Ο Χρήστος Καραγιάννης γεννήθηκε το 1892 στο χωριό Αγ. Τριάδα (Στεβενίκο) της Βοιωτίας. Ήταν βοσκός. Δεν πήγε σχολείο. Ήθελε, όμως. Γι’ αυτό το πήρε απόφαση και μόνος του έμαθε τα γράμματα. Το 1918 η πατρίδα τον κάλεσε «επί τα όπλα». Έζησε όχι έναν αλλά τρεις πολέμους. Πολεμούσε κι έγραφε ημερολόγιο. Ένα ημερολόγιο που το 1976 έγινε βιβλίο. Με το αυθεντικό «Το ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη 1918 – 1922» ανά χείρας, ο εγγονός του Χρίστος Παπαδάκης (Καραγιάννης), μοιράστηκε με το tvxs.gr την συναρπαστική ιστορία (Διαβάστε: Ένας στρατιώτης γράφει για τρεις πολέμους) και το αρχείο ενός βοσκού που έγινε στρατιώτης και μετά συγγραφέας. Η αφήγηση που ακολουθεί είναι δική του. Ο εγγονός για τον παππού, όπως αυτός τον γνώρισε…

Ads

Σπίτια γραπωμένα στα κατσάβραχα. Σμιχτά το ένα με το άλλο σαν μοιρολογίστρες. Οι αυλές ανύπαρκτες˙ μόνο μικρά κλιμακωτά επίπεδα που κρέμονταν μαζί με τις πουρναριές στην κατηφόρα. Κι όπου υπήρχε λίγος τόπος, φραζόταν με καυσόξυλα˙ κι οι τρακάδες σηκώνονταν ψηλά να φοβερίζονται οι χειμώνες. Ο καιρός… πάντα χαμηλά και πάντα νοτισμένος. Σταλάζανε τα σύννεφα, σταλάζανε τα κεραμίδια απ’ τα χαγιάτια, σταλάζανε τα αειθαλή και τα φυλλοβόλα. Ολόκληρο το χωριό ήτανε λες και στιβόταν˙ κι έβγαζαν νερό οι πετρότοιχοι, έβγαζαν τα αγκωνάρια και στραγγίζανε στα κατώφλια. Κομμάτια σύννεφο ξεκολλούσανε απ’ τη μάζα και πέφτανε κουκουλωτά στα στενοσόκακα. Και μέσα στη μουσκεμένη ομίχλη, δέντρα κι άνθρωποι εμφανίζονταν σαν μαύρα φαντάσματα. Σε τούτο το μέρος γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Χρήστος Ιωάννου Καραγιάννης.

image
Ο Χρίστος Παπαδάκης (Καραγιάννης)
 

Ένα βίντεο με εικόνες από τον τόπο του Χρήστου Καραγιάννη και από τα ιστορικά Επίκαιρα της εποχής. Το βίντεο συνοδεύεται από αφήγηση της γυναίκας του Χρήστου Καραγιάννη, Αθανασίας Καραγιάννη αλλά και από ανάγνωση αποσπασμάτων του ημερολογίου από τον κ. Χρίστο Παπαδάκη
 
Αγράμματο τσοπανόπουλο, που ποιος ξέρει ποια σπίθα πετάχτηκε απ’ τις στουρναρόπετρες που τον συντρόφευαν και του άναψε τη φλόγα για τη γνώση. Γράφει ο ίδιος στον πρόλογο του ημερολογίου του:
 
«Δεν θέλω να κάμω τόν συγγραφέα, που έλαβα το θάρρος και την τόλμη και εσημείωσα λεπτομερώς όλες τις στρατιωτικές περιπέτειες, διότι δυστυχώς ήμουν ένας αμόρφωτος και αγράμματος. Αλλά έτσι μου πέρασε από το φτωχό μυαλό μου, να φροντίσω να φορτωθώ επί πλέον από όλα τα απαραίτητα βάρη μου και τόσα άλλα δευτέρια και τετράδια. Ναι το παραδέχομαι κι ομολογώ, πως γεννήθηκα σε ένα ορεινό χωριό που πλησίαζε τους πρόποδες του κεντρικού όρους «Ελικών» και ονομάζεται «Στεβενίκο».
 
image
 
Ο Χρήστος Καραγιάννης δεν έχει αυταπάτες. Γνωρίζει την καταγωγή του και μαντεύει την εξέλιξή του. Γεννήθηκε φτωχός. Θα υπηρετήσει την πατρίδα του, θα ομολογήσει την πίστη του, θα φροντίσει την οικογένειά του και θα πεθάνει όπως γεννήθηκε˙ φτωχός. Είναι μοίρα του κι επιλογή του συγχρόνως.

