Ο Σήφης Βαλυράκης που έφυγε ξαφνικά χθες, υπήρξε μέλος του ΠΑΚ και  ένας από τους πιο  γνήσιους και θαρραλέους αγωνιστές του αντιδικτατορικού κινήματος. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, από το βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση», περιγράφει την απόδραση του από το ΕΑΤ -ΕΣΑ  καθώς και την κινηματογραφική του απόδραση από τις φυλακές της Κέρκυρας, που τον οδήγησε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αλβανία:
 
Υπήρχε ένα ζήτημα ιδεολογικό και πολιτικό στις αποδράσεις. Η παραδοσιακή Αριστερά δεν ήταν υπέρ των αποδράσεων.  Ήταν του επιμελούς κρατούμενου, φυλακισμένου ο οποίος με την στάση του αποτελεί παράδειγμα και αποστομώνει τους αντιπάλους.
 
Εμείς ήμασταν άλλης αντίληψης.  Θεωρούσαμε την κατάστασή μας ομηρία σε ένα εθνικό-απελευθερωτικό πόλεμο, αιχμαλωσία πολέμου. Άρα  έπρεπε να αποδράσουμε, να συνεχίσουμε τον αγώνα μας.  Εγώ δεν άφησα φυλακή που να μην προσπαθήσω να αποδράσω. Έχω ίσως πάνω από 15 απόπειρες. Και βεβαίως έχω δύο αποδράσεις επιτυχείς.
 
 Η πρώτη έγινε από το ΕΑΤ-ΕΣΑ.  Νομίζω από ένα σημείο και μετά, η στρατιωτική αστυνομία στην αλαζονεία της και στην υπεροψία της, άφηνε μερικά πράγματα πιο χαλαρά. Διαπίστωσα ότι τα σίδερα που κρατούσαν κλειστά τα παράθυρα προς την αυλή του στρατοπέδου ήταν μόνο ένα πλέγμα. Το οποίο πλέγμα το ξεπάτωσα θα έλεγα, γιατί ήταν πακτωμένο, χρησιμοποιώντας ως μοχλό ένα διαγώνιο ξύλο από ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι.
 
Βραχυκύκλωσα ύστερα την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος ώστε να σβήσει το φως το εξωτερικό. Έφυγα γύρω στις 02:00 τη νύχτα, βγαίνοντας από το παράθυρο και κυκλοφορώντας κανονικά ως μέλος της φρουράς. Όπως κυκλοφορούσαν όλοι εκεί μέσα, οι περισσότεροι με πολιτικά, κυκλοφόρησα και εγώ. Και έφτασα στις τουαλέτες και από εκεί, από την ταράτσα, πέρασα στο νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ και έμεινα ελεύθερος στην Αθήνα για 15, 17 μέρες.

Ads

Στην Αθήνα όμως ήταν όλες οι πόρτες κλειστές. Όλοι μου έδιναν λεφτά, κανείς δεν μου έδωσε στέγη. Όλοι φοβόντουσαν. Είχα χρήματα να κινηθώ αλλά δεν είχα κάπου να κάτσω να σκεφτώ, να οργανωθώ. Ήμουν υποχρεωμένος να το σκάσω στο εξωτερικό.
 
Προσπάθησα να ανέβω, μια που δεν είχα άλλη υποστήριξη, στο καράβι από την Πάτρα για την Ιταλία. Αλλά δεν τα κατάφερα. Αργότερα σκαρφάλωσα πάνω στο τρένο από Θεσσαλονίκη προς Γιουγκοσλαβία. Αλλά δεν ήξερα ότι αλλάζει η ατμομηχανή στα σύνορα.  Η γιουγκοσλάβικη  φρουρά άναψε κάποιο προβολέα και με φώτισε στη σκεπή του τρένου.
 
Όπότε συνελήφθην και γύρισα πίσω με χειροπέδες, σε ένα ΕΑΤ-ΕΣΑ που δεν δραπέτευες πια.  Είχαν κλείσει τα πάντα, τα παράθυρα, πέτρες, κάγκελα πολύ χοντρά. Τα είχαν κάνει φρούριο. Με περίμεναν όλοι εκεί, Θεοφυλογιαννάκης, Χατζηζήσης.  Με δέος με αντιμετώπισαν, αλλά το ξύλο-ξύλο. Οργανωμένο και ανοργάνωτο.  Ορθοστασία.  Θυμάμαι τα τρομερά κουνούπια. Εκεί, είχε ευκαλύπτους, ήταν απίθανα τα κουνούπια σε επιθετικότητα και σε αριθμό. Αλλά κάποιες νύχτες τις πέρασα σκοτώνοντας κουνούπια.  Πέρασα ένα διάστημα όρθιος, αρκετές μέρες, μπορεί και μια εβδομάδα. Ένα άδειο μικρό κελί και όρθιος 24 ώρες το 24ωρο.
 
