Μορφή σαγηνευτική και μοιραία, αλλά ταυτόχρονα και το κορίτσι που θα ήθελες να βρίσκεται στην διπλανή σου πόρτα. Γλυκιά και μυστηριώδης, με υπέροχα μάτια, η Άννα Καρίνα (Anna Karina: 22 Σεπτεμβρίου, 1940 – 14 Δεκεμβρίου, 2019), όρισε μία κινηματογραφική εποχή και υπήρξε για πολλούς το πρόσωπο της Νουβέλ Βαγκ.

Ads

Με τα πλάνα κομμένα και ραμμένα στα πελώρια μάτια της, επιμελημένη να παραπέμπει στο «φιζίκ» των μοιραίων γυναικών του βωβού κινηματογράφου που κυριάρχησαν τις δεκαετίες του ’20 και του ΄30, η Δανέζικης καταγωγής, Γαλλίδα ηθοποιός, καθηλώνει με ευκολία τους θεατές, καθώς κινείται μέσα στο χαμηλόφωνο, φλεγματώδες σύμπαν της και αναδεικνύεται στη μούσα, όχι μόνο του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, αλλά κι ενός ολόκληρου κινηματογραφικού κινήματος.

Η Άννα Καρίνα, γεννήθηκε στις 22 Σεπτέμβρη του 1940 στην Κοπεγχάγη της Δανίας. Η μητέρα της είχε μαγαζί με ρούχα, ενώ ο πατέρας της, που ήταν πλοίαρχος, εγκατέλειψε την οικογένειά του έναν χρόνο μετά τη γέννησή της. Η Άννα έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, τα οποία η ίδια περιγράφει ως «τρομερά», χρόνια στα οποία έκανε αμέτρητες προσπάθειες για να το σκάσει από το σπίτι της.

Τα πρώτα της δειλά επαγγελματικά βήματα έγιναν στην πατρίδα της, όπου τραγουδούσε σε καμπαρέ και δούλευε ως μοντέλο. Στα 14 της εμφανίστηκε σε μια δανέζικη ταινία του Iμπ Σέντες (Ib Schmedes), η οποία μάλιστα βραβεύτηκε στις Κάννες. Παράλληλα, σπούδαζε χορό και ζωγραφική, και μάλιστα για ένα διάστημα ζούσε πουλώντας τους πίνακές της.

Ads

image

Το 1958, λίγο προτού συμπληρώσει τα 18 της χρόνια, έφυγε από το σπίτι της και μετακόμισε στο Παρίσι, όπου ο πρώτος καιρός ήταν πάρα πολύ δύσκολος. Για βδομάδες ολόκληρες προσπαθούσε να ζήσει με τον οποιοδήποτε τρόπο. Σχεδόν πεινούσε και μιλούσε ελάχιστα γαλλικά. Αλλά κάποια στιγμή, στις αμέτρητες περιπλανήσεις της βρέθηκε στο θρυλικό καφέ που σύχναζε ο Ζαν Πολ Σαρτρ. Εκεί την πλησίασε η Κατρίν Αρλέ και της ζήτησε να βγάλει κάποιες φωτογραφίες για το περιοδικό μόδας «Jours De France».

Αυτή ήταν απλώς και μόνο η αρχή. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, η Άννα Καρίνα καθιερώθηκε στον χώρο της διαφήμισης και ο δρόμος για τη μετέπειτα σπουδαία καριέρα της ήταν πλέον ορθάνοιχτος. Ο επόμενος σταθμός ήταν το διάσημο περιοδικό «Elle», όπου γνωρίστηκε με τη Κοκό Σανέλ, στην οποία εκδήλωσε την έντονη της επιθυμία να γίνει ηθοποιός. Κι έπειτα άρχισε να κάθεται με τις ώρες και να βλέπει γαλλικές ταινίες με άπειρες επαναλήψεις, ώσπου έμαθε και τη γλώσσα και εξοικειώθηκε και με τον γαλλικό κινηματογράφο.

Μερικές από τις σπουδαιότερες συνεργασίες του ήταν το «Le Petit Soldat» (1960), το «Une femme est une femme» (1961), το «Vivre sa vie» (1962) και το «Alphaville» (1965). Το 1961, με την ερμηνεία της στην ταινία «A Woman Is a Woman», κέρδισε την Αργυρή Άρκτο Καλύτερης Ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, όντας η νεότερη ηθοποιός που κερδίζει το συγκεκριμένο Βραβείο.

