Η γνωριμία και το «προξενιό» της Νατάσσας Μποφίλιου, η κρίση «… που δεν πρέπει να αφήσουμε να μας καταπιεί», η στιγμή που ο συνθέτης στέλνει το τραγούδι στον στιχουργό και μετά στον ερμηνευτή, ο δισταγμός και το βίωμα, το χθες, το σήμερα και η «επιθυμία να μην σπάσει κανένας κρίκος της αλυσίδας», οι μεγάλες λαϊκές φωνές που με έναν τρόπο, είναι πάντα εδώ.

Ads

Συνέντευξη στην Ειρήνη Ορφανίδου

Για τέσσερις παραστάσεις, την Παρασκευή και το Σάββατο 4-5 και 11-12 Δεκεμβρίου, η Γιώτα Νέγκα και ο Θέμης Καραμουρατίδης παρουσιάζουν στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, για πρώτη φορά, τη νέα τους μουσική παράσταση, βασισμένη στον καινούργιο κοινό δίσκο τους, σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου, με τίτλο «Τελευταίος Εαυτός», έναν σύγχρονο δίσκο παλαιάς κοπής, με δέκα έντεχνα λαϊκά κομμάτια.

Λίγο πριν την πρεμιέρα, η Γιώτα Νέγκα και ο Θέμης Καραμουρατίδης  μίλησαν στο Tvxs.

Ads

-Γιατί χαρακτηρίζετε τις εμφανίσεις  σας στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο «ιδιαίτερη παράσταση»;
Θ.Κ.: «Ο τελευταίος εαυτός», αυτός είναι ο τίτλος της παράστασης, βασίζεται περισσότερη στη δική μας, ολοκληρωμένη πλέον, καλλιτεχνική σχέση, στο δικό μας υλικό, που περιλαμβάνει τον καινούργιο δίσκο και τον προηγούμενο, το «Καινούριο φιλί». Επίσης, έχει μία ιδιαιτερότητα σε σχέση με το ότι αναλαμβάνω περισσότερο τον ρόλο του συνθέτη, ενώ στην προηγούμενη παράσταση ήταν πιο πολύ ρόλος ερμηνευτή. Τώρα, η Γιώτα είναι η ερμηνεύτρια, εγώ ο συνθέτης. Μάλιστα, έχουν προστεθεί και κάποια ορχηστρικά θέματα από τη μουσική μου για την ταινία του Μανούσου Μανουσάκη «Ουζερί Τσιτσάνης» (σ.σ. στις αίθουσες 3 Δεκεμβρίου), που παρουσιάζονται πρώτη φορά «ζωντανά». Η δομή αυτή έδωσε μία άλλη δυνατότητα, η ορχήστρα μεγάλωσε…

-Δηλαδή;
Θ.Κ.: Προστέθηκαν βιολί και τσέλο… Κιθάρα, δύο μπουζούκια, μπάσο, τύμπανα, ακορντεόν, εγώ στο πιάνο… Επίσης, έχει στοιχεία σκηνικής επιμέλειας, που ανέλαβε ο Δημόκριτος Σηφάκης. Είναι περισσότερο ακρόαμα, δηλαδή.

Γ.Ν.: … Είναι οι κοινές στιγμές μας, αυτά που αγαπάμε ο ένας στη δουλειά του άλλου και γύρω από αυτό είναι και αγαπημένα τραγούδια μεγάλων συνθετών, που έρχονται και κάνουν ένα σύμπαν. Αυτό που αγαπήσαμε στο χθες, που φτιάχνουμε στο σήμερα και θέλουμε να πάμε στο αύριο.

-Η πρεμιέρα είναι στην Αθήνα, αλλά στη συνέχεια θα κινηθείτε περιφερειακά.
Γ.Ν.: Μετά την Αθήνα, δηλαδή το Γυάλινο Μουσικό Θέατρο, ταξιδεύουμε. Κομοτηνή (14/12), Καβάλα (15/12), Βέροια, Σέρρες -μέχρι στιγμής αυτές είναι σίγουρα οι πόλεις που θα παίξουμε- αλλά στόχος είναι να το ταξιδέψουμε όσο περισσότερο μπορούμε, γιατί, κακά τα ψέματα, στην Αθήνα συμβαίνουν πολύ περισσότερα πράγματα και εμείς θέλουμε να επικοινωνήσουμε με ανθρώπους σε όλη την Ελλάδα.

