Λένε ότι «είμαστε αυτό που τρώμε». Μια νέα επιστημονική μελέτη έρχεται να προσθέσει πως, επίσης… «μιλάμε αυτό που τρώμε». Και, συνεπώς, μια καταλυτική αλλαγή στην τροφή μας, μπορεί να αλλάξει και τον τρόπο ομιλίας μας.

Ads

Αυτό υποστηρίζει μια ομάδα γλωσσολόγων στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, η οποία χρησιμοποιεί βιο-μηχανικές και γλωσσικές αποδείξεις που τεκμηριώνουν, ότι η Γεωργική Επανάσταση πριν από 10.000 χρόνια, συνετέλεσε καταλυτικά στο να αρχίσει ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί φθόγγους όπως το «β» και «φ».

Η βασική ιδέα αυτής της άποψης είναι, όπως σημειώνει το National Geographic, ότι η γεωργία εισήγαγε μια σειρά από πιο μαλακές τροφές στην ανθρώπινη διατροφή, τα οποία μετέβαλλαν τον τρόπο που τα δόντια και η γνάθος αναπτύσσονταν με την ηλικία, καθιστώντας πιο εύκολη την εκφορά αυτών των φθόγγων.

«Ελπίζω ότι η μελέτη μας θα οδηγήσει σε μια ευρύτερη συζήτηση πάνω στο γεγονός, ότι τουλάχιστον ορισμένες πτυχές της γλώσσας και της ομιλίας – και επιμένω, μερικές – πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως αντιμετωπίζουμε άλλες πολύπλοκες ανθρώπινες συμπεριφορές, τοποθετώντας το ζήτημα μεταξύ βιολογίας και κουλτούρας», λέει ο επικεφαλής της συντακτικής ομάδας της μελέτης, Ντάμιαν Μπλάσι.

Ads

Εάν επιβεβαιωθεί, η μελέτη θα είναι από τις πρώτες που δείχνουν ότι μια πολιτισμική αλλαγή η οποία επέδρασε στην ανθρώπινη βιολογία, άλλαξε τη γλώσσα. Ο Μπλάσι και οι συνάδελφοί του τονίζουν ότι οι αλλαγές στη φθορά των δοντιών δεν εγγυώνται αλλαγές στη γλώσσα, ούτε αντικαθιστούν άλλες δυνάμεις που συνεπιδρούν. Υποστηρίζουν απλά, ότι η αλλαγή της φθοράς των δοντιών βελτίωσε τις πιθανότητες εμφάνισης φθόγγων όπως το «φ» και «β».

Η φθορά των δοντιών «είναι ένα κοινό πρότυπο με βαθιές εξελικτικές ρίζες» σημειώνουν οι παλαιοανθρωπολόγοι του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, Μάρσια Πόνσε ντε Λεόν και Κριστόφ Ζόλικόφερ – οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη μελέτη – και πρόσθετουν, ότι δεν είναι αποκλειστική διαδικασία για τους ανθρώπους και τους ανθρωπίνους*, αλλά και για τους μεγάλους πιθήκους. «Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι, μετά από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, θα έχει (σσ. η φθορά των δοντιών) συνέπειες για την ποικιλομορφία της ανθρώπινης γλώσσας;».

Για τον Τέκουμσεχ Φιτς, ειδικό της βιοακουστικής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ο οποίος επίσης δεν συμμετείχε στη μελέτη, οι ερευνητές «έχτισαν μια πολύ εύλογη υπόθεση». «Αυτή είναι ίσως η πιο πειστική μελέτη για το πώς οι βιολογικοί περιορισμοί στη μεταβολή της γλώσσας θα μπορούσαν να αλλάξουν με τον καιρό λόγω των πολιτισμικών αλλαγών».

Ωστόσο πολλοί γλωσσολόγοι προσεγγίζουν με σκεπτικισμό το ζήτημα, εκκινούμενοι από μια γενικότερη ανησυχία προς κάθε υπόθεση που συνδέει τις διαφορές στις γλώσσες με βιολογικές διαφορές. Μια γραμμή σκέψης που στις ακραίες εκφάνσεις της έχει οδηγήσει στον εθνοκεντρισμό ή σε ακόμη χειρότερες εκδοχές. Με βάση την τεράστια ποικιλία γλωσσών και διαλέκτων, οι περισσότεροι γλωσσολόγοι πιστεύουν τώρα ότι μοιραζόμαστε γενικά τα ίδια βιολογικά εργαλεία και τις ηχητικές ικανότητες στις προφορικές γλώσσες.

