Άνθρωποι που είχαν αντιδικτατορική δράση, βρέθηκαν νεκροί μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και ο θάνατος τους αποδόθηκε σε αυτοκτονία, καρδιακή προσβολή και άλλα αίτια. Αργότερα αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για δολοφονίες.

Ads

Πόσοι είναι τελικά οι νεκροί της δικτατορίας; Πόσες οι δολοφονίες και οι ύποπτοι θάνατοι και εξαφανίσεις;

Οι συγγενείς έκαναν καταγγελίες αλλά «… η μεταπολίτευση υπήρξε απρόθυμη να τις διερευνήσει» λέει στο tvxs ο Δημήτρης Βεριώνης ο οποίος πραγματοποίησε πρόσφατα μια εκτενέστατη έρευνα που περιλαμβάνεται σε ένα πολυσέλιδο βιβλίο με τον τίτλο «Θάνατοι στη Χούντα» (εκδόσεις Τόπος).

Πέρα από τη συμβολή του στην έρευνα, ο Δ. Βεριώνης αποτίει με αυτή την εξαιρετική έκδοση, φόρο τιμής στους γνωστούς και άγνωστους νεκρούς της Δικτατορίας αφού παρουσιάζει 247 υποθέσεις με μαρτυρίες και φωτογραφικό υλικό.

Ads

Οι νεκροί αποκτούν πρόσωπο και οι βίοι τους έρχονται στην επιφάνεια. Το βιβλίο που συγκαταλέγεται ήδη στα ευπώλητα παρουσιάζεται στον ΣΦΕΑ στις 8/4, στις 12/4 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Νέας Σμύρνης και στις 22/4 στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.

Μπορείτε να σταχυολογήσετε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις ύποπτων θανάτων κατά την περίοδο της Χούντας, από τις εκατοντάδες που καταγράφετε;

Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω καμία περίπτωση θα αναφερθώ με συντομία σε ορισμένες από τις λιγότερο γνωστές ή εντελώς άγνωστες. Ο Λάμπρος Τζιάνος, 20 ετών φοιτητής της Φαρμακευτικής, με ενεργή συμμετοχή στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του έναν μήνα αργότερα, με μια νάιλον σακούλα στο κεφάλι. Ο Γιάννης Καΐλης, 24 ετών φοιτητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, βρέθηκε νεκρός σε διπλανό οικόπεδο από νεοανεγειρόμενη οικοδομή και αυτό –με δόλο- αποδόθηκε σε αυτοκτονία, για να αποδειχθεί αργότερα πως είχε βασανιστεί άγρια και δολοφονηθεί.

Ο Γιάννης Φουντουλάκης, 20 ετών, ήταν στρατιώτης και βρέθηκε νεκρός. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε καρδιακή προσβολή, αλλά κατά την εκταφή αποδείχτηκε ότι είχε δεχθεί σφαίρα. Ο Βασίλης Μπαλαφούτης, 19 ετών ναυτικός, χτυπήθηκε στο Πολυτεχνείο για να αποβιώσει συνεπεία του τραυματισμού του δύο μήνες αργότερα. Η αιτία του θανάτου του αλλοιώθηκε. Ο Παναγιώτης Στασινός, 17 ετών όταν τραυματίστηκε από σφαίρα στο Πολυτεχνείο και πέθανε λίγα χρόνια μετά από επώδυνες επιπλοκές στην υγεία του. Ο Ζήσης Αντωνίου, 22 ετών στρατιώτης, βρέθηκε απαγχονισμένος στη σκοπιά του αλλά η εικόνα που αντίκρυσαν οι οικείοι του δε συνάδει καθόλου με την επίσημη εκδοχή. Ο Γιώργος Παναγούλης, 29 ετών, αδελφός του Αλέκου και του Στάθη, διέφυγε στο εξωτερικό, συνελήφθη μετά από πολλές περιπέτειες και εξαφανίστηκε από το πλοίο να το οποίο επέστρεφε σιδηροδέσμιος χωρίς ποτέ να δοθεί η παραμικρή απάντηση. Ο Βλάσης Σωτηρόπουλος, 35 ετών, αστυνομικός που είχε υπηρετήσει ως αστυνομικός του Γ. Παπανδρέου, δολοφονήθηκε βάναυσα στη Θήβα όπου υπηρετούσε και ο θάνατός του αποδόθηκε σε αυτοκτονία. Ο Βασίλης Ράμμος 60 ετών, συνελήφθη, νοσηλεύθηκε και χτυπήθηκε μέχρι θανάτου στο νοσοκομείο. O Παναγιώτης Πετρόπουλος, 19 ετών, απεβίωσε στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε έχοντας -κατά την επίσημη εκδοχή- πέσει από την Ακρόπολη, αλλά το σώμα του δεν είχε ούτε αμυχή.