Στο διάστημα 1960 – 1966, η Καρίνα πρωταγωνίστησε σε επτά ταινίες του Γκοντάρ, ξεκινώντας από το «Le Petit Soldat» του 1960 και το «Μια Γυναίκα Είναι Γυναίκα» την ίδια χρονιά. Τα «Ζούσε τη Ζωή της» (ίσως η καλύτερη ερμηνεία της σπουδαίας καριέρας της), «Bande à part», «Ο Τρελός Πιερό», «Made in USA» και «Αλφαβίλ», έχουν μείνει ανεξίτηλα έως σήμερα.

Ο χωρισμός της με τον Γκοντάρ, κάθε άλλο παρά αποτέλεσε εμπόδιο για τη μετέπειτα καριέρα της. Στη συνέχεια δούλεψε με τον Ιταλό νεο-ρεαλιστή σκηνοθέτη, Βαλέριο Ζουρλίνι στο πολεμικό δράμα για τον ‘Β Παγκόσμιο Πόλεμο, «Le Soldatesse» του 1965. Η ταινία απαγορεύτηκε από το Γαλλικό Υπουργείο Ενημέρωσης, μέχρι που Γκοντάρ και Σαμπρόλ έκαναν διαβήματα διαμαρτυρίας με μανιφέστο ενάντια στην απαγόρευση, πετυχαίνοντας την άρση της.

Έχοντας πλέον καθιερωθεί στη Γαλλία, η Άννα απλώνει τα φτερά της και έξω απ’ τη χώρα. Στα επόμενα χρόνια η φήμη της εξαπλώνεται σε όλο το κόσμο, καθώς δουλεύει με κάποιους από τους μεγαλύτερους ανά τον κόσμο σκηνοθέτες – Λουκίνο Βισκόντι («O Ξένος»), Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ («Chinese Roulette»), Ζακ Ριβέτ («La Religieuse»). Το 1973 θα κάνει την πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα στην ταινία «Vivre Ensemble», στην οποία θα έχει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Θα ακολουθήσει η συμμετοχή της στην ταινία του Φασμπίντερ «Κινέζικη Ρουλέτα» το 1976 και στη συνέχεια, πολλή τηλεόραση, αλλά και θέατρο. Όσο για τη δεκαετία του ’80, η μεγαλύτερή της κινηματογραφική επιτυχία ήταν το «Νησί του Θησαυρού», του Χιλιανού σκηνοθέτη Ραούλ Ρουίθ. Στα πιο πρόσφατα χρόνια, οι εμφανίσεις της είχαν πια το χαρακτηριστικό της συμβολικής της συμμετοχής.

Εμφανίστηκε το 1995 στη ταινία του Ζακ Ριβέτ «Up Down Fragile», όπως και στην ταινία του Τζόναθαν Ντεμ, «Η Αλήθεια για τον Τσάρλι» το 2002. Τέλος, το 2007 έγραψε και σκηνοθέτησε ένα μουσικό φιλμ δρόμου, το «Victoria», στην οποία πρωταγωνίστησε η ίδια. Η Άννα Καρίνα, απεβίωσε στις 14 Δεκεμβρίου του 2019 σε ηλικία 79 ετών, αλλά για όσους αγαπούν την Έβδομη Τέχνη, θα ζει για πάντα, μέσα από το έργο της.