Ενεργειακή απόδοση

Μπορεί να αισθανόμαστε τα δόντια πολύ σταθερά στο κρανίο και το σαγόνι, ωστόσο, μετατοπίζονται και παρασύρονται όσο γερνάμε. Καθώς τα δόντια φθείρονται φυσιολογικά, γέρνουν προς έναν πιο κάθετο προσανατολισμό. Για να αντισταθμιστεί αυτή η διαδικασία, η κάτω σιαγόνα μετατοπίζεται προς τα εμπρός, έτσι ώστε οι πάνω και οι κάτω σειρές των δοντιών να είναι ευθυγραμμισμένες από άκρη σε άκρη.

Για μεγάλο μέρος της προϊστορίας του είδους μας, αυτή η διαμόρφωση ήταν ο κανόνας στην ενήλικη ζωή, όπως φαίνεται σε πολλά προϊστορικά κρανία που μελετήθηκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Αλλά όταν οι κοινωνίες υιοθέτησαν τις νέες γεωργικές και κτηνοτροφικές τεχνικές, όπως την καλλιέργεια σιτηρών, δημητριακών και την εκτροφή βοοειδών, οι δίαιτες άλλαξαν. Μόλις ο χυλός, το τυρί και άλλα μαλακά τρόφιμα κυριάρχησαν στα αρχαία «μενού», τα δόντια των ανθρώπων είδαν λιγότερη φθορά, γεγονός το οποίο μετατόπισε σε μελλοντικό χρόνο την εκφυλιστική διαδικασία της φθοράς των δοντιών στην ενήλικη ζωή. Έτσι, σύμφωνα με την μελέτη, η κάτω σιαγόνα δεν χρειαζόταν να εκτείνεται προς τα μπροστά για να ευθυγραμμιστεί με την πάνω σειρά των δοντιών. Αυτό με την σειρά του έδωσε τη δυνατότητα στην πάνω σειρά των δοντιών να «βρουν» το κάτω χείλος, οδηγώντας έτσι στην εμφάνιση των φθόγγων «β» και «φ».

Ο Μπλάσι και οι συνάδελφοί του δεν είναι στην πραγματικότητα οι πρώτοι που έκαναν αυτήν την υπόθεση. Ο επιφανής γλωσσολόγος Τσαρλς Χόκετ πρότεινε μια παρόμοια ιδέα σε ένα επιστημονικό δοκίμιο που δημοσιεύθηκε το 1985. Αλλά η υπόθεση του Χόκετ βασίστηκε σε έναν ισχυρισμό του ανθρωπολόγου Λόρινγκ Μπρέις στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν. Ένα χρόνο μετά το δοκίμιο του Χόκετ, ο Μπρέις είπε ότι άλλαξε τη γνώμη του, οδηγώντας έτσι τον Χόκετ στο να απορρίψει τη δική του ιδέα.

Συνεπώς, για δεκαετίες, οι Χόκετ και Μπρέις ήταν και η τελευταία λέξη στο θέμα. Έτσι, όταν ο Μπλάσι και οι συνάδελφοί του άρχισαν στατιστικά να αναλύουν τις βάσεις δεδομένων των παγκόσμιων γλωσσών και τη διασπορά τους, άρχισαν να διακρίνουν μια επίμονη συσχέτιση που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Η ομάδα διεξήγαγε αναλύσεις, συμπεριλαμβανομένων μερικών με τη χρήση υπολογιστικού μοντέλου των οστών και των μυών του προσώπου. Τα μοντέλα έδειξαν ότι χρειάζεται 29% λιγότερη ενεργειακή κατανάλωση να παραχθεί ήχος από την ένωση δοντιών και χειλιών, από ό,τι μεταξύ δοντιών με δοντιών ή χειλιών με χειλιών μεταξύ τους. 

‘Ετσι, όταν το φ και το β έγιναν ενεργειακά λιγότερο δαπανηρά, οι εκφορά τους έγινε συχνότερη, αν και ίσως τυχαία στην αρχή.

