Μία Μέριλιν, ένας Έλβις, κουτάκια Κόκα Κόλας και σούπας Κάμπελς και παροιμιώδεις φράσεις του, όπως «στο μέλλον ο καθένας θα είναι παγκοσμίως διάσημος για δεκαπέντε λεπτά», τον έβαλαν στη λίστα με τους πιο εμβληματικούς καλλιτέχνες του 20ου αιώνα.

Ads

Η έξυπνη παρατήρηση του Άντι Γουόρχολ (6 Αυγούστου 1928 — 22 Φεβρουαρίου 1987) – που τώρα βρίσκεται στο δρόμο της να γίνει μια προφητεία εκπληρώθηκε χάρη στα ριάλιτι προγράμματα της τηλεόρασης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- τυπώθηκε για πρώτη φορά σε φυλλάδιο για μια έκθεσή του το 1968 στη Σουηδία.

Υπήρξε ζωγράφος, γλύπτης, σκηνοθέτης, κινηματογραφιστής, συγγραφέας και συλλέκτης ενώ εισήγαγε την Pop Art στην δεκαετία του 1960.

Ads

Η τέχνη της Pop Art βέβαια δεν απασχόλησε την Ελλάδα, παρά πέρασε και δεν ακούμπησε. Ωστόσο, ο αντίκτυπός της ευρύτερα είναι ισχυρός, όσο και οι αμερικάνικες μόδες που επηρεάζουν λόγω παγκοσμιοποίησης το πλανητικό χωριό. Και ο αντίκτυπος αυτός δεν παρέμεινε μόνο στη χρυσή δεκαετία του Γουόρχολ, αυτή δηλαδή του 1960, αλλά συνεχίστηκε μέχρι τις ημέρες μας. Και το πιθανότερο είναι πως δε θα πάψει να μας απασχολεί σύντομα.

«Φοβάμαι πως όταν κοιτάς ένα πράγμα για αρκετή ώρα, χάνει όλο του το νόημα»

Οι αναλύσεις του Γουόρχολ για τη φήμη και την ποπ κουλτούρα στα έργα τέχνής, στις ταινίες και στην παράξενη φιλοσοφία του, επηρέασαν σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τους εαυτούς μας και τη σημερινή μαζική παραγωγή που εξαρτάται από την κοινωνία. Μπορεί να έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από τον θάνατό του, τα έργα τέχνης και οι ιδέες του ωστόσο φαίνεται να έχουν ακόμα μεγαλύτερη αντανάκλαση καθώς περνούν τα χρόνια.

«Λένε πάντα ότι ο χρόνος αλλάζει τα πράγματα, αλλά στην πραγματικότητα πρέπει να τα αλλάξεις μόνος σου»

Στις 6 Αυγούστου 1928, ο Άντι Γουόρχολ γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια. Ήταν γιος του ανθρακωρύχου Αντρέι (ο οποίος το άλλαξε σε Άντριου) και της Τζούλια, Λέμκοι Ρουθενιανοί (σλαβική μειονότητα) από τη Σλοβακία, που εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ.

Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Άντι ήταν 13 ετών. Το γεγονός αυτό, τον έφερε πιο κοντά στη μητέρα του. Σαν παιδί ο Γουόρχολ υπέφερε από το «χορό του Αγίου Βίτου», ακούσιες κινήσεις τραυματισμού που προκλήθηκαν από λοίμωξη από στρεπτόκοκκο. Η λοίμωξη προκαλεί επίσης κηλίδες στο δέρμα, που σημάδεψαν την επιδερμίδα του και τον άφησαν με ένα σημαδεμένο πρόσωπο. Περιορισμένος στο κρεβάτι και χωρισμένος από τα άλλα παιδιά, πέρασε το χρόνο του στον κόσμο του, ζωγραφίζοντας και συλλαμβάνοντας εικόνες διασημοτήτων από εφημερίδες και περιοδικά.

«Το να γεννιέσαι είναι σαν να σε απαγάγουν. Και μετά να σε πουλάνε σκλάβο»

Ανέπτυξε μεγάλο πάθος και δεξιότητα για την τέχνη, σχεδίαζε να σπουδάσει καλές τέχνες στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, αλλά αποφάσισε να μελετήσει την εμπορική τέχνη στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Carnegie. Παρά την αποτυχία που είχε στο πρώτο έτος, κατάφερε να πάρει το 1949 το Bachelor of Fine Arts με ειδίκευση στην εικονογραφική σχεδίαση.

