Με αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος κινδυνεύουν όσοι κοιμούνται λίγες ώρες το βράδυ (κάτω από έξι) αλλά και αυτοί που κοιμούνται πολύ (πάνω από εννέα), σύμφωνα με μια νέα αμερικανο-βρετανική επιστημονική έρευνα. Αυτό ισχύει ακόμη και για όσους δεν καπνίζουν, ασκούνται και δεν έχουν γενετική προδιάθεση για καρδιαγγειακή νόσο.

Ads

Για την έρευνα, στην οποία επικεφαλής ήταν η επίκουρη καθηγήτρια φυσιολογίας Σελίν Βέτερ του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, αναλύθηκαν γενετικές πληροφορίες, συνήθειες ύπνου και ιατρικά αρχεία 461.000 ανθρώπων ηλικίας 40 έως 70 ετών, οι οποίοι δεν είχαν ιστορικό εμφράγματος και παρακολουθήθηκαν για επτά χρόνια.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, σε σχέση με όσους κοιμούνταν έξι έως εννιά ώρες, εκείνοι που κοιμούνταν λιγότερες από έξι ώρες, είχαν κατά μέσο όρο 20% μεγαλύτερη πιθανότητα εμφράγματος, ενώ όσοι κοιμούνταν πάνω από εννέα ώρες, είχαν 34% μεγαλύτερο κίνδυνο.

Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος αποκλίνει από τη διάρκεια των έξι έως εννέα ωρών, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος εμφράγματος. Για παράδειγμα, άνθρωποι που συνήθως κοιμούνται πέντε ώρες τη νύχτα, έχουν 52% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφράγματος σε σχέση με όσους κοιμούνται επτά έως οκτώ ώρες, ενώ για όσους κοιμούνται δέκα ώρες, ο κίνδυνος είναι διπλάσιος σε σχέση με όσους κοιμούνται επτά έως οκτώ ώρες.

Ads

«Η νέα μελέτη παρέχει ισχυρή απόδειξη ότι η διάρκεια του ύπνου αποτελεί παράγοντα κλειδί για την υγεία της καρδιάς, πράγμα που ισχύει για τον καθένα. Όπως η σωματική άσκηση και η υγιεινή διατροφή μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, το ίδιο μπορεί και ο ύπνος», δήλωσε η δρ Βέτερ.

Όταν οι ερευνητές μελέτησαν μόνο τους ανθρώπους με γενετική προδιάθεση για καρδιοπάθεια, βρήκαν ότι όσοι κοιμούνταν ούτε λίγο ούτε πολύ, αλλά έξι έως εννέα ώρες τη μέρα, είχαν μειωμένο κίνδυνο εμφράγματος κατά 18%.

«Είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα ότι, άσχετα με τον κίνδυνο που έχει κανείς κληρονομήσει για έμφραγμα, όταν κοιμάται φυσιολογικά, μπορεί να μειώσει αυτό τον κίνδυνο, όπως όταν τρώει υγιεινά, δεν καπνίζει και γενικά προσέχει τον τρόπο ζωής του», δήλωσε ο ερευνητής Ίας Ντάγκλας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.

Η σχετική δημοσίευση έγινε στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας «Journal of the American College of Cardiology».