Θ.Κ.: Βεβαίως, υπάρχει η δυσκολία του «όγκου», είμαστε μία μεγάλη ομάδα, αλλά και το θέμα του χώρου, εννοώ, θέλουμε να παίξουμε μόνο σε θέατρα. Και όσον αφορά στην περιφέρεια, θα παίξουμε μόνο σε θέατρα, επειδή για αυτό που έχουμε στήσει, ο χώρος που ενδείκνυται είναι το θέατρο.

image

-Πώς έγινε η πρώτη συνάντηση σας;
Γ.Ν.: Η πρώτη γνωριμία έγινε σε μία παράσταση του Θέμη με τη Νατάσσα Μποφίλιου. Έχοντας πρωτακούσει τις μουσικές του, με «χτύπησε» κάτι, ήθελα πολύ να τον συναντήσω. Έξι χρόνια πριν, αυτό. Από την πρώτη στιγμή εκδηλώσαμε και οι δύο τη διάθεση να συναντηθούμε, να συνεργαστούμε, το προσπαθήσαμε για τα επόμενα τρία χρόνια ανεπιτυχώς, γιατί οι υποχρεώσεις του ενός δεν συνέπιπταν με τις υποχρεώσεις του άλλου χρονικά, όλο ανανεώναμε και κάποια στιγμή, με ένα τηλεφώνημα, πέσαμε ακριβώς στη «στιγμή». Και κάπως έτσι στήθηκε το «Καινούριο φιλί» πριν δυόμισι χρόνια.

Θ.Κ.: Η συνεργασία ήταν με έναν τρόπο μοιραία. Γιατί πριν καν δω τη Γιώτα, άκουσα τη Νατάσσα (Μποφίλιου) να μου λέει «Θέλεις να γνωρίσεις την τραγουδίστρια που θα της κάνεις τον επόμενο δίσκο της;» Οπότε ήταν τελεσίδικα τα πράγματα. Με το καλησπέρα είχε κλειστεί και η συμφωνία (γέλια).

Γ.Ν.: … Σωστά, ήταν η «κουμπάρα».

-Αυτή ωστόσο, η συνάντηση, που αποδείχτηκε τόσο δημιουργική, συνέβη μέσα στην κρίση. Σαν να βρεθήκατε στο γήπεδο και πριν αρχίσει το παιχνίδι κάποιος έσβησε τα φώτα.

Γ.Ν.: Ευτυχώς, η φωνή μας ήταν δυνατή, την άκουσαν και ήρθαν και άλλοι…

Θ.Κ.: Ήταν δύσκολο -και είναι δύσκολο- πολύ. Προσπαθούμε με τα πέντε πράγματα που έχουμε στα χέρια μας να φτιάξουμε δεκαπέντε. Και δεν υπάρχει καμία σχέση με τον τρόπο που στήνονταν οι παραγωγές παλαιότερα, με τις δυνατότητες που είχες. Μιλούσα με έναν φίλο μουσικό χθες και μου έλεγε, ότι πριν δεκαπέντε χρόνια, παίζανε πέντε, έξι ημέρες την εβδομάδα σε ένα 500άρι (χωρητικότητας 500 ατόμων) μαγαζί και αυτό θεωρούνταν «καλό». Τώρα, εάν γεμίζεις ένα 500άρι μαγαζί δύο φορές την εβδομάδα έχεις κάνει κάτι πολύ μεγάλο. Οι δυνατότητες πια είναι πολύ περιορισμένες. Η σεζόν είναι δύο μήνες, ίσως τρεις.