Όμως, το αναφέρει σωστά. «Δεν θέλω να κάμω τον συγγραφέα…» γιατί τελικά, είναι συγγραφέας. Στο ημερολόγιό του δεν παρατηρούμε έναν απλοϊκό τρόπο γραφής. Δεν συναντούμε μια απαίδευτη σκέψη, πού -τάχα- τροφοδοτείται αποκλειστικά απ’ την μονοκόμματη ματιά του χωριάτη. Αντιθέτως˙ παρατηρούμε μια μαεστρία στο λόγο. Η εναλλαγή γεγονότων και συναισθημάτων, η αλληλουχία σκληρών πολεμικών εικόνων και ανθρώπινων συγκινητικών στιγμών, φανερώνει άνεση στον τρόπο γραφής. Ένα επί πλέον στοιχείο πού δείχνει την ικανότητά του, να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον κατά την ανάγνωση˙ είναι ο ενεστώτας χρόνος πού χρησιμοποιεί στο ημερολόγιο. Αυτό, είναι ένα ευφυές λογοτεχνικό τέχνασμα˙ γιατί ο αναγνώστης βιώνει την ίδια στιγμή με τον Καραγιάννη, και τα πάθη του και τα συναισθήματά του. Διαβάζοντας κανείς παρασύρεται, αγνοώντας -προς στιγμήν- ακόμα κι αν ο συγγραφέας επιζεί μέχρι τέλους. Επειδή ο Καραγιάννης δεν γράφει αποστασιοποιημένα ως παρατηρητής˙ ζει τα γεγονότα και τα ζούμε και μείς μαζί του. Διψάμε όταν διψάει κι υποφέρουμε με την αγωνία του.
 
image
 
Συχνά πυκνά κατά την αφήγηση, κάνει αναφορές σε γνωστές ρήσεις ή διανθίζει το κείμενο με τις αποκτημένες εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις. Για παράδειγμα: «… οι βραδυπορούντες Έλληνες μείναν στο πίσω μέρος φωνάζοντας απελπιστικά. «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω». ή «Σε μια γωνία και πάνω σ’ ένα πάγκο ήτανε τρία κορίτσια ομοιόμορφα -αρμενοπούλες- και παίζαν τα όργανα. Ίσως να είναι απ’ τις εννέα μούσες. Είναι λευκοντυμένες και στο χέρι τους είχαν από μια ταινία που είχε το χρώμα της αρμένικης σημαίας.»
 
Οι αναφορές αυτές δεν γίνονται κατά τρόπον επιδεικτικό˙ εντάσσονται στο κείμενο και ομογενοποιούνται, φανερώνοντας έτσι την ανάγκη του να δημιουργήσει ένα αξιόλογο έργο. Η άποψη  αυτή ενισχύεται και από τη φράση που κατά διαστήματα χρησιμοποιεί στο ημερολόγιο: «καλοί μου αναγνώστες». Που σημαίνει πως δεν έγραφε ένα ημερολόγιο που λειτουργούσε εκτονωτικά ή που θα βοηθούσε αργότερα τη μνήμη, αλλά ένα σύγγραμα πού ήξερε πώς κάποτε θα διαβαστεί.
 
Απευθύνεται λοιπόν σε μας˙ και με την αγάπη που τον διακατείχε συνδέεται κι επικοινωνεί μαζί μας. Είμαστε… οἱ καλοί του αναγνώστες. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι, ο Χρήστος Καραγιάννης κρατάει με πίστη και με αυταπάρνηση το ημερολόγιο. Λές κι ήταν εντελώς απαραίτητο να μιλήσει ο στρατιώτης και να διηγηθεί την ιστορία απ’ τη δική του τη μεριά. Κι ανέλαβε αυτός το χρέος. Μέσα στους χιλιάδες, ώστε να μάθουν οι επόμενοι. Γράφει σε κάποιο απόσπασμα:
 
«Στο αλογό μου έχω φορτώσει και αποσκευές αξιωματικών˙ και επειδή ο δρόμος είναι πολύ ἀνηφορικός το σιάγμα και το φορτίο λόγω της ανηφόρας γέρνουνε και πέφτει προς τα πίσω το βάρος και ζωρίζεται τ’ άλογο. Εν τω μεταξύ έχω κρεμάσει στο πίσω μέρος και το σακκίδιό μου όπου πιέζοντας το σιάγμα έσπασε το μπουκαλάκι μου με τη μελάνη και τα γιαλιά του μπουκαλιού τραυμάτισαν το λευκό αλογάκι μου στη γλουτιαία του περιοχή και τρέχει αίμα. Είναι αφάνταστη η στενοχώρια μου, γιατί δεν μούφτανε μόνο αυτό, αλλά έχω και το διοικητή των μεταγωγικών το Λοχία Βάρσο Χρήστο που με επιπλήττει κάθε λίγο και λιγάκι: «Εσύ με τα μελανοδοχεία σου, με το γράψιμο σου, δεν βαρέθηκες; Ακόμα δε σταματάς το γράψιμο; Γράφεις όρθιος, γράφεις περπατώντας. Γράφεις…  Αν πάθει τίποτα τ’ άλογό σου θα τιμωρηθείς και θα καταλογιστεί εις βάρος σου. Ευτυχώς όμως με 2 παγούρια νερό το έπλυνα και η πληγή του αλόγου μου ήτανε μικρή, ίσα ίσα ένα γρανζούνισμα. Αλλά τα αίματά του με κατατρόμαξαν». 
 
