Γιατί μερικοί clubbers χορεύουν συνέχεια ενώ άλλοι προτιμούν την ασφάλεια ενός σκαμπό δίπλα στο μπαρ; Την απάντηση δίνει ο Βρετανός ψυχολόγος Peter Lovatt, ο οποίος έχοντας πραγματοποιήσει έρευνα σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, πιστεύει ότι μπορεί να εξηγήσει γιατί ορισμένες χορευτικές φιγούρες είναι πετυχημένες και άλλες όχι. Όλα έχουν να κάνουν με τις ορμόνες.

Ads

Σύμφωνα με την έρευνα του ψυχολόγου Peter Lovatt, τρεις παράγοντες είναι αυτοί που επηρεάζουν την σιγουριά με την οποία ένα άτομο κινείται στην πίστα – και το κατά πόσο αυτός ο τρόπος θα είναι ελκυστικός για το άλλο φύλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι η ηλικία, το φύλο και τα γονίδια.

Ο Peter Lovatt, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Hertfordshire κοντά στο Λονδίνο που είναι και ευρέως γνωστός ως «Dr Dance», στηρίζει τα συμπεράσματά του σε αυστηρή έρευνα που πραγματοποίησε ο ίδιος. Τον Ιανουάριο του 2009, ο Lovatt επισκέφθηκε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης στο πανεπιστήμιο του – φυσικά για καθαρά επιστημονικούς λόγους. Η αποστολή του ήταν να ανακαλύψει ποιο στυλ χορού ήταν πιο ελκυστικό για το αντίθετο φύλο, και γιατί.

Πρώτα απ ‘όλα, μέτρησε το τέταρτο δάκτυλο και τον δείκτη των χορευτών. Η σχέση που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών δακτύλων πιστεύεται πως υποδεικνύει την ποσότητα τεστοστερόνης στην οποία έχει εκτεθεί ένα άτομο κατά τη κύηση. Αν το τέταρτο δάχτυλο είναι μεγαλύτερο από το δείκτη, αυτό είναι δείγμα υψηλού επιπέδου προγεννητικής τεστοστερόνης.

Ads

Ο Lovatt και η ομάδα του παρατήρησαν την πίστα από κοντά και επέλεξαν κάποιους από τους χορευτές για μια σόλο παράσταση. Εκείνοι που είχαν επιλεγεί κινηματογραφήθηκαν για 30 δευτερόλεπτα, σε μια ξεχωριστή πίστα που σύμφωνα με τον Lovatt, ήταν « τόσο ζωντανή και θορυβώδης όσο και μια πραγματική πίστα χορού».

Στην συνέχεια ο Lovatt έβαλε ένα φίλτρο στο μαγνητοσκοπημένο υλικό, ώστε να φαίνονται μόνο σιλουέτες των χορευτών, πράγμα που σήμαινε ότι κάθε θεατής θα έπρεπε να επικεντρωθεί αποκλειστικά και μόνο στις κινήσεις τους. Τα βίντεο παρουσιάστηκαν σε φοιτητές, από τους οποίους ζητήθηκε να βαθμολογήσουν τους χορευτές σε μια πενταβάθμια κλίμακα που ξεκινούσε από το «πολύ ελκυστικός» μέχρι το « καθόλου ελκυστικός».

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες έδωσαν την υψηλότερη βαθμολογία σε άνδρες με υψηλά επίπεδα προγεννητικής τεστοστερόνης. Οι άνδρες με χαμηλότερη τεστοστερόνη με τη σειρά τους πήραν τη χαμηλότερη βαθμολογία ελκυστικότητας. Όπως εξηγεί στο SPIEGEL ο Lovatt: «Οι άνδρες μπορούν να επικοινωνούν τα επίπεδα τεστοστερόνης τους μέσω του τρόπου που χορεύουν και οι γυναίκες το καταλαβαίνουν ακόμη και αν δεν το προσέχουν».