Αυτές είναι μόνο λίγες από τις 247 υποθέσεις που καταγράφονται στο βιβλίο, με πολλές λεπτομέρειες, μαρτυρίες αλλά και πολλές φωτογραφίες των προσώπων. Και στις περιπτώσεις αυτές βλέπουμε συγκάλυψη, σφραγισμένα φέρετρα στις κηδείες, απειλές, απόκρυψη.

Τι είναι αυτό που δεν ήταν γνωστό και αναδείχτηκε μέσα από την έρευνα;

Γνωρίζαμε τις περισσότερες από τις πλήρως τεκμηριωμένες υποθέσεις, όπως οι επιβεβαιωμένα δολοφονηθέντες από τη χούντα ή οι νεκροί του Πολυτεχνείου αλλά δε γνωρίζαμε ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, ποιες ήταν οι ζωές τους και τι συνέβη. Γνωρίζαμε επίσης διάφορα σκόρπια ονόματα σε σποραδικές επιγραμματικές αναφορές που με δυσκολία μπορούσαν να εντοπιστούν στο διαδίκτυο ή τη βιβλιογραφία, αλλά τίποτα περισσότερο. Επίσης δε γνωρίζαμε για ανθρώπους που πέθαναν στο πογκρόμ που ακολούθησε την εξέγερση του Πολυτεχνείου ή συνεπεία του τραυματισμού τους εκεί και σίγουρα ήταν πλέον άγνωστες οι πολυάριθμες περιπτώσεις των «ύποπτων» θανάτων (αυτοκτονιών, ατυχημάτων, αιφνίδιων ασθενειών) που κατήγγειλαν οι συγγενείς, τις εξαφανίσεις, τους θανάτους στην εξορία. Με την έρευνα αυτή μαθαίνουμε -με όσες λεπτομέρειες κατέστη δυνατό να συγκεντρωθούν- για τις ζωές τους, τις συνθήκες θανάτου τους, τις διαφορές ανάμεσα στην επίσημη εκδοχή και όσα υποστήριξαν οι οικείοι τους, τη δικαστική συνέχεια, εάν και εφόσον υπήρξε.

Η Μεταπολίτευση υπήρξε απρόθυμη να διερευνήσει τις καταγγελίες. Με συνοπτικές διαδικασίες, σχεδόν όλες οι υποθέσεις μπήκαν στο αρχείο, είτε «ελλείψει στοιχείων», είτε με τους αρμόδιους να επικαλούνται πορίσματα που είχαν εκδοθεί …επί χούντας. Νομίζω ότι με το βιβλίο εμπλουτίζεται σημαντικά η εικόνα που έχουμε για την περίοδο εκείνη. Και είναι γεγονός πως οφείλουμε στα πραγματικά θύματα τη διερεύνηση, την αναγνώριση, την τιμή.