Γ.Ν.:… «Σεζόν», κατ’ ευφημισμόν, πλέον, με βάση τα δεδομένα παλαιότερων εποχών. Από την άλλη μεριά, βρίσκουμε τρόπο να κάνουμε αυτό που ποθούμε. Γιατί το πρώτο που σκέφτεσαι δεν είναι η κρίση και πώς θα πάει, είναι αυτό που έχεις να μπορεί να εκφραστεί. Συνηθίζω να λέω, η κρίση κάνει τη δουλειά της και εμείς της δική μας. Θεωρώ ότι οφείλουμε να κάνουμε τη «δουλειά» μας και όχι να παραδοθούμε σε μία κατάσταση η οποία είναι μεν, απολύτως πραγματική, αλλά έχει και μία τρομολαγνεία γύρω γύρω. Ναι, υφίσταται. Αλλά ας μην το μεγαλώνουμε. Υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε, καθένας από το μετερίζι του, από αυτό που αγαπάει – σχεδόν αγνοώντας αυτό που συμβαίνει. Να πάμε ένα βήμα μπροστά, να  μην  αφήσουμε να μας καταπιεί.

-Όταν άνθρωποι που αγαπούν τη μουσική μπορούσαν να βάλουν στο πρόγραμμα τους πέντε ή έξι μουσικές σκηνές τον χειμώνα και τώρα αντέχουν οικονομικά μόλις μία ή δύο, είναι ένα θέμα…

Γ.Ν.: Η δυσκολία του πράγματος μας κάνει να δίνουμε τον καλύτερο εαυτό μας.

Θ.Κ.: Η δυσκολία ανεβάζει το επίπεδο. Γνωρίζοντας ότι για να έρθει κάποιος να σε ακούσει, έχει προηγηθεί μία αυστηρή επιλογή, ξέρεις ότι η δουλειά που κάνεις δεν πρέπει να έχει τίποτα πρόχειρο. Έχοντας προετοιμάσει σωστά την παράσταση σου, είναι σα να του λες, εδώ αξίζει. Εάν έχεις μία επιλογή, ας είναι αυτή. Και είναι ωραίο που γίνεται μία συνειδητή επιλογή. Γιατί η κρίση έχει φέρει έναν υγιή ανταγωνισμό και μία προσπάθεια να γίνουν τα πράγματα πιο ουσιαστικά. Δεν θα ξαναγίνεις επιλογή του (κοινού) εάν δεν του είχες, ήδη από την πρώτη φορά, πει κάτι ουσιαστικό.

-Γιώτα, έχεις πει για τη μουσική του Θέμη -ήδη από τον πρώτο δίσκο σας- ότι είναι γειωμένη και ονειροπόλα. Πώς γίνεται, τι εννοούσες;

Γ.Ν.: Γίνεται. Στη μουσική του Θέμη βρίσκω και τον αέρα και τη γη. Με ξεκινάει πατώντας στη γη και σιγά σιγά με σηκώνει στον αέρα. Νομίζω ότι έχει να κάνει, χώρια από το ταλέντο του, με το ότι είναι ένας άνθρωπος, που ζει στο σήμερα, το ξέρει καλά, το αφουγκράζεται. Δεν είναι αποστασιοποιημένος. Και ναι μεν ζει στο σήμερα, αλλά με έντονες μνήμες από το χθες -αυτό είναι το σημείο που ταιριάζουμε- και επιπλέον, την επιθυμία να μην σπάσει κανένας κρίκος της αλυσίδας.

Θ.Κ.: Μου αρέσει πολύ αυτό που λες. Και θέλω να συμπληρώσω ότι, τα δυνατότερα όνειρα είναι αυτά που κάνεις πατώντας στη γη. Τα όνειρα πραγματοποιούνται μόνο όταν πατάς. Γιατί πώς αλλιώς, θα βρεις το υλικό για να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο;

-Πώς δουλεύετε; Η Γιώτα παρακολουθεί κάθε τραγούδι στην εξελικτική διαδικασία της δημιουργίας ή, το ακούει όταν θεωρείς ότι είναι έτοιμο;