Κι αλλού:
 
«Κάθησα και γω λίγο σιωπηλός και μετά αποκρίθηκα στο λοχαγό. Αν επιτρέπεται κύριε λοχαγέ, μου λέτε πως τα περάσατε με τις επιχειρήσεις κι ο λόχος μας έχει πολλές απώλειες; Ο λοχαγός μου απάντησε: περίμενε κι έχεις καιρό να τα μάθεις όλα. Συμπλήρωσε ο ανθυπολοχαγός: Μη βιάζεσαι Καραγιάννη κι έχουν πολλά να γράψουν τα δεφτέρια σου ή μήπως βαρέθηκες και δεν συνεχίζεις το ημερλόγιό σου; Το συνεχίζω και θα το συνεχίσω μέχρι το θανάτο μου». 
 
Μέσα από το ημερολόγιο μέρα με τή μέρα, ανακαλύπτουμε όχι μόνο γεγονότα, μα και τον χαραχτήρα του Χρ. Καραγιάννη. Αρετές που σήμερα είναι -ίσως- λίγο ξεχασμένες, τότε ήταν νόμος στην καθημερινότητά του. Όχι μόνο επειδή ήταν ένας νομοταγής, αλλά επειδή πίστευε πώς ο άνθρωπος δίχως αρχές δεν εξελίσσεται και χάνει την ανθρωπιά του. Έτσι, θα σταχυολογήσουμε αποσπάσματα από το ημερολόγιο˙για να αισθανθούμε ό,τι πρέσβευε και να εννοήσουμε τη στάση του απέναντι στην πατρίδα, το καθήκον, την πίστη, τη συντροφικότητα, την πειθαρχία, τον πόλεμο, το έλεος, την τιμή˙ δηλαδή, απέναντι στη ζωή. Όλο το βιβλίο βρίθει από ανάλογα περιστατικά, κάνοντας δύσκολη την επιλογή˙ διότι το καθένα έχει την αξία του. Ας δεχτούμε όμως, ότι τα αποσπάσματα που θα αναφέρουμε είναι ενδεικτικά των προθέσεων και του σκεπτικου του Καραγιάννη˙ αν και με την αποκοπή τους -ενδεχομένως- να μειωθεί η ένταση της ροής του κειμένου.

Ads

Η λέξη καθήκον, διαφαίνεται από την πρώτη κιόλας πρόταση του ημερολογίου:
 
«Αφού η πατρίδα ήρθε στην ανάγκη να καλέσει στα όπλα μερικές ηλικίες…»

κι όταν πια μπαίνει στον πόλεμο η πειθαρχία -ανεξαρτήτως κόστους- είναι το ένδυμά του.
 
«Συμμορφώθηκα με τη διαταγή αμέσως, και πήγα στο άκρο δεξιό της διμοιρίας μου».
 
Όμως μέσα στην υπακοή, κρύβεται κάτι βαθύτερο˙ το φιλότιμο. Αναφέρει:
 
«Είμαι κρυωμένος κι από ντροπή μου δεν δήλωσα ασθενής, παρά έκατσα δυό ολόκληρες μέρες με πυρετό κι η αριστερή μου πλευρά με πονάει. Ίσως φουντώνει το παλιό μου κρυολόγημα πού είχα στη Ρωσσία στην ανατίναξη της γέφυρας. Την τρίτη μέρα με παρακίνησαν και οι συνάδελφοί μου και γράφτηκα ασθενής.»
 
Σε άλλη περίπτωση, ο λοχαγός του τον στέλνει μαζί με ένα ακόμη νεαρό και άπειρο στρατιώτη, σε μια δύσκολη αποστολή. Διαβάζουμε το απόσπασμα:
 
«…ο ταγματάρχης επιπλήττει τον λοχαγό μου, γιατί να στείλει μόνο δύο άντρες. Έπρεπε να στείλει περισσότερους γιατί μόνο 2 άνθρωποι, όσο ψύχραιμοι και νάναι οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Έτσι πάνω στο καυγά τους φτάσαμε και μείς και μόλις πλησιάσαμε στο συγκεντρωμένο τάγμα και πλησιάσαμε τους πρώτους άντρες ρωτούμε για το λόχο μας. Τότε έγινε μια οχλαγωγία από αξιωματικούς και στρατιώτες. Όλοι φωνάζουν: ήρθανε, ήρθανε κύριε Ταγματάρχα. Ο Ταγματάρχης ζήτησε να παρουσιαστούμε ενώπιόν του και μας ρώτησε πώς τά περάσαμε και αν εκτελέσαμε το καθήκον μας. Του διηγήθηκα με λεπτομέρειες όλη την ιστορία και μας είπε μπράβο και ένα, σας συγχαίρω. Μας ζήτησε το διοικητή του λόχου μας και του λέει: Κύριε Φωτόπουλε, δεν ξέρω τι θα κάνεις, θα προτιμήσεις καλύτερα ν’ αφήσεις και να πετάξεις το μπαούλο σου παρά ν’ αφήσεις τον Καραγιάννη πεζό. Θα τον βάλεις καβάλα στα μεταγωγικά σου γιατί είναι αρκετά κουρασμένος και τώρα θα γίνει το ξεκίνημα του τάγματος. Θα προσπαθήσω, απάντησε ο Φωτόπουλος. Δεν ξέρω πως τα κανόνισε και τα βόλεψε ο λοχαγός κι άφησε ένα γαϊδούρι, και με ζήτησε την ώρα πού επρόκειτο ν’ αναχωρήσουμε αλλά του είπα ευχαριστώ και δεν καταδέχτηκα, όλοι να πηγαίνουν πεζοί και γώ καβάλα». 
 