Με ποια αφορμή αποφασίσατε να κάνετε την έρευνα;

Πάντα με απασχολούσε το θέμα της μνήμης και της λήθης, πόσο εύκολα ξεχνάμε ή προσπερνάμε. Ανέκαθεν με ενδιέφερε η περίοδος της χούντας και από παιδί με συγκινούσε βαθιά η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σε μια επίσκεψή μου στον μουσειακό χώρο του ΣΦΕΑ στην επέτειο του Πολυτεχνείου το2013, διαπίστωσα ότι εκεί υπήρχαν αναρτημένες πολλές φωτογραφίες θυμάτων της χούντας και ανάμεσά τους αρκετά πρόσωπα για τα οποία δεν γνώριζα τίποτα. Η αναζήτησή μου στο διαδίκτυο δεναπέφερε κάτι, παρά μόνο μερικές ονομαστικές αναφορές χωρίς περισσότερες πληροφορίες. Μου έγινε εμμονή να βρω στοιχεία, ξεκίνησα να ερευνώ και σιγά- σιγά η έρευνα εμπλουτίστηκε και συστηματοποιήθηκε.

Πήρε δέκα χρόνια μέχρι να κρίνω ότι πλέον έφτασε το κομβικό σημείο της έκδοσης. Και βέβαια, θεωρώ πως όλο αυτό δεν είναι τερματικός σταθμός για την έρευνα, αλλά μια στάση. Ελπίζω να ανοίξει η συζήτηση για τους θανάτους επί δικτατορίας, να μιλήσουν και άλλοι, να μάθουμε περισσότερα για όσα συνέβησαν και για περιπτώσεις που ακόμα δε γνωρίζουμε.

Ποιες ήταν οι βασικές πηγές σας;

Αρχική πηγή και έμπνευση ήταν ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών (ΣΦΕΑ). Όταν ξεκίνησα την έρευνα το 2013 δεν υπήρχαν σχετικές πληροφορίες στο διαδίκτυο, έτσι αναζήτησα τη βιβλιογραφία, κυρίως των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, τα αρχεία των δικών της χούντας, τον Τύπο της περιόδου και τον αντιστασιακό τύπο του εξωτερικού. Το πιο σημαντικό όμως ήταν όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να έχω πρόσβαση στο αρχείο της δικηγόρου Ψυρρή. Η Φιλάνθη Ψυρρή αγωνίστηκε με όλες της τις δυνάμεις για να αναδείξει τις υποθέσεις των «ύποπτων» θανάτων κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης καταθέτοντας μηνύσεις «κατ’ αγνώστων αυτουργών και συμμετόχων». Μετά προσπάθησα να εντοπίσω συγγενικά πρόσωπα των θανόντων και να έρθω σε επαφή μαζί τους. Ήθελα να υπάρχει καταγεγραμμένη η άποψή τους, όταν αυτό ήταν δυνατό, και να παρουσιάσω τις περιπτώσεις των θανάτων με φωτογραφίες και βιογραφικά στοιχεία, καθώς και με αντιπαράθεση της επίσημης εκδοχής του θανάτου με όσα υποστήριξαν οι οικείοι τους.

Να επικεντρωθούμε και στους ανθρώπους δηλαδή. Άλλωστε, για την συνολική αποτίμηση της περιόδου έχουν υπάρξει πολύ σπουδαία έργα στη βιβλιογραφία. Αλλά τα πρόσωπα παρέμεναν είτε σχετικά άγνωστα ή εντελώς αγνοημένα. Και θεωρώ πως δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης εικόνα της περιόδου χωρίς να τα γνωρίζουμε όλα αυτά.

Ποιες δυσκολίες συναντήσατε;

Το βασικότερο πρόβλημα είναι η χρονική απόσταση από τα γεγονότα και η φυσική φθορά που προκαλεί ο χρόνος. Σε επίπεδο μακροϊστορίας τα 50-55 χρόνια προφανώς θεωρούνται σύγχρονη Ιστορία, αλλά όταν εστιάζουμε στο προσωπικό, είναι τεράστιο το χρονικό διάστημα που έχει διανυθεί.