Όταν η ομάδα του Μπλάσι συνέκρινε τα γλωσσικά αρχεία με στοιχεία για το πώς αποκτούν την τροφή διαφορετικές κοινωνίες, διαπίστωσαν ότι οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται από τις σημερινές τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες χρησιμοποιούν περίπου το ένα τέταρτο του φθόγγου «φ» σε σχέση με τη συχνότητα που απαντάται στις αγροτικές κοινωνίες, υποδεικνύοντας πιθανή συσχέτιση αυτής της συχνότητας με τη διατροφή. Και όταν εξέτασαν την τεράστια οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν φθόγγους που παράγονται από την ένωση δοντιών και χειλιών περίπου την ίδια χρονική περίοδο που άρχισαν για πρώτη φορά να χρησιμοποιούν γαλακτοκομικά προϊόντα και να καλλιεργούν δημητριακά. Η ομάδα του Μπλάσι υποστηρίζει ότι αυτό δεν είναι τυχαίο.

Θεωρεί, ότι η γκάμα των φθόγγων που διαθέτουμε επηρεάζεται καταλυτικά από τη βιολογία των μηχανισμών της ομιλίας και αυτοί οι μηχανισμοί διαμορφώνονται μέσα από διαδικασίες οι οποίες επηρεάζονται ουσιαστικά από τα πάντα: Από την κοινωνική δομή μέχρι βραχυπρόθεσμες αλλαγές στην αντιληπτική ικανότητα του περιβάλλοντος, μπορούν επίσης να διαμορφώσουν τη γλώσσα. Και η εμφάνιση της γεωργίας έφερε μαζί της βαθιές κοινωνικές αλλαγές.

Οι γλωσσολόγοι πάντως επιμένουν ότι ακόμη και σε μια ενιαία πληθυσμιακή ομάδα, η ομιλία των ανθρώπων μπορεί να ποικίλει ευρέως. Θεωρούν επίσης ότι η βιολογική επίδραση στη γλώσσα δεν είναι όσο καταλυτική υποθέτει η μελέτη. Ο γλωσσολόγος του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, Χαλίλ Ισκαρους επισημαίνει ότι τα ανθρώπινα όργανα ομιλίας δεν χρησιμοποιούν τόσο πολύ ενέργεια σε σχέση με την κίνησή τους και είναι τόσο ευέλικτα που κατά βάση μπορούν να αντισταθμίσουν τις διαφορές στη δομή των οστών. Επιπλέον, αν οι ενεργειακές δαπάνες διαδραματίζουν πραγματικά έναν καταλυτικό ρόλο στην γλωσσική εξέλιξη, πολλοί δύσκολοι ήχοι της ομιλίας δεν θα διαδίδονταν εύκολα. Ωστόσο, δύσκολοι φθόγγοι σε αφρικανικές γλώσσες έχουν διαδοθεί ευρέως στην ήπειρο. Διότι υπάρχουν «πολιτιστικές δυνάμεις που “αποφάσισαν” την εξάπλωσή τους».

Ωστόσο ο Μπλάσι τονίζει ότι τα συμπεράσματα της ομάδας του δεν αποκλείουν την πολιτιστική επίδραση – κάθε άλλο, η σχέση είναι διαλεκτική – και ότι η βιολογική επιρροή στην εξέλιξη της ομιλίας δεν αποτελεί μια ντετερμινιστική διαδικασία.

Σε κάθε περίπτωση η ομάδα θεωρεί ότι η μέθοδός της θα μπορούσε να βοηθήσουν στην καλύτερη προσομοίωση του τρόπου με τον οποίο ομιλούνταν οι αρχαίες γραπτές γλώσσες στον προφορικό λόγο. Κάτι το οποίο ακούγεται όντως συναρπαστικό.

*Με τον όρο Ανθρωπίνοι αναφερόμαστε στα μέλη του φύλου της υποοικογένειας των Ανθρωπίνων που περιλαμβάνει τους ανθρώπους, δύο είδη χιμπαντζήδων, τους προγόνους τους και άλλα είδη που μοιράζονται έναν κοινό πρόγονο με τους ανθρώπους και τους χιμπατζήδες αλλά έχουν εκλείψει (wikipedia.org)