Σε πλείστα αποσπάσματα εκδηλώνεται η πίστη του στα χριστιανικά και στα πατριωτικά ήθη. Αναφέρουμε απ’ τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο:
 
«Μεγάλη Παρασκευή. Γυρίζοντας από τά γυμνάσια, βρήκαμε συσίτιο μαγειρεμένο καταψυγμένο κρέας. Όλοι οι συνάδελφοι στρωθήκανε σαν πάντα πεινασμένοι και παραπονούμενοι πως δε μας έφτανε η κουραμάνα. Και τη μέρα της Μ. Παρασκευής φάγανε, πού σά σήμερα κρεμάστηκε ο Ιησούς Χριστός επί ξύλου. Εγώ έχυσα το συσίτιό μου κρυφά!»

image
 
Διαβάστε:
Η επιστράτευση του 1918 και ιστορίες από την εκστρατεία στην Ουκρανία

 
Κι από την εκστρατεία στη Μικρά Ἀσία:
 
«Μετά από την επιστροφή μας στο πλοίο, μας πλησίασε μια βαρκούλα που όλο το φορτίο της ήταν ένας ιερεύς με την παπαδιά του που πήγαινε στη Σμύρνη. Ήρθανε στο πλοίο μας επιβιβαστήκανε και μας ακολουθούνε συνταξιδεύοντας για τη Μικρά Ασία-Σμύρνη. Μόλις δε έγινε αντιληπτός στους φαντάρους αυτός ο σεβάσμιος αντιπρόσωπος του Κυρίου Ιησού Χριστού, άρχισαν να φωνάζουν: Έξω ο παπάς, έξω ο παπάς. Θα μας βουλιάξει το πλοίο μας. Έξω. Οι αξιωματικοί δικαίως του λόγου λυσσάξαν οι άνθρωποι να μας βρίζουν, ζώα, γαϊδούρια πάψτε. Σφυρίζοντας με τις σφυρίχτρες τους για να σταματήσουν οι στρατιώτες και να επιβάλλουν την τάξη και τη σιωπή. Δυστυχώς, λίγοι από μας που ντρεπόμαστε, πέσαμε χάμω στο κατάστρωμα για να μη δούμε τίποτα και να μην ακούμε.»

image
 
Διαβάστε:
Η μεγάλη μάχη στο Σαγγάριο ποταμό 

 
Ο Καραγιάννης παρά την εμπειρία του στις μάχες, επέλεξε να ’ναι απλός στρατιώτης. Έτσι ήταν πάντοτε, κάτω από τις διαταγές οποιουδήποτε χαμηλόβαθμου στην ιεραρχία. Αναφέρει:
 
«Τον άφησα να λέει και να κάνει χρήση τοῦ βαθμοῦ του. Τι μικρό πράγμα είναι, κανείς να ’ναι λοχίας και να εκτελεί καθήκοντα επιλοχία!»
 
Προς το τέλος του πολέμου, μετά από δεκάδες επιχειρήσεις και δύσκολες αποστολές που του ανέθεταν, γράφει:
 
«Ποτέ μου δεν είχα βαρεθεί όλα τούτα τα χρόνια μου το στρατιωτικό. Σ’ οποιαδήποτε δουλειά κι αγγαρεία. Μα σαν σήμερα, μόλις μούπανε να ετοιμαστώ για την αγκαρεία μού κακοφάνηκε τόσο πολύ πού λές και με πηγαίνανε για το στρατοδικείο. Αλήθεια, τώρα παρατηρώ τον εαυτό μου και παραξενεύομαι. Νευριάζω, έγινα ένας ιδιότροπος στρατιώτης. Βασανίζομαι από μια άσκημη σκέψη. Έχω απογοητευθεί τελείως. Προσπαθώ μ’ όλη τη δύναμη να γίνω κείνος που ήμουν πρώτα, αλλά δύσκολα τα καταφέρνω. Είμαι μετανιωμένος που μούγιναν τόσες προτάσεις για να γίνω βαθμοφόρος κι όλες τις απέρριψα. Κι έτσι είμαι μετανιωμένος καθότι ο στρατός κατάντησε ένα σωστό επάγγελμα. Όσοι αγαπούσανε και ψοφάγανε για βαθμούς μα έστω και για 1 σαρδέλλα υποδεκανέα να έπαιρναν, πάλι ευχαριστημένοι θα ήταν. Αυτό από σειρά ετών, αν κι ήταν αγράμματοι σήμερα βρίσκονται άλλοι ανθυπολοχαγοί, άλλοι ανθυπασπιστές. Εν τέλει με μια αδιαθεσία και τεμπελιά ακολούθησα το λοχία μου και τους συνάδελφους και πήγαμε στην αποθήκη του ιματισμού.»
 
