Τον Μάιο του 1964, δύο αστρονόμοι στο εργαστήριο Bell, ο Arno Penzias και ο Robert Wilson, χρησιμοποίησαν ένα ραδιοτηλεσκόπιο, προσπαθώντας από τα προάστια του Νιου Τζέρσεϊ, να αναζητήσουν τα πέρατα του διαστήματος. Στόχος τους ήταν να κάνουν μια λεπτομερή έρευνα της ακτινοβολίας στον Γαλαξία, πράγμα που θα τους επέτρεπε να χαρτογραφήσουν αυτές τις μεγάλες περιοχές του σύμπαντος απαλλαγμένες από τη φωτεινότητα των αστεριών.

Ads

Αποδεχόμενοι την αποτυχία…

Αυτό σήμαινε ότι ο Penzias και ο Wilson είχαν ανάγκη από έναν δέκτη εξαιρετικά ευαίσθητο που να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται το κενό. Έτσι επεξεργάστηκαν ένα παλιό ραδιοτηλεσκόπιο, εγκαθιστώντας του ενισχυτές κι ένα σύστημα ισχυροποίησης των σημάτων που προέρχονται από το διάστημα. Ωστόσο, στο πεδίο εφαρμογής το ραδιοτηλεσκόπιο αποδείχτηκε πολύ ευαίσθητο. Οι δύο επιστήμονες κατά τη χρήση του λάβαιναν έναν επίμονο και στατικό θόρυβο που παρενέβαινε σε όλες τις άλλες παρατηρήσεις τους.

Στην αρχή θεώρησαν ότι ο θόρυβος ήταν ανθρώπινη παρεμβολή από τη γειτονική πόλη της Νέας Υόρκης. Αλλά όταν έστρεψαν το ραδιοτηλεσκόπιο τους προς το Μανχάταν, ο στατικός ήχος δεν αυξήθηκε. Μια δεύτερη πιθανότητα θα ήταν ότι ο ήχος οφείλεται σε νέφος από πρόσφατες δοκιμές πυρηνικής βόμβας. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα με δεδομένο ότι το επίπεδο των παρεμβολών παραμένει σταθερό, όταν το νέφος θα έπρεπε να έχει διασκορπιστεί.

Ads

Τη επόμενη χρονιά, το επιστημονικό ζεύγος, προσπάθησε να αγνοήσει το θόρυβο, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους σε παρατηρήσεις που δεν απαιτούσαν την τέλεια κοσμική σιωπή ή ακρίβεια. Ταινίες αλουμινίου πάνω στο μέταλλο, έκαναν το δέκτη όσο το δυνατόν πιο δυνατό και έτρεφαν την ελπίδα ότι η αλλαγή του καιρού θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει τις παρεμβολές. Παρά τις αλλαγές των εποχών ο θόρυβος παρέμεινε πάντοτε, καθιστώντας αδύνατη την εξεύρεση των ισχνών ραδιοφωνικών ήχων που έψαχναν. Το ραδιοτηλεσκόπιό τους ήταν μία αποτυχία.

Kevin Dunbar: μελετώντας την επιστήμη

Ο Kevin Dunbar είναι ένας πολύ ιδιαίτερος ερευνητής. Μελετά πως οι άλλοι ερευνητές μελετούν διάφορα αντικείμενα και πως οι μελέτες τους μπορούν να επιτύχουν ή να αποτύχουν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, άρχισε μια άνευ προηγουμένου έρευνα: παρατηρούσε τέσσερα εργαστήρια βιοχημείας στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Οι φιλόσοφοι είχαν διατυπώσει μία θεωρία για το πως κινείται η επιστήμη, αλλά ο Dunbar ήθελε να πάει ένα βήμα πιο πέρα από τη θεωρία. Δεν ήταν ικανοποιημένος με τα αφηρημένα μοντέλα μεθοδολογίας ή τη δογματική πίστη στη λογική και την αντικειμενικότητα. Ο Dunbar γνώριζε ότι συχνά οι επιστήμονες δεν σκέφτονται με τους τρόπους που περιγράφουν τα σχολικά βιβλία. Υποψιαζόταν δε ότι οι όλοι φιλόσοφοι της επιστήμης – από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Karl Popper – είχαν χάσει κάτι σημαντικό σε σχέση με το τι συμβαίνει μέσα σ’ένα εργαστήριο. Έτσι ο Dunbar, αποφάσισε να ξεκινήσει μια έρευνα ζωής, προσπαθώντας να μάθει μέσα από την ακαταστασία των πραγματικών πειραμάτων.

Κατέληξε να ξοδεύει το χρόνο του παρατηρώντας δοκιμαστικούς σωλήνες και διαβάζοντας διδακτορικά συγγράμματα. Τοποθέτησε μαγνητόφωνα σε αίθουσες συνεδριάσεων, παρακολουθούσε εργαστήρια, συμμετείχε σε συνεδριάσεις και βιντεοσκοπούσε τη μία συνέντευξη μετά την άλλη. Πέρασε τέσσερα χρόνια αναλύοντας τα δεδομένα. «Δεν είμαι σίγουρος ότι εκτίμησα ποτέ ακριβώς σε ποια δοκιμασία έβαλα τον εαυτό μου», δηλώνει ο ίδιος.

Ο Dunbar κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιστήμη είναι μία βαθιά απογοητευτική επιδίωξη. Αν και οι ερευνητές χρησιμοποιούσαν επί το πλείστον δοκιμασμένες τεχνικές και λειτουργούσαν πάνω σε επιστημονικά πεπατημένες θεωρίες, πάνω από το 50% των αποτελεσμάτων που έπαιρναν ήταν εντελώς απρόσμενα. Σε ορισμένα εργαστήρια μάλιστα το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 75%.

«Οι επιστήμονες είχαν επεξεργαστεί αυτές τις θεωρίες και περίμεναν συγκεκριμένα αποτελέσματα» υποστηρίζει ο Dunbar. «Τα αποτελέσματα, ωστόσο αντέκρουαν τις θεωρίες τους. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να δουλεύει κάποιος πάνω σε ένα συγκεκριμένο πείραμα για ένα μήνα και στη συνέχεια να απορριφθούν όλα τα αποτελέσματα επειδή δεν βγάζουν νόημα. Μπορεί οι λεπτομέρειες να άλλαζαν, αλλά η ιστορία παρέμενε η ίδια. Οι επιστήμονες έψαχναν για το Χ και έβρισκαν το Υ».

Ο Dunbar γοητεύτηκε από τις στατιστικές αυτές. Η επιστημονική διαδικασία, σε τελική ανάλυση, υποτίθεται ότι είναι μία ομαλή άσκηση της αλήθειας, γεμάτη υποθέσεις και ελεγχόμενες μεταβλητές. Ωστόσο, όταν ο Dunbar παρατήρησε τα πειράματα από κοντά και ρώτησε τους επιστήμονες σχετικά με τις λεπτομέρειες, η εξιδανικευμένη εκδοχή της επιστήμης κατέρρευσε. Όσοι επιστήμονες αποτύγχαναν στις προσπάθειές τους «δεν δούλευαν με προχειρότητα», σύμφωνα με τον Dunbar. «Εργαζόντουσαν σε κάποια από τα καλύτερα εργαστήρια του κόσμου. Αλλά τα πειράματα σπανίως μας λένε αυτό που πιστεύουμε πως θα μας πουν. Αυτό είναι το πιο σκοτεινό μυστικό της επιστήμης».

Πηγή: «Wired»