου στο πρώτο άκουσμα. Κλείσαμε το μάτι με τον Μανώλη και πήγαμε στην τουαλέτα. Και μου λέει: θα ξεφτιλιστούμε. Και του λέω: Πάμε να συνεχίσουμε. Γιατί μου έχουν πει ότι ο “Επιτάφιος” περιέχει και δύο επιπλέον τραγούδια. Το ένα ήταν “Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ” και το άλλο το “Μάνα μου και Παναγιά”. Αν δεν ήταν αυτά τα δύο τραγούδια, θα είχαμε φύγει με τον Χιώτη”, λέει στην αυτοβιογραφία του.

Τελικά όμως, ο ισχυρός άνδρας της Columbia Τάκης Λαμπρόπουλος, τον πείθει να ηχογραφήσει τον “Επιτάφιο”, που κυκλοφορεί τα Χριστούγεννα του 1960. Είναι ο πρώτος δίσκος μακράς διαρκείας που κυκλοφορεί στην Ελλάδα, με τον Μπιθικώτση, για να “εκδικηθεί” την εταιρία που τον πίεσε να πει τα τραγούδια, να βάζει στην ερμηνεία του το πιο σοβαρό του ύφος, συμβάλλοντας έτσι άθελά του στην επιτυχία που απαιτεί ακριβώς αυτό…

Το εμβληματικό έργο πρωτοπαρουσιάζεται το 1961 στο κέντρο  “Η Μυρτιά”, ιδιοκτησίας Παναγιώτη Κατσιβαρδάκου, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο “Ελληνικόν” στο Καλαμάκι. Σε κάθε περίπτωση μετά τον “Επιτάφιο”, ο Μπιθικώτσης ερμηνεύει Θεοδωράκη στους περισσότερους δίσκους της περιόδου σε εμβληματικά έργα όπως “Πολιτεία Α” (1961), “Το τραγούδι του νεκρού αδελφού” (1962), “Επιφάνεια” (1962), “Άξιον Εστί” (1964), “Πολιτεία Β” (1964), “Ρωμιοσύνη” (1966) με αποτέλεσμα να εκτοξεύει την καριέρα του, ενώ για τον Μίκη ο Γρηγόρης είναι “το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη”.

Όμως όλα αλλάζουν μεταξύ τους μετά την κήρυξη της απριλιανής δικτατορίας. Ο Θεοδωράκης παραμένει φυγάς αλλάζοντας συνεχώς σπίτια, ενώ ο “σερ” προσαρμόζεται άμεσα στη νέα πραγματικότητα. Η δικτατορία επιχειρώντας να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα χρησιμοποιεί καλλιτέχνες για να προπαγανδίσουν το “εθνοσωτήριο” έργο της, και ένας από τους πρώτους είναι, για προφανείς λόγους, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Έτσι, την Πέμπτη 13 Ιουλίου ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων   προγραμματίζει να παρουσιάσει στο κέντρο “Δειλινά” της Γλυφάδας τον ύμνο της 21ης Απριλίου, τραγουδισμένο από τους Γρηγόρη Μπιθικώστη – Βίκυ Μοσχολιού.

image

Λίγες ημέρες πριν, ο Θεοδωράκης στέλνει από το καταφύγιό του οργισμένο μήνυμα στον φίλο του, καλώντας τον να μην προβεί σε αυτό το ατόπημα:
“Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα “Δειλινά” τον “Υμνο της Επαναστάσεως”. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά”.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Μπιθικώτσης τραγουδά τον ύμνο και εν συνεχεία εμφανίζεται στους ετήσιους εορτασμούς της δικτατορίας στο Καλλιμάρμαρο, ενώ ο Μίκης, ένα μήνα μετά, (21 Αυγούστου 1967) συλλαμβάνεται, βασανίζεται και μετά από διεθνείς κινητοποιήσεις απελευθερώνεται και φεύγει στο εξωτερικό όπου κλιμακώνει την αντιδικτατορική του δράση. Οι σχέσεις των δύο πρώην φίλων φτάνουν στην απόλυτη ρήξη.