Παρότι έκανε πάντοτε το καθήκον του ως στρατιώτης και επιθετικά και αμυντικά˙ απεχθανόταν τους σκοτωμούς. Διαβάζουμε:
 
«Προχωρώντας προς το λόχο ανάμεσα στα αραιά σπίτια, μπροστά μου βρέθηκε μια μεγάλη συκιά και στη ρίζα της είχε πολλά χαμοκλάδια. Μέσα κει είναι κρυμμένος ένας στρατιώτης τούρκος. Ίσως νόμιζε πως τον είδα που καθόταν κρυμένος και φρόντισε να ετοιμάσει την κάνη του όπλου του προς την κατεύθυνση που πήγα για να με πυροβολήσει. Αλλά, προτού με χτυπήσει, τον χτύπησα εγώ κατάστηθα και το όπλο του έπεσε απ’ τα χέρια του. Άπλωσε τά πόδια του κεί μέσα και με κοίταζε παρακλητικά. Φοβήθηκε μήπως τον αποτελειώσω. Πήρα το μάουζερ το όπλο του και το χτύπησα στο έδαφος και έγινε 3 κομμάτια. Μόνο παρατήρησα πως με τη σφαίρα που του φύτεψα τον είχε βρεί στην πλάτη πιο πάνω απ’ τη μασχάλη κι από κεί τρέχει αίμα κι αυτό μ’ ευχαρίστησε γιατί είχε ελπίδες ζωής για την ανοησία του.»
 
Στα τέσσερα αυτά χρόνια της ζωής του Καραγιάννη στον πόλεμο˙ άλλοτε συναντούμε έναν ευφυή, δυναμικό κι ικανό στρατιώτη˙ κι άλλοτε βλέπουμε έναν πονόψυχο, γεμάτο συναισθήματα άνθρωπο. Μάλιστα τα εκφράζει δίχως το ψευδοδίλημμα της ντροπής είτε πρόκειται για συναθρώπους του, είτε πρόκειται για ζώα.
 
«Ήταν η σειρά μου να γεμίσω το παγούρι μου καθώς κι όλης της παρέας. Άρπαξα τα 6 παγούρια κι έτρεξα προς το κέντρο του χωριού που έτρεχε μια βρύση. Στο γυρισμό παρατήρησα 4 μουλάρια που ανήκουνε στην πολυβολαρχία του συντάγματός μας. Έχουν τραυματιστεί από τα εχθρικά πυρά, κι αχρηστεύθηκαν. Τα εγκατάλειψαν στο έλεος του Θεού χωρίς καμιά βοήθεια. Αχ τι κρίμα είναι! Μόλις με είδανε που στάθηκα λίγο να δω, χλιμιντρούνε παραπονιάρικα και κλαίνε. Τα δάκρυά τους τρέχουν άφθονα απ’ τα μάτια των ζώων. Σας το ορκίζομαι πως έκλαψα μαζί τους καλοί μου αναγνώστες.»
 
Κι αλλού˙ κατά την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρασία.
 
«Πιο έξω από το Κασσαμπά μέσα σε μια παράγκα βρήκαμε ένα σπίτι και μέσα μια οικογένεια χριστιανική που κάθεται απελπισμένη και κλαίνε με μαύρα δάκρυα. Μας είπαν ότι δεν πρόκειται να φύγουν από κεί. Θα μείνουμε δω, που να πάμε; Θα περιμένουμε το θάνατο. Το ξέρουμε πώς ο θάνατός μας θάνε φριχτός. Ήτανε 2 αντρόγυνα με 3 παιδάκια, 2 αγοράκια κι ένα κοριτσάκι. Φαίνεται πως είναι φτωχοί και στερούνται τα μέσα μετακίνησης για να φύγουν και να κατέβουν στη Σμύρνη, που εκεί σωριάζονται όλοι οι χριστιανοί. Τούτη την οικογένεια τη λυπήθηκα κατάκαρδα και μέσα σε αυτά τα λίγα λεπτά της ώρας έκλαψα μαζί τους.»