Αφαιρώντας το τελικό “α” από το επίθετό του (το αρχικό του επίθετο ήταν Γουόρχολα/Warhola), ξεκίνησε την καριέρά του στις εικονογραφημένες διαφημίσεις και γράφωντας άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Οι εικονογραφήσεις του ήταν περιζήτητες και κέρδιζε πολύ καλά χρήματα, αλλά έτρεφε την επιθυμία να δημιουργήσει έργα τέχνης που θα κρεμόντουσαν σε γκαλερί.

Διεξήγαγε περιστασιακές εκθέσεις μη εμπορικών έργων, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης του 1952 που βασίζεται στα έργα του Truman Capote, ωστόσο οι προσπάθειες να εμφανιστεί η δουλειά του σε πιο εμπορικές γκαλερί απορρίφθηκαν συχνά στη δεκαετία του ’50.

Ο προφήτης της «καταναλωτικότητας»

Βυθισμένος στον κόσμο των μαρκών, των εικόνων, των λαμπερών αντικειμένων και του καταναλωτισμού, μέσω της εμπορικής τέχνης του, είχε φυσικά συμπάθεια με ένα αυξανόμενο κίνημα καλλιτεχνών στη δεκαετία του ’50 που καθιέρωσαν τη μαζική κουλτούρα και τον καταναλωτισμό ως υψηλή τέχνη.

Πρώτα πειραματίστηκε με ζωγραφιές κωμικών ταινιών και διαφημίσεων, αλλά το 1961 δημιούργησε το πρώτο από τα έργα ζωγραφικής του που δείχνει τα κονσερβοκούτια σούπας της εταιρεία Κάμπελ.

«Καλλιτέχνης είναι κάποιος που παράγει πράγματα που οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να έχουν»

Αργότερα είπε πως ένας δάσκαλος της τέχνης του είπε να ζωγραφίσει τί ήταν σημαντικό γι’ αυτόν. «Για 20 χρόνια, τρώω αυτή τη σούπα για μεσημεριανό γεύμα, γι ‘αυτό  το ζωγράφισα» είπε ο Γουόρχολ. Το 1962 έκανε μερικά από τα πρώτα του πειράματα σε εκτυπώσεις μεταξοτυπίας με θέμα διασημότητες όπως η Μέριλιν Μονρόε. Έφτιαξε 23 πορτρέτα της Μέριλιν Μονρόε σε 200 επαναλήψεις, πάνω σε τέσσερα μέτρα μουσαμά. Εκείνη τη χρονιά πέθανε η ίδια, οπότε το έργο του αυτό ήταν φόρος τιμής.

Η persona Γουόρχολ

Παρόλο που ο όρος χρησιμοποιήθηκε ανεπίσημα στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η Pop Art παρουσιάστηκε σε ένα ευρύτερο κοινό στις ΗΠΑ το 1962 με την Έκθεση Νέων Ρεαλιστών στο Μητροπολιτικό Μουσείο και το Συμπόσιο Ποπ Αρτ που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Το έργο του Γουόρχολ βρισκόταν σε εμφανές σημείο και στα δύο μουσεία.

Στον κινηματογράφο, δεν είχε την ίδια επιτυχία. Ξεχώρισε μόνο η ταινία Vinyl το 1965,  μια προσαρμογή του μυθιστορήματος «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Άντονι Μπέρτζες. Παράλληλα παρήγαγε το πρώτο άλμπουμ του ροκ συγκρωτήματος, The Velvet Undergound, φιλοτεχνώντας το εξώφυλλο του άλμπουμ.

«Λένε πάντα ότι ο χρόνος αλλάζει τα πράγματα, αλλά στην πραγματικότητα πρέπει να τα αλλάξεις μόνος σου»

Ο Γουόρχολ δημιούργησε ένα στούντιο που το ονόμασε The Factory. Το στούντιο έγινε σύντομα πόλος έλξης, όπου συνέχεια λάμβανε χώρα ένα μεγάλο πάρτι. Συγκέντρωνε φυλακόβιους, ναρκομανείς, ομοφυλόφιλους, φιλότεχνους, καλλιτέχνες και ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Στο Factory συγκατοικούσε με τη μητέρα του, Τζούλια Γουόρχολ. Ζούσε μαζί με εκείνη και με 22 γάτες Σιάμ που είχαν όλες το όνομα Σαμ.