Άνθρωποι έχουν φύγει, οι μνήμες έχουν ασθενήσει. Σε αυτό το επίπεδο η έρευνα είχε και ένα «σωστικό» χαρακτήρα, να προλάβουμε δηλαδή να καταγραφούν όλα αυτά πριν εκλείψουν οι άνθρωποι που μπορούν να τα διηγηθούν. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι στη Μεταπολίτευση δημιουργήθηκε η Προοδευτική Ένωση Μητέρων Ελλάδας, που αποτελούνταν από μητέρες ή άλλους συγγενείς θυμάτων ή πιθανών θυμάτων της χούντας. Σήμερα δεν υπάρχει, λόγω των πεπερασμένων ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκτός από τον χρόνο, σημαντική δυσκολία ήταν ο εντοπισμός πιθανών συγγενών των θανόντων, καθώς συνήθως τα διαθέσιμα στοιχεία περιορίζονταν σε ένα ονοματεπώνυμο και μια ημερομηνία ή/και ηλικία θανάτου. Έγιναν χιλιάδες επικοινωνίες για να καταστεί δυνατό να εντοπιστούν οι συγγενείς. Πολλοί δεν είχαν μιλήσει ποτέ για όλα αυτά. Σε κάποιες περιπτώσεις είτε ο πόνος, είτε ο φόβος αποτέλεσαν αξεπέραστο εμπόδιο στην λήψη μαρτυριών. Αλλά συνήθως οι αντιδράσεις ήταν θετικές.

Ένα ακόμη σημαντικότατο πρόβλημα ήταν η έλλειψη επίσημων πηγών. Το καθεστώς της χούντας λειτουργούσε προφανώς εν κρυπτώ και επιδιώκοντας να καλύπτει τα εγκλήματά του. Κυριολεκτικά, έπρεπε να αναζητείται η πληροφορία «στα ψιλά» των εφημερίδων- και αυτό στην καλύτερη περίπτωση, συχνά δεν γινόταν καμία αναφορά σε υποθέσεις θανάτων και εάν γινόταν, γινόταν με παραπλανητικό τρόπο. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως μια περίεργη σιωπή εξακολουθεί και σήμερα να περιορίζει το γνωστικό μας πεδίο για την περίοδο. Τα αρχεία παραμένουν επτασφράγιστα μυστικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι νεκροί στρατιωτικοί της ημέρας του πραξικοπήματος, αλλά και του «αντιπραξικοπήματος» του Κωνσταντίνου, τους οποίους ανέφερε αριθμητικά στη Βουλή ο υπουργός Άμυνας στη Μεταπολίτευση, Αβέρωφ, αλλά για το οποία είτε δεν υπάρχει η παραμικρή ονομαστική αναφορά (νεκροί πραξικοπήματος), είτε υπάρχει ένα πέπλο σιωπής (νεκροί αντιπραξικοπήματος). Ποιος είναι ο λόγος που φοβόμαστε ακόμη και σήμερα την ιστορική αλήθεια; Ποια η ανάγκη της συνεχιζόμενης προσαρμογής της σε μικροπολιτικά προτάγματα; Κάτι που άλλωστε συμβαίνει και στις μέρες μας με τα Τέμπη, αλλά και άλλες υποθέσεις.

Τέλος, ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα για την έρευνα ήταν το περίφημο GDPR, ο νόμος για τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Μπορεί να είναι κατανοητό το τι θέλει να διασφαλίσει ο νόμος, αλλά δεν παύει να αποτελεί μια συχνά απροσπέλαστη δυσχέρεια για την έρευνα. Χώρια που και η λογική της εφαρμογής του και το προοίμιο δεν έχει γίνει απόλυτα κατανοητά.