Την μεγαλύτερη απέχθεια ο Καραγιάννης δεν την εκδηλώνει για τον εχθρό, αλλά για κάποιους συμπολεμιστές του. Επιλέγω ένα από τα πιο ανώδυνα αποσπάσματα:
 
«Είναι ένας τύπος που ανήκει στον υπόκοσμο. Ένα ζώο που δεν αναφέρεται στη ζωολογία τίνος γένους είναι {…} Ο λοχαγός τον έχει ονομάσει κακιά πεθερά. Μια μέρα δεν είχα ασχολία σε Υπηρεσία μα ούτε κι αγγαρεία και καθώς βρισκόμουν πεσμένος με την κοιλιά μου κάτω απ’ τ’ αντίσκοινο κι έγραφα τα γεγονότα της μέρας, ο λοχίας είχε πάρει γραμμή τ’ αντίσκοινα της διμοιρίας˙ και σαν έφτασε στο δικό μου και μ’ είδε να γράφω, χωρίς να μου μιλήσει, έσκυψε και μου τράβηκε τα τετράδιά μου σκίζοντάς τα στα δύο λέγοντας: δεν σε χωνεύω σένα και μ’ αυτό το γράψιμο. Δεν βρήκε άλλο να μαλώσει, και μάλωνε με τα ρούχα του που φορούσε. Δεν χάνω καιρό, σηκώνομαι πάνω και του χώνω δυό γερά χαστούκια που το καπέλο του πήγε 3 μέτρα μακρυά.

Καθώς ήταν ο λόχος συγκεντρωμένος με τη φασαρία που κάναμε πεταχτήκανε έξω απ’ τ’ αντίσκοινα και οι πρώτοι που φτάσαν να μ’ εμποδίσουνε λέγανε, μη το λοχία μας Καραγιάννη και τούδιναν και καμμιά κλωτσιά κι έτσι έφυγε ευχαριστημένος. Και σαν πήγε στο λοχαγό να κάνει παράπονα, ο λοχαγός που εν τω μεταξύ είχε μάθει γιατί τον χτύπησα του λέει:δεν στάλεγα γω βρέ Πλατανιώτη ότι θα σε δείρουν οι αρβανίτες;
 
Χτές την ώρα πού ’σκασε η οβίδα ανάμεσα σε κάτι μαυρολίθαρα και σε μια πλαγιά, που ανεβαίναμε με άλματα και καθώς βρισκόμασταν πεσμένοι χάμω, μας βρήκε η οβίδα και δύο άντρες μας έγιναν κομμάτια και ο δυστυχισμένος ο Πλατανιώτης τραυματίστηκε σοβαρά. Δεν ήταν άλλος κοντά του εκτός από μένα και τραβήχτηκα με την κοιλιά μου και τούδωσα τις πρώτες βοήθειες. Και σήμερα συζητούν οι φαντάροι του λόχου και λένε πως οι σχέσεις μου με τον Πλατανιώτη, είναι σαν τη γάτα με το σκύλο. Τους έκανε εντύπωση πως περιποιήθηκα τον Πλατανιώτη. Τους απάντησα και γω πως όταν τον έδειρα ήταν άλλη ώρα κι όταν τον βοηθώ άλλη ώρα».
 
Είναι άξιον θαυμασμού, πως επέζησε ο συναισθηματικός κόσμος του Καραγιάννη μέσα σε ένα περιβάλλον, ποτισμένο απ’ την στρατιωτική νοοτροπία. Αργότερα σε ένα από τα σημειωματάριά του, γράφει:
 
«Ευρίσκομαι πάντοτες με θλιμμένη έκφραση»

Και στο ημερολόγιο αναφέρει χαρακτηριστικά:
 
«Δεν είμαι φίλος του ύπνου, ούτε της διασκέδασης, ούτε το κρασί αγαπώ. Εγώ αγαπώ το διάβασμα… το γράψιμο»

Κι αλλού:
 
«Την ώρα που γίνεται η παρέλαση, άρχισαν οι Έλληνες του Γαλατσίου να χτυπούνε τις καμπάνες των εκκλησιών και να υψώνουν ελληνικές σημαίες. Στρατιωτικοί και πολιτικοί επίσημοι του Γαλατσίου μας υποδέχονται με μεγάλο ενθουσιασμό. Μας κοπλιμεντάρουν για τη σιδηρά πειθαρχία μας και για το ελληνικό μεγαλείο. Μετά την παρέλαση μας δώσανε σπίτια και κάθε λόχος πήγε σπίτι του. Εγώ όπως πάντα είμαι μελαγχολικός. Ότι γίνεται δεν μου αρέσει. Όλα τα αηδιάζω. Δηλαδή τραγούδια, γλέντια, χαρές. Όλα αυτά δεν μου κάνουν καμμιά εντύπωση. Έχω μια κακή προαίσθηση. Μου φαίνεται πως θα τα βρούμε πιο άσχημα. Κάθε φαντάρος που βρήκε την ελευθερία του να βαδίζει όπου του αρέσει. Πολλοί πάνε στις ταβέρνες. Άλλοι με ύφος ήρωα πάνε για κανένα φουστάνι. Γυρεύω να βρω κάποιο κουρείο. Μετά από το κουρείο πάω στην παραλία που στολίζεται με πυκνά πεύκα τεράστια, μετρώντας τα σπίτια που γιορτάζουν την άφιξή μας. Έξω στα μπαλκόνια τους βγάλανε σημαίες.»

image

Διαβάστε:
Υποχώρηση από το μικρασιατικό μέτωπο και επιστροφή

 
Μετά τόσους μήνες μαχών, πείνας, κακουχίας και μοναξιάς˙ ήρθε η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου. Ο Καραγιάννης είναι πια ένα έρμαιο.
 