Θ.Κ.: Παραείμαι ανυπόμονος για να περιμένω… Με το που έχω ένα τραγούδι έτοιμο γίνομαι πιεστικός. Της λέω, θέλω να το ακούσεις τώρα! Στο έστειλα και θέλω να το ακούσεις. Και αγωνιώ, της αρέσει;… Το τραγούδι πρώτα πηγαίνει στον Οδυσσέα (Ιωάννου), παίρνει την έγκριση του στιχουργού και μετά, το εγκεκριμένο πηγαίνει στη Γιώτα. Στα τελευταία τραγούδια, επειδή είχα μεγάλη αγωνία και φούρια, έστελνα ένα κοινό μέιλ και στους δύο ταυτόχρονα. Ήταν τζόγος αυτό, καθαρός τζόγος…

Γ.Ν.: … Και μετά, τηλεφώνημα. Λοιπόν, φαντάσου τώρα… Στην αρχή θα μπαίνει το πιάνο, μετά θα μπαίνουν τα τσέλα, εδώ θα γίνει αυτό… Την ίδια στιγμή που ακούω το τραγούδι, μου εξηγεί πώς φαντάζεται την ενορχήστρωση, γιατί η πρώτη «εγγραφή» είναι σε ένα πιάνο, σε πρωταρχικό στάδιο.

-Στις συνεντεύξεις σας, ο ένας παινεύει τον άλλον. Υπήρξε κάποια στιγμή, Γιώτα που διατύπωσες επιφυλάξεις;

Γ.Ν.: Ναι, υπήρξε. Ένα τραγούδι στον προηγούμενο δίσκο, που όταν μου το έστειλε παρότι μου άρεσε πολύ, τον πήρα τηλέφωνο και του είπα, Θέμη, είσαι σίγουρος ότι μπορώ να το πω και ότι μου ταιριάζει; Νομίζω ότι δεν είναι για μένα αυτό. Και πολύ ευφυώς, απάντησε, καλά, έλα αύριο από το σπίτι, θα κάνουμε μόνο μια δοκιμή. Και άπαξ και το δοκιμάσεις και δεν νιώσεις καλά, θα το βγάλω. Μόλις το είπα, ανακάλυψα ότι, το θέλω και μου πάει.

Θ.Κ.: … Και για άλλα τραγούδια είχες μια συστολή. Και για το «Το δίκιο μου» είχες…

-Μα για «Το δίκιο μου»…;

Θ.Κ.: … Οπότε δεν θα πάρουμε για παραγωγό τη Γιώτα ποτέ! (γέλια).

Γ.Ν.: … Είναι λίγο το φυσικό μου… Όχι για το τραγούδι, για εμένα μέσα στο τραγούδι.

Θ.Κ.: Η Γιώτα -επειδή είπες να μην παινευόμαστε μόνο- δυσκολεύεται να φύγει από τις σταθερές της, τρομάζει. Άκουσε «Το Δίκιο», δεν μπόρεσε να συνδεθεί αμέσως και να το τοποθετήσει εντός της και αυτό την άγχωσε. Αλλά, μετά είναι εύκολη. Χρειάστηκε να το πει μια φορά και έληξαν όλα.

Γ.Ν.: Δεν μπορώ να πάω πολλά βήματα μπροστά εγκεφαλικά. Χρειάζομαι το βίωμα.

-Οι επιρροές σας; Τα σταθερά σημεία αναφοράς σας;

Θ.Κ.: Οι συνθέτες που διαμόρφωσαν τα ακούσματα μου -ανεξάρτητα από τα τραγούδια που κάνω- είναι ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Κραουνάκης, ο Παπαδημητρίου, ο Θάνος Μικρούτσικος… Αυτοί είναι που άκουσα περισσότερο, γιατί και τον Λοΐζο αγαπώ πολύ και τον Μαρκόπουλο, απλώς δεν ήταν στα συνεχή ακούσματα μου. Νομίζω όμως, ότι ο Ξαρχάκος έχει εγγραφεί λίγο παραπάνω. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως, επειδή το «Ρεμπέτικο» ήταν η μουσική που ακούγαμε στις οικογενειακές εκδρομές –μία κασέτα που επί δύο χρόνια έπαιζε μπρος πίσω συνέχεια…