Πόσοι είναι οι καταγεγραμμένοι στην έρευνα νεκροί;

Στο βιβλίο αναφέρονται 247 περιπτώσεις θυμάτων ή πιθανών θυμάτων της χούντας. Αναφέρονται οι γνωστές περιπτώσεις επιβεβαιωμένων δολοφονιών ή θανάτων συνέπεια αντιδικτατορικής δράσης (δηλαδή οι περιπτώσεις του Πεσλή, της Καλαβρού, του Ελή, του Μανδηλαρά, του Χαλκίδη, του Τσαρουχά, του Γεωργάκη, του Τσικουρή και της Αντζελόνι, των επιβεβαιωμένων θυμάτων του

Πολυτεχνείου), οι επιβεβαιωμένοι αλλά ξεχασμένοι νεκροί του βασιλικού «αντιπραξικοπήματος», οι θάνατοι στις εξορίες ή συνέπεια κακουχιών, αλλά και το πολύ σημαντικό ζήτημα των ύποπτων ή αδικαίωτων θανάτων πολιτών, στρατιωτών, στρατιωτικών, φοιτητών, έως και αστυνομικών και κληρικών, εξαφανίσεις, ανώνυμες περιπτώσεις ή φημολογούμενα ονόματα αλλά και λανθασμένες περιπτώσεις. Σκοπός ήταν να παρουσιαστούν και να αναλυθούν όλες οι περιπτώσεις για τις οποίες κατηγορήθηκε η χούντα και οι κύκλοι της.

Ωστόσο, έγινε σημαντική προσπάθεια να μην υιοθετηθούν βιαστικά ή ατελή συμπεράσματα ή η προσωπική μου αίσθηση να επηρεάσει τα τελικά κείμενα του βιβλίου. Το ζήτημα δεν ήταν να κλείσουν όλες οι υποθέσεις με ένα έωλο συμπέρασμα, αλλά να ανοίξει η συζήτηση για όλα αυτά.

Έχετε σκοπό να ανοίξετε νέο κύκλο ερευνών;

Η έρευνα δεν σταματά και δεν πρέπει να σταματά ποτέ. Άλλωστε το βιβλίο απευθύνεται και στο σήμερα, υπό την έννοια ότι όταν ξεχνάμε τι ζήσαμε, αυτό θα έρθει να μας συναντήσει και πάλι. Αυτό που πρέπει να κάνει η έρευνα είναι να μη καταλήγει σε εύκολα συμπεράσματα με νοητικά άλματα.

Σημαντικό λοιπόν είναι να ανοίγει η κουβέντα για όλες αυτές τις περιπτώσεις, με νηφαλιότητα, με θεσμικά εργαλεία και με σοβαρότητα να διερευνηθούν και να δικαιωθούν -ή και να απορριφθούν κάποιες, αλλά με βάση την ειλικρίνεια και την τεκμηρίωση. Ελπίδα είναι να μιλήσουν και άλλοι, να μάθουμε και άλλες τέτοιες περιπτώσεις ή και να μιλήσουν όσοι το απέφυγαν σε αυτή τη φάση. Υπό αυτή την έννοια και ενόψει κάποιας μελλοντικής νέας έκδοσης του βιβλίου, αλλά και επειδή το ενδιαφέρον μου προφανώς δεν σταματά, ναι, η έρευνα συνεχίζεται.

Και θα ήθελα πραγματικά όποιος γνωρίζει περαιτέρω για τις υποθέσεις του βιβλίου και τους ανθρώπους που αναφέρονται ή άλλες, άγνωστες υποθέσεις, να επικοινωνήσει μαζί μου στο [email protected].

Βιογραφικό

Ο Δημήτρης Βεριώνης γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Καρέα.

Είναι απόφοιτος των τμημάτων Ελληνικός Πολιτισμός και Ευρωπαϊκός Πολιτισμός του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, καθώς και της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης.

Έχει αρθρογραφήσει στην εφημερίδα Εποχή, στο περιοδικό Historical Quest και άλλα έντυπα μέσα, έχει συμμετάσχει στο βιβλίο της Maxine Ventham «Spike Milligan: His Part In Our Lives»1 (Robson Books, Λονδίνο 2002) και έχει διατελέσει επί σειρά ετών πρόεδρος του Peter Sellers Appreciation Society και αρχισυντάκτης του περιοδικού PSAS Magazine.

Έχει κυκλοφορήσει πέντε δίσκους ως τραγουδοποιός, έχει πάρει μέρος σε πολλές συναυλίες και έχει γράψει μουσική για θέατρο.