«Στη δεκαετία του ’60 οι άνθρωποι ξέχασαν πώς είναι τα συναισθήματα. Και δεν νομίζω ότι το θυμήθηκαν ποτέ»

Είχε ήδη αποκτήσει το ιδιαίτερο στιλ του: ήταν εξαιρετικά αδύνατος, φορούσε ξανθές περούκες, μεγάλα γυαλιά με χοντρό σκελετό, μαύρα τζιν, μαύρα ζιβάγκο και μπλουζάκια και δερμάτινα μπουφάν.

Η σχιζοφρενής καλλιτέχνιδα που πυροβόλησε τον Γουόρχολ

Το 1968 μία φεμινίστρια, ακτιβίστρια, συγγραφέας, πρώην ηθοποιός σε μια από τις ταινίες του, θαυμάστρια και μέλος του ευρύτερου κύκλου του, η Βαλερί Σολάνας, πυροβόλησε τον Γουόρχολ στο στούντιο του.

Οι δύο πρώτες σφαίρες δεν βρήκαν το στόχο τους, αλλά η τρίτη διαπέρασε τον πνεύμονα, τον σπλήνα, το στομάχι, το συκώτι και τον οισοφάγο. Σώθηκε μετά από εγχείρηση διάρκειας 5 ωρών αλλά ήταν αναγκασμένος να φορά πάντοτε έναν ελαστικό κορσέ μέχρι το τέλος της ζωής του. Η φωνή του δεν έβγαινε δυνατή.

Το Studio 54 και ο Αλέξανδρος Ιόλας

Η ασφάλεια αυξήθηκε στο The Factory και το πάρτυ φάνηκε να έχει τελειώσει. Έκτοτε, άρχισε να συναναστρέφεται με περισσότερους κοσμικούς ανθρώπους στο περίφημο κλαμπ Studio 54, αντί για τους περιθωριακούς τύπους του Factory. Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον Γουόρχολ και τον εκτόξευσε στην κορυφή. Το 1953 διοργανώνει την πρώτη του ατομική έκθεση και συνδέεται στενά με το κίνημα της Ποπ Αρτ.


Ο Αλέξανδρος Ιόλας (δεξιά) και ο Άντι Γουόρχολ (κέντρο)

Έχασε τη ζωή του στις 22 Φεβρουαρίου 1987, στα 59 του έτη. Είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο για μια απλή επέμβαση αφαίρεσης χολής. Η επέμβαση δεν είχε επιπλοκές, ωστόσο μια ημέρα μετά ο Γουόρχολ απεβίωσε. Το νοσοκομείο δέχθηκε μομφές για λάθος χειρισμό της κατάστασης και κακή φροντίδα του θανόντος. Η κηδεία έγινε στο Πίτσμπουργκ, δίπλα στους γονείς του.

«Αυτό που είναι σπουδαίο σε αυτή τη χώρα είναι ότι η Αμερική ξεκίνησε την παράδοση όπου οι πιο πλούσιοι καταναλωτές ουσιαστικά αγοράζουν τα ίδια πράγματα με τους πιο φτωχούς»

Ο Γουόρχολ υπήρξε συστηματικός συλλέκτης έργων, κυρίως κοσμημάτων, διακοσμητικής και λαϊκής τέχνης, τα οποία δημοπρατήθηκαν μετά το θάνατό του. Το Μουσείο Άντι Γουόρχολ, με πλούσια συλλογή έργων του, εγκαινιάστηκε το 1994 στο Πίτσμπουργκ.

Το 2014 αναδείχθηκε ο καλλιτέχνης που έχει πουλήσει τα περισσότερα έργα τέχνης σε δημοπρασίες. Για την ακρίβεια άλλαξαν χέρια 1.295 έργα του αξίας 653,2 εκατ. δολαρίων σύμφωνα με τη διαδικτυακή βάση δεδομένων ArtNet – αφήνοντας πίσω του τον διασημότερο καλλιτέχνη του 20ού αιώνα Πάμπλο Πικάσο και τον επίσης δημοφιλή – και περιζήτητο από τους συλλέκτες – Φράνσις Μπέικον.