«Για μένα τώρα είναι αργά. Πούθε να πάω; Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα. Μ’ όλη μου την εξαντλημένη δύναμη προσπαθώ να συγκεντρωθώ. Μια αποφασίζω και θέλω να πεθάνω και μια δεν θέλω να πεθάνω. Αγωνιώ αφάνταστα. Αποφάσισα να περάσω λίγο πιο δεξιά από την πυρωμένη πόλη και σε λίγη ώρα κατώρθωσα να φτάσω μερικούς βραδυπορούντες που ήτανε άλλοι άρρωστοι κι άλλοι ελαφριά τραυματισμένοι.
 
Άφησα πιο πίσω πολλούς, σαν και μένα, στην ίδια μοίρα. Σαν απομακρυνθήκαμε από την πόλη και κάναμε πιο δεξιά είχα περάσει μερικά χιλιόμετρα που ο ήλιος μας έκαιγε και το στόμα μας από τη δίψα. Τα πόδια μου γίναν βαριά και δεν μπορῶ να τα σηκώσω πλέον. Ζαλίστηκα  κι έπεσα κατά μεσής του δρόμου  στον ίσκιο μιας βελανιδιάς και περίμενα με ευχαρίστηση το θάνατο. Δεν ξέρω και γω πόσα λεπτά της ώρας θα κοιμήθηκα μα ίσως και καθόλου και ξαφνιάστηκα που με ξύπνησε μια ελαφριά λαχτισιά ενός άγνωστου συναδέλφου μου, που περνούσε τρομαγμένος και μου λέει σήκω συνάδελφε γιατί μας φτάσαν οι κιαρατάδες. Άφησέ μου του λέω συνάδελφε είμαι άρρωστος και δεν μπορώ. Επέμενε ο άγνωστος αυτός συνάδελφος, σήκω μου λέει ξανά γιατί αν περάσει το δικό μας ιππικό που τους καθυστέρησε σε μια αντεπίθεση και φύγει θα μας σουβλίσουν με τα κοντάρια τους. Μα δεν μπορώ, δεν έχω κουράγιο. Σώθηκε η καρδιά μου του ξανά είπα αλλά φύγε και γω είμαι αποφασισμένος. Όχι μου λέει δεν θα σε αφήσω. Θα σε βοηθήσω εγώ δεν έχεις τίποτα, μόνο έχει λυθεί ο οφαλός σου. Και γονάτισε δίπλα μου αυτός ο Σωτήρας και μου πέρασε το ζωνάρι του στη μέση μου. Μου μάζεψε την κοιλιά μου και με ένα καλό σφύξιμο που μούκανε, αμέσως αισθάνθηκα μια ανακούφιση. Μ’ έπιασε με τα 2 του χέρια και με σήκωσε. Τότε έστριψα το κεφάλι μου προς τα πίσω κι είδα πως όλος ο κάμπος του Ουσάκ είχε γεμίσει καβαλλαρία, από Τούρκους κι Έλληνες που αλληλοσπαράζονται. Αυτός ο θεάνθρωπος ο συνάδελφος που βρέθηκε μπροστά μου και με πήρε από το χέρι και με πήγε αρκετό διάστημα κι αφού είδε πώς ανέκτησα τις δυνάμεις μου, με χαιρέτησε διά χειραψίας και με άφησε χωρίς να μου πει το όνομά του. Αφού συνήλθα άρχισα να αγαπάω τη ζωή μου κι η αγάπη της ζωής ξαίρετε καλοί αναγνώστες μου είναι το δυνατότερο αίσθημα από κάθε άλλο.
 
Θα κλείσω, με τον επίλογο του ημερολογίου, πού έχει αφαιρεθεί τελείως στην έκδοση του «Κέδρου». Λέγεται «εις το πτωχηκό μου».
 
EΙΣ  ΤΟ  ΠΤΩΧΗΚΟ  ΜΟΥ
 
Αφού έδωσεν ο Θεός την ημέραν της 23ης Σεπτεμβρίου 1922 αποχαιρέτισα τον συνάδελφον και πατριώτην μου. Ακόμα καλλά καλλά δεν είχε ξημερώσι, ήτανε ακόμη θαμπά που εύθασα και καρτερούσα να πάρω το τραίνο της Λαρήσης. Και στη 1.μ.μ. αποβιβάσθηκα εις το σιδηροδρομικό σταθμό Μαμούρας ή Αλκωμενής. Και μετά δύο ώρες εύθασα εις μία περιοχή του χωρίου μας που ονομάζεται Πότζια. Και εκεί υπείρχανε μερικές ομάδες εργάτριες που ήτανε η εποχή που συλέγουνε τα βαμβάκια. Και σαν με είδανε να ξεμυτίσω πέταξαν όλες οι εργάτριες και η κυρίες των και έτρεξαν προς το δρόμο για να με συναντίσουνε και να ερωτούνε για τους δικούστων ανθρώπων. Απ’ όλες αυτές που τρέχανε με όλην την καρδιά και διάθεσι, πρώτα πρώτα κατεύθασε μία γυναίκα που κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά της ένα κοριτσάκι και μόλις με πλησίασε -που βέβαια και εγώ έμεινα ακλόνιτος και κατά μεσής του δρόμου-, έμπιξε μία φωνή συνάμα δε και κλάματα και σαν εύθασε κοντά μου έφερε την μικρούλα της θηγατέρα εις το αριστερό της χέρι και με το δεξί της χέρι με αγκάλιασε και με έβρεξε από αύθωνα δάκρυα. Ήτανε η γυναίκα μου η πτωχή που ξενοδούλευε με το δεύτερο παιδί της μαζί, την Βασιλικούλα. Με ακολούθησεν και σε μισή ώρα φθάσαμε στο αγαπημένο μου χωριό στο Στεβενίκω. Τώρα ευρίσκομαι άρρωστος και με άνευ υλικής αξίας. Ευρίσκομαι ως ναυαγός με μόνην την ανήκανη ζωήν μου στερούμενος των πάντων.
 