Οι άνδρες που βαθμολογήθηκαν θετικά έκαναν μεγάλες κινήσεις πολύπλοκα συντονισμένες. Ωστόσο πρόκειται για μια πολύ λεπτή ισορροπία : Οι άνδρες που πραγματοποιούν μεγάλη προσπάθεια, αλλά που είναι λιγότερο συντονισμένοι είναι απίθανο να κερδίσουν τις καρδιές των γυναικών. Οι ερευνητές επίσης διαπίστωσαν ότι το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του χορού μειώνονται ανάλογα με τα επίπεδα τεστοστερόνης.

Όσον αφορά τις γυναίκες, η σχέση μεταξύ χορού και επιπέδων τεστοστερόνης είναι παρόμοια, αλλά η επίδραση που αυτά έχουνβ στους άνδρες είναι ακριβώς η αντίθετη. Οι γυναίκες που χορεύουν και έχουν υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης μετακινούν περισσότερα μέρη του σώματος τους, με τις κινήσεις τους να είναι κάπως ασυντόνιστες, ενώ εκείνες με χαμηλότερη τεστοστερόνη κάνουν πιο ανεπαίσθητες κινήσεις, ειδικά με τα ισχία τους. Οι άνδρες φοιτητές βρήκαν τις τελευταίες πιο ελκυστικές.

Ο Lovatt λέει ότι με την έρευνα του έχει αναλάβει να εξερευνήσει «ανεξερεύνητα μέχρι στιγμής εδάφη» και όπως τονίζει, «Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εργάζονται με πράγματα όπως η χοροθεραπεία, αλλά δεν υπάρχει κάποιος που μελετά τις ψυχολογικές πτυχές του χορού χρησιμοποιώντας μια πειραματική προσέγγιση».

Άλλωστε ο Lovatt γνωρίζει αυτό τον τομέα πολύ καλά- ο ίδιος ήταν επαγγελματίας χορευτής μέχρι την ηλικία των 26, οπότε και αποφάσισε να ξεκινήσει ακαδημαϊκή καριέρα. Eγκαταλείποντας την καριέρα του ως χορευτής σπούδασε αγγλικά και ψυχολογία και διεξήγαγε έρευνα στο πανεπιστήμιο του Cambridge. Στη συνέχεια αποφάσισε να συνδυάσει τις χορευτικές και τις ακαδημαϊκές του ικανότητες, ξεκινώντας να μελετάει την ψυχολογία των τεχνών του θεάματος. Βρήκε μια θέση στο πανεπιστήμιο του Hertfordshire και άρχισε να διδάσκει το μάθημα «Η Ψυχολογία του Χορού». Ο Lovatt δεν στέκετε μόνο στη θεωρία αλλά χορεύει σε πολλές από τις διαλέξεις του. Κατ’ αυτό τον τρόπο έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στους μαθητές του.

Σήμερα ο Lovatt έχει μεγάλη ζήτηση ως ομιλητής. Τον περασμένο Οκτώβριο, ήταν ένας καλεσμένος στο Science Museum στο Λονδίνο, όπου παρέδωσε μια σειρά διαλέξεων με τίτλο «Χορός, Ορμόνες και σεξουαλική επιλογή.».Στο τέλος της κάθε διάλεξης, όλο το δωμάτιο χόρευε.

H έρευνα του Lovatt είναι εύκολο να κατανοηθεί. Ο καθένας μπορεί να εκτιμήσει ότι οι γυναίκες δεν προσελκύονται από άνδρες που μόλις που κουνιούνται και δείχνουν λίγη φαντασία, όταν χορεύουν. Οι γυναίκες, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν προσελκύονται από άνδρες με πρωτόγονες κινήσεις: «στις γυναίκες απλά δεν αρέσουν τα μικρά και απλά» τονίζει.

Σε μία άλλη μελέτη, o Lovatt παρουσίασε μια ποικιλία από στιλ χορού σε ένα βίντεο το οποίο παρουσιάστηκε στην ιστοσελίδα του στο BBC. Οι θεατές καλούνταν να αποφασίσουν ποιο από τα στιλ χορού που παρουσίαζε ο Lovatt ήταν πιο κοντά στην δική τους χορευτική τεχνική από άποψη μεγέθους και πολυπλοκότητας. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να βαθμολογήσουν τη δική τους χορευτική ικανότητα σε σύγκριση με τα άτομα του φύλου τους και παρόμοιας ηλικίας, που κυμαίνονται από το «χάλια» μέχρι το «άριστα».

Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη, με σχεδόν 14.000 άτομα να συμμετέχουν. «Όλοι πίστευαν ότι οι δεξιότητες τους στο χορό τους είναι καλύτερη από το μέσο όρο για την ηλικία τους», λέει ο Lovatt, ο οποίος αποκάλυψε και ένα λιγότερο προφανές συμπέρασμα: την ικανοποίηση που αισθάνεται κάποιος με τις χορευτικές του ικανότητες, κάτι το οποίο αποκαλείται « χορευτική αυτοπεποίθηση» και η οποία αναπτύσσεται διαφορετικά στους άνδρες και στις γυναίκες.

Ο μεγαλύτερος βαθμός ικανοποίησης εντοπίζεται κυρίως σε κορίτσια ηλικίας κάτω των 16 αφού «βλέπουν τον χορό ως διασκέδαση και όχι ως μέσο προσέγγισης του αντίθετου φύλου», λέει ο Lovatt. Κάτι το οποίο αλλάζει αισθητά στη συνέχεια, μεταξύ 16 και 20. «Τα κορίτσια αρχίζουν να βλέπουν το χορό ως κοινωνική πράξη και όχι σαν έναν τρόπο έκφρασης. Αρχίζουν να ανησυχούν για το πώς φαίνονται και να ξεκινούν να αναζητούν φίλο».

Από την ηλικία των 20 και μετά, η χορευτική αυτοπεποίθηση των γυναικών παρουσιάζει και πάλι άνοδο, η οποία διατηρείτε και αυξάνετε μέχρι την ηλικία των 35. Μετά από αυτό παρατηρείτε μια στασιμότητα μέχρι και τα 55 οπότε παρουσιάζετε πτώση, σύμπτωμα σύμφωνα με τον Lovatt, της εμμηνόπαυσης.

Τα πράγματα φαίνεται να είναι διαφορετικά για τους άνδρες. Τα επίπεδα ικανοποίησης από τις χορευτικές τους ικανότητες συνεχίζουν να αυξάνονται έως και τα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους. Στη συνέχεια έρχεται μια σταθερότητα και μια πτώση από τα 55 και μετά. Η έκπληξη όμως έρχεται στα 65, ηλικία ορόσημο αφού αρχίζουν να θεωρούν και πάλι τους εαυτούς τους πολύ καλούς χορευτές.

Ο Lovatt πιστεύει ότι αυτό μπορεί να έχει να κάνει με την μείωση της αυτοπεποίθησης των ηλικιωμένων γυναικών, η οποία έχει απελευθερωτική επίδραση στους άνδρες. «Πολλοί άνδρες μου έχουν πει πως είναι απαίσιοι χορευτές και όταν τους ρώτησα γιατί η απάντηση τους ήταν «γιατί το λέει η γυναίκα μου». Αν οι γυναίκες τους είναι δυσαρεστημένες με τις δεξιότητες τους στο χορό, λέει ο Lovatt λόγους, τότε δεν είναι σε θέση να κριτικάρουν τους συζύγους τους, οι οποίοι τη δεδομένη περίοδο μπορεί να αισθάνονται ελεύθεροι να βγάλουν τον Τραβόλτα από μέσα τους.

Μια εναλλακτική θεωρία εξηγεί τα συγκεκριμένα πρότυπα από την άποψη της φυσικής επιλογής. « Οι αισιόδοξοι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Είναι λιγότερο πιθανό για αυτούς να αναπτύξουν μια απειλητική για τη ζωή τους ασθένεια», σύμφωνα με τον Lovatt. Ως εκ τούτου, το σχετικό ποσοστό των αισιόδοξων στον πληθυσμό αρχίζει να αυξάνεται από την ηλικία των 65 ετών.

Τι προτείνει λοιπόν ο Dr.Dance σ’ αυτούς που προτιμούν να κάθονται ακίνητοι δίπλα στο μπαρ αντί να χορεύουν; «Πρέπει να χαλαρώσετε και να μην φοβάστε τις κινήσεις σας. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος που δεν μπορεί να χορέψει»,συμβουλεύει ο ίδιος.