Επτά καλοκαίρια μετά από εκείνον του 1967, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Η χώρα ζει στο μεθύσι της απελευθέρωσης από την τυραννία, ο Θεοδωράκης επιστρέφει από την εξορία σαν ημίθεος, και όλοι περιμένουν τη νέα του δισκογραφική δουλειά. Στο βιβλίο του Μάκη Μάτσα, της δισκογραφικής MINOS “Πίσω από τη Μαρκίζα”, ο τελευταίος αναφέρει :“Ο Μίκης έλειπε καιρό από την Ελλάδα και δεν είχε πλήρη εικόνα της νέας δισκογραφικής πραγματικότητας. Του λέω λοιπόν: “Τώρα πια έχουμε πολλούς νέους τραγουδιστές. Ο Μπιθικώτσης δεν είναι ο μοναδικός που υπάρχει”. Η αντίδραση του με άφησε άφωνο: “Μη μου μιλάς για αυτόν. Πήγε και τραγούδησε τον ύμνο της χούντας!” “Μίκη μου», τον διακόπτω, “μην τον αδικείς. Δεν ξέρουμε κάτω από ποιες συνθήκες δέχτηκε να το κάνει ο Γρηγόρης”.

image

Χρειάζονται συνεχείς παραινέσεις και πιέσεις από κοινούς φίλους και γνωστούς ώστε ο Μίκης να δεχτεί να συναντήσει τον Γρηγόρη, με το δείπνο της επανασύνδεσης να γίνεται στην ταβέρνα “Το στέκι του Νιόνιου” στη οδό Βασιλίσσης Όλγας, στο Φάληρο. Ο αρχικός πάγος σπάει, αλλά όταν η συζήτηση χοντραίνει με τον Θεοδωράκη να μιλά με σκληρά λόγια για την “προδοσία” του Μπιθικώστη, ο τελευταίος αρχίζει να καταρρέει : “Εγώ δεν άντεχα άλλες ταλαιπωρίες, με εκβιάσανε και υπέκυψα, για την οικογένειά μου, δεν ήμουνα και τόσο σκληρός όσο εσύ Μίκη”, λέει ο πρώτος και τον δεύτερο να αντιτείνει “Ναι αλλά δεν ήσουν ο μόνος που είχες οικογένεια, όλοι μας είχαμε, αλλά κρατηθήκαμε στο επίπεδο της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, μόνο εσύ λάκισες”.

Ο Μπιθικώτσης, από την ένταση χάνει τον έλεγχο και εκλιπαρεί τον οίκτο του Μίκη, όταν εκείνος χαλαρώνει και του απαντά: “Έλα, μωρέ Γρηγόρη, αυτά είναι ερωτικά…”. Ο Γρηγόρης ξεσπά στα κλάματα, πέφτει στην αγκαλιά του Μίκη και σηκώνονται όρθιοι αγκαλιασμένοι. Ο Μάτσας αναφέρει κάποια χαρακτηριστική στιχομυθία τους :“Αργότερα ο Μπιθικώτσης δικαιολογήθηκε στον ίδιο τον Θεοδωράκη με τη θυμοσοφία που τον χαρακτηρίζει: “Μη μου βαστάς κακία Μίκη μου. Τι ξέρω εγώ από αυτά; Όταν μου ζήτησαν να πάω να τραγουδήσω, σκέφτηκα ότι εγώ παπάς είμαι και όπου μου πουν να ψάλλω… ψέλνω”. Έτσι του απολογήθηκε ο Γρηγόρης και ο Μίκης όχι μόνο τον συγχώρησε αλλά έσκασε και στα γέλια”.

Έτσι κι αλλιώς ο Μίκης ξέρει ότι το “Άξιον Εστί” και το έργο του στις συναυλίες της μεταπολίτευσης χωρίς τη φωνή του Μπιθικώτση θα δείχνει ημιτελές…