«Ζούσε τη Ζωή της» (Vivre sa vie / My Life to Live – 1962) του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Έχοντας εκδιωχθεί από το διαμέρισμά της, η Νανά (έμμεση αναφορά στον Εμίλ Ζολά) θέλει αρχικά να γίνει ηθοποιός. Πηγαίνει λοιπόν στον κινηματογράφο και παρακολουθεί την κλασσική βωβή ταινία «Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ» του Καρλ Ντράγιερ. Ωστόσο η αποτυχία της στον χώρο του σινεμά την ωθεί στην «εύκολη λύση» της πορνείας. Αναζητώντας την ευτυχία μακριά από τον σύζυγο και το παιδί της, η Νανά (Άννα Καρίνα) βρίσκει μια ψευδαίσθηση ελευθερίας στα πεζοδρόμια του Παρισιού. Η ταινία μας παρουσιάζει σταδιακά αλλά και μεθοδικά, το πέρασμα της ηρωίδας από την ευκαιριακή, «ερασιτεχνική» εκπόρνευση, στην επαγγελματική πορνεία, καταγράφοντας μια σειρά από διαδοχικές στιγμές αυτής της πορείας. Πιστεύοντας ότι μπορεί να «δανείζει» το κορμί της στους άλλους χωρίς να χάσει την ψυχή της, η Νανά διεκδικεί να κερδίσει την ελευθερία της, μέσα από την εκπόρνευση. Η πραγματικότητα, όμως, θα τη διαψεύσει. Κι αυτό διότι, όπως είναι αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα θα πέσει στα χέρια ενός προαγωγού, ενώ παράλληλα γνωρίζει κι έναν άντρα ο οποίος θα την ερωτευθεί…

image

Ο Γκοντάρ, συνδυάζει εδώ μοναδικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και μας παρουσιάζει ένα υπέροχο δείγμα γραφής, ενός κινηματογραφικού ρεύματος, που έμελλε να αλλάξει για πάντα, την σύγχρονη ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Tο «Ζούσε τη Ζωή της» δεν είναι απλά οι γυμνοί τοίχοι του Παρισιού, που κινηματογραφούνται έξοχα στο ασπρόμαυρο φιλμ από τον φωτογράφο Pαούλ Kουτάρ, ούτε μόνο το σχεδόν μαγικό πρόσωπο της Aννας Kαρίνα που λάμπει διαρκώς. Είναι όλα αυτά μαζί, ενώ ταυτόχρονα ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ μας εισάγει στον μοναδικό κόσμο του. Έναν κόσμο προσωπικής σκέψης που μέσα από τη δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη και τις συνεχείς αναφορές και παραπομπές, παίζει ένα διαρκές κρυφτό με τον θεατή, από τον οποίο σχεδόν απαιτεί να συνεχίσει να παρακολουθεί το έργο.

H δομή της ταινίας αποτελείται από δώδεκα αποσπασματικές ενότητες – με μεσότιτλους στη αρχή τους – οι οποίες μοιάζουν με στατικές εικόνες. Πόζες που αποκτούν κίνηση και λόγο. Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν. Μπαίνουν και βγαίνουν ελεύθερα στο κάδρο και ο Γκοντάρ δεν διστάζει να τους κινηματογραφεί με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα. Συνδυάζοντας μοναδικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και εγγράφοντας το προσωπικό δράμα της ηρωίδας σ’ έναν ευρύτερο κοινωνικό και φιλοσοφικό προβληματισμό, ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει ένα πραγματικό αριστούργημα και μία από τις πιο αντιπροσωπευτικότερες ταινίες του γαλλικού Νέου Κύματος.

«Ο Τρελός Πιερό» (Pierrot Le Fou – 1965) του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Εδώ και μερικά χρόνια, ο Φερντινάν βρίσκεται εγκλωβισμένος σ’ έναν γάμο που τον βοήθησε στην κοινωνική του ανέλιξη, αλλά τον έχει βυθίσει στην ανία. Η τυχαία συνάντησή του με τη Μαριάν Ρενουάρ – έναν παλιό του έρωτα – είναι απλά η αφορμή που έψαχνε, για να αποτινάξει τα δεσμά του και να αποδράσει μαζί της προς άγνωστη κατεύθυνση. Αφού σβήσουν τα ίχνη τους και απομονωθούν σαν σύγχρονοι ναυαγοί, οι δύο νέοι θα εξασφαλίσουν τα προς το ζην με τα πιο απίθανα κόλπα, φτάνοντας μέχρι τον γαλλικό νότο. Εκεί όπου θα λάβει χώρα το οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών…

image

Πειραματισμός, νεωτερισμός και αντισυμβατικές ιδέες εκφράζονται με έντονα χρώματα και φίλτρα. Εκρηκτικός και αυθόρμητος «Ο Τρελός Πιερό», είναι ένα ιδιαίτερο road trip χωρίς γεωγραφική αφετηρία και τέλος. Ένα φιλμ μπολιασμένο με ιδέες και επίκαιρους σχολιασμούς αλλά βέβαια κι εδώ δεν ακολουθούνται οι συνήθης φόρμες. Μια καλλιτεχνική ματιά σε αιώνια και αναπάντητα ερωτήματα. Ο υλισμός και ο πολιτισμός, η έλλειψη επικοινωνίας και οι αρχετυπικές ασυμβατότητες των δύο φύλων, απασχολούν για ακόμη μία φορά τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ.