Ω ουρανέ Πατέρα μου
και γης μάνα γλυκειά μου
να μην τα πάθη άλλος κανείς
τα πάθη τα δικά μου.

 
Χρήστος Ι. Καραγιάννης
 
 
«Η αληθινή ιστορία της ιστορίας ενός στρατιώτη»
 
Δυστυχώς, το σεβαστικό έργο του Χρήστου Καραγιάννη, ήρθε εις γνώσιν του Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή˙ ο οποίος επενέβη στο πρωτότυπο κείμενο, κατά τρόπον ώστε να αλλοιωθεί το ύφος και το ήθος του συγγραφέα. Το νέο βιβλίο εξεδόθη από τις εκδόσεις «Κέδρος», με τον τίτλο: «Η ιστορία ενός στρατιώτη». Στους υπευθύνους των εκδόσεων Κάτια Λεμπέση και Ευάγγελο Παπαθανασόπουλο, γνωστοποιήθηκε αμέσως η ύπαρξη του γνήσιου κειμένου και δηλώθηκαν οι νόμιμοι κάτοχοι των πνευματικών δικαιωμάτων. Οφείλουμε να καταθέσουμε, ότι πριν προβούμε σε οποιαδήποτε ενέργεια, έγινε προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικῆς λύσης. Η πρόταση ήταν συγκεκριμμένη: η επιμέλεια να σεβαστεί απολύτως το αυθεντικό κείμενο, να εμπλουτιστεί η έκδοση με φωτογραφικό και εικαστικό υλικό, να συνοδευτεί από τα ιστορικά σχόλια του Δρακονταειδή και να εκδοθεί από τις εκδόσεις «Κέδρος». Αυτό έγινε με γνώμωνα την ανάδειξη της πραγματικής «εικόνας» του Χρ. Καραγιάννη και όχι επειδή υπάρχουν νομικά «κενά».

Μέσα όμως στη γενική σύγχυση που επικρατεί στη χώρα μας, γίνεται εύκολα πιστευτό ότι, οι ισχυροί κι επώνυμοι βρίσκονται στο απυρόβλητο. Οπότε οι εκδόσεις «Κέδρος», προχώρησαν στη διάθεση του βιβλίου μέσω του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου, ώστε να το καθιερώσουν. Εγείρεται ένα ερώτημα: για ποιο λόγο ο Δρακονταειδής, σπατάλησε τόσο χρόνο για την εκ νέου συγγραφή του ημερολογίου; Υπάρχουν έγκυρες μαρτυρίες, οι οποίες αναφέρουν ότι αρχικώς το παρουσίασε ως δικό του έργο˙ υποθέτοντας πως μετά τόσα χρόνια κανείς δεν θα υπάρχει για να ενδιαφερθεί. Κατόπιν όμως αναγκάστηκε να ανασκευάσει˙ διότι το «Ημερολόγιον 1918-1922», ήταν γνωστό στους κύκλους των γραμμάτων. Έτσι το βιβλίο αποδόθηκε στον Χρήστο Καραγιάννη˙ ενώ ευκόλως εννοούμε, ότι στις σελίδες του καθρεπτίζεται το προσωπικό ύφος του Δρακονταειδή.

Επειδή ένα ημερολόγιο είναι το αποτύπωμα του χαραχτήρα του συγγραφέα του, κατά την άποψή μας, και η μηδαμινή αλλαγή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή και εξονύχιση. Τώρα βρισκόμαστε ενώπιον μιας συντελεσμένης πράξης που θίγει πολλαπλώς τόν πολιτισμό μας. Πιστεύουμε όμως, ότι θα αποκατασταθεί «η μνήμη» ενός αγνού πατριώτη, ώστε ο Χρήστος Ι. Καραγιάννης που επέζησε τριών πολέμων να μην «δολοφονηθεί» μετά θάνατον.
 
«φίλοι διάσωσης και διάδοσης του έργου του Χρήστου Καραγιάννη»
 
Διαβάστε σχετικά: 
Ο εγγονός του Καραγιάννη καταγγέλλει παραποίηση του ημερολογίου στην έκδοση του Κέδρου – Τι απαντά ο εκδοτικός οίκος