Μετά, νομίζω ότι φοβόντουσαν μήπως αποδράσω ξανά. Δηλαδή με είχαν πάρει από φόβο. Και έτσι, κέρδισα μια μεταφορά στον Κορυδαλλό που ήταν ένα υψηλών απαιτήσεων και ποιότητας θέρετρο αναψυχής σε σχέση με το ΕΑΤ-ΕΣΑ.
 
Στο έκτακτο στρατοδικείο, η ομάδα μας ήταν πολύ δεμένη, με αγωνιστική διάθεση. Λέμε αυτά που θέλουμε να πούμε.  Περιφρονούμε την προσπάθεια του δικαστηρίου να μετριάσει τις ποινές, να μαλακώσει τα πράγματα. Η καταδίκη ήταν αποφασισμένη μεν, δεν ήθελαν όμως να είναι πάρα πολύ μεγάλη. Είχαν αρχίσει να μαλακώνουν τα πράγματα. Μιλάμε για το 1972.
        
Και μετά πάλι Κορυδαλλό, και κατευθείαν μεταφορά στην πιο σκληρή φυλακή, στην Κέρκυρα, ακριβώς από το φόβο των αποδράσεων. Αλλά με το που έφτασα στην Κέρκυρα ένα μεσημέρι, με υποδέχθηκε ο Μπάμπης Γεωργακάκης. Μου λέει, εδώ θα μείνουμε;  Θα φύγουμε βρε του λέω. Με το πρώτο δηλαδή γεια σου, πως θα οργανώσουμε την απόδραση. 

 Το πρώτο στάδιο ήταν να κοπούν τα κάγκελα που ήταν πολύ χοντρά σιδερένια. Δοκιμάσαμε διάφορα μέσα. Τελικά, καταλήξαμε στα ξυλοπρίονα που έδινε η φυλακή για να φτιάξουμε τα κρεβάτια μας. Αυτά λοιπόν έκοβαν το σίδερο, βέβαια χάνανε τα δόντια τους και έκαναν και τρομερό θόρυβο. Συνδυάζαμε το θόρυβο από το βόλεϊ του μεσημεριού, με κόψιμο του κάγκελου. Τσίλιες κράταγε ο Γιάννης Κλωνιζάκης από τα Χανιά που ήταν και αυτός κρατούμενος.  Αν ερχόταν κανείς, μας έδινε σήμα. 

Κόψαμε από ένα σίδερο ο καθένας πάνω-κάτω, αφήνοντας πολύ μικρό κομμάτι, να μην είναι τελείως κομμένο. Και καμουφλάροντας το κόψιμο με μια τσίχλα με νες καφέ, οπότε με τη σκουριά δεν φαινότανε.  Και δεν έδινε και άλλο ήχο. Γιατί ο φύλακας κάθε τόσο χτύπαγε τα κάγκελα να δει αν είναι όλα στη θέση τους. Η φυλακή της Κέρκυρας είναι πολύ παλιά και πολύ οργανωμένη, ήταν πολύ δύσκολο να αποδράσει κανείς. Και ιδιαίτερα οι πολιτικοί κρατούμενοι, που ήταν σε καθεστώς επιτήρησης.

Ads

Υποθέτω ότι θα είχαμε μεγάλη επιτυχία στην απόδραση αν δεν γίνονταν δυο πράγματα πριν. Έγινε μια απόπειρα στην Αλικαρνασσό να αποδράσει ο Νίκος Λεκανίδης(από την ομάδα Παναγούλη-ΣΣ) και η οποία εντοπίστηκε και αποσοβήθηκε, αλλά εδόθη ένα σήμα ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι  της δικής μας τάσης θέλουν προσοχή, διότι αποδρούν. Εκτός από τον Ζαμπέλη ο οποίος είχε κάνει απόδραση, ήταν ο Παναγούλης που είχε κάνει αρκετές.

Το δεύτερο είναι ότι κάποιοι ποινικοί κρατούμενοι από ναρκωτικά, Ολλανδοί, ενώ ήταν κρατούμενοι στο νοσοκομείο, χτύπησαν τον φύλακα και απέδρασαν.  Άρα άλλαξε το καθεστώς και πάρθηκαν πρόσθετα μέτρα, ενω ετοιμαζόμασταν.
        
Εμείς όμως δεν μπορούσαμε να περιμένουμε, γιατί ήδη είχαμε ειδοποιήσει τους συγκρατούμενους ότι θα αποδράσουμε, τους είχαμε δώσει να κρύψουν κάποια ραδιοφωνάκια που είχαμε παράνομα. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε πίσω..
 
Στο επόμενο: Απόδραση από την Κέρκυρα. Αλβανία, Λαϊκό Δικαστήριο και στρατόπεδο συγκέντρωσης.