«- Γιατί υπάρχει αυτό το απόσπασμα για τον Βελάσκεθ;
– Είναι το θέμα. Ο ορισμός της ταινίας. Ο Βελάσκεθ στο τέλος της ζωής του δε ζωγράφιζε πλέον, συγκεκριμένα πράγματα. Το ξαναλέει ο Μπελμοντό όταν μιμείται τον Μιμόν: δεν πρέπει να περιγράφουμε τους ανθρώπους, αλλά αυτό που υπάρχει ανάμεσά τους. Πριν από δυο – τρία χρόνια είχα την εντύπωση ότι τα πάντα είχαν γίνει στον κινηματογράφο, ότι δεν έμενε τίποτα να κάνουμε. Γύρισαν το “Ιβάν ο Τρομερός”, “Ο Άρτος Ημών ο Επιούσιος”. Μας έλεγαν να κάνουμε ταινίες πάνω στο πλήθος, αλλά το “Πλήθος” είχε γίνει, γιατί να το ξανακάνουμε; Με λίγα λόγια, ήμουν απαισιόδοξος. Μετά τον “Τρελό Πιερό” δεν έχω πια την ίδια εντύπωση των πάντων. Ναι. Πρέπει να κινηματογραφήσουμε, να μιλήσουμε για τα πάντα. Όλα μένουν να γίνουν.» – Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

«Αλφαβίλ» (Alphaville – 1965) του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Στον κόσμο της Αλφαβίλ ο χρόνος και ο χώρος είναι σχετικά. Η χιονισμένη νύχτα στην μία άκρη της πόλης συνορεύει με το ηλιόλουστο θέρος της άλλης, ενώ η Νέα Υόρκη και το Τόκιο βρίσκονται σκορπισμένα στις μακρινές γωνιές του σύμπαντος. Οι άνθρωποι φέρουν τον προσωπικό τους κωδικό στον λαιμό, θυμίζοντας πειραματόζωα και επαναλαμβάνουν προγραμματισμένες κοινωνικές συμπεριφορές. Ένα πολύπλοκο σύστημα ηλεκτρονικών νευρώνων επιβλέπει τα πάντα, επεμβαίνει και ανακρίνει.

image

Το κλάμα και το γέλιο απαγορεύονται και οι αντιφρονούντες εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες, στις πλατείες θεάτρων και σε εσωτερικές πισίνες. Ένας ιδιόμορφος ιδιωτικός ντετέκτιβ (Eddie Constantine) προσπαθεί να ανακαλύψει τι απέγινε ο προκάτοχος του (Akim Tamiroff), μία σκοτεινή femme fatale (Anna Karina) κι ένα μυστήριο προς εξιχνίαση, αποτελούν τα κεντρικά κομμάτια ενός παζλ που ζητά απεγνωσμένα – αλλά όχι μάταια – τη λύση του.

Ο πατέρας της Νουβέλ Βαγκ, Ζαν Λυκ Γκοντάρ, έχοντας στη διάθεσή του τρεις σπουδαίους ηθοποιούς – Eddie Constantine, Anna Karina, Akim Tamiroff – μας παρουσιάζει με το γνωστό ανατρεπτικό του στιλ, το θρυλικό “Αλφαβίλ” (Alphaville – 1965). Ένα μοναδικό φουτουριστικό φιλμ, που ενώ αρχικά δείχνει τόσο διαφορετικό από την υπόλοιπη φιλμογραφία του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη, σταδιακά και καθώς το αποκωδικοποιούμε καρέ καρέ, βλέπουμε όλες εκείνες τις αρετές που διέπουν τον κινηματογράφο του Γκοντάρ, ενώ ως συνήθως, υπογράφει και το πολύ καλό σενάριο της ταινίας. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το φιλμ προβλήθηκε το 1965 στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου και απέσπασε την Χρυσή Άρκτο.