Γ.Ν.: Ξεκινώντας από τους συνθέτες, τους ίδιους θα έλεγα κι εγώ, με τις ίδιες επισημάνσεις. Λίγο παραπάνω στην καρδιά μου θα έβαζα τον Λοΐζο. Θα τον έβαζα δηλαδή, στην τετράδα Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Λοΐζος, Ξαρχάκος, επειδή οι εικόνες του και η τρυφεράδα του μου ταιριάζουν πάρα πολύ (έχει μια γκρίζα περιοχή που την καταλαβαίνω), όπως η παλικαριά του Ξαρχάκου -τόσο ελληνική, τόσο λαμπερή, αλλά και ουσιαστική. Για τον απέραντο κόσμο του Χατζιδάκι, τι να πω;… Από φωνές θα πω αυτές που, χωρίς να το επιλέξω, άρχισαν να υπάρχουν στη ζωή μου και να μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον…

-Εννοείς, από τον πατέρα σου -ο οποίος έπαιζε μπουζούκι;

Γ.Ν.: Ακριβώς… Στο σπίτι κυριαρχούσε η αγία τετράς, Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, Χαρούλα Αλεξίου, Γιώργος Νταλάρας. Ήταν η τετράδα του πατέρα μου, πέρα από τα βυζαντινά και τα δημοτικά που άκουγε. Στην πορεία λάτρεψα τη Βίκυ Μοσχολιού (που την αγάπησε και εκείνος). Ύστερα, άρχισα να ανοίγομαι και να ψάχνω από τη Ρόζα Εσκενάζι μέχρι τα παραδοσιακά, να ανακαλύπτω τον Καλδάρα, τον Τσιτσάνη… Είναι ένα σύμπαν με πλανήτες που δεν μπορείς να πεις ποιος ο μεγαλύτερος και ποιος ο μικρότερος. Η βάση μου -ερμηνευτικά- είναι Βίκυ Μοσχολιού- Χαρούλα Αλεξίου. Αλλά ήρθαν και άλλες φωνές μετά, η λυρικότητα της Τζένης Βάνου, η θεατρικότητα της Τάνιας Τσανακλίδου, η λαμπερή λαϊκότητα της Καίτης Γκρέι, η στιβαρότητα της Πόλυς Πάνου… Ήρθε ο Στράτος Διονυσίου, με το τρομερό φραζάρισμα πάνω στις λέξεις…

-Το τετραδιάκι που είχες οκτώ χρονών και σημείωνες τα τραγούδια που σου άρεσαν, υπάρχει ακόμη;

Γ.Ν.: Όχι, αυτό δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει ένα αντίστοιχο που  έφτιαξα μεγαλύτερη. Και το κρατάω…

Παίζουν οι μουσικοί:

Μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς : Νίκος Κατσίκης
Κιθάρα, μπουζούκι : Σωτήρης Καστάνης
Ακορντεόν: Τάσος Αθανασιάς
Βιολί, μαντολίνο : Δημήτρης Κουζής
Τσέλο: Άρης Ζέρβας
Κοντραμπάσο: Γιώργος Μπουλντής
Τύμπανα: Κρίτων Μπελλώνιας

Ήχος: Γιάννης Παξεβάνης
Φώτα: Αλέξανδρος Προδρόμου

Κινησιολογική -σκηνική επιμέλεια : Δημόκριτος Σηφάκης
Φωτογραφίες: Παντελής Ζερβός
Artwork: Ελένη Σακαλή

INFO
Γυάλινο Μουσικό Θέατρο
Λεωφόρος Συγγρού 143, Ν. Σμύρνη, Τηλ. 210 9315600
Παρασκευή & Σάββατο 4-5, 11 & 12 Δεκεμβρίου
Τιμές: 12 € με μπύρα/κρασί στο bar, 15 € με ποτό στο bar, 20 € με ποτό στο τραπέζι, 120 € η φιάλη στο τραπέζι ανά 4 άτομα, 60 € η φιάλη κρασί στο τραπέζι