Για εβδομάδες ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αντιστάθηκε στην κήρυξη πανδημίας για την περίπτωση του κοροναϊού – δέχτηκε μάλιστα επικρίσεις από την επιστημονική κοινότητα γι’ αυτό – προφανώς υπό τον φόβο ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε πανικό σε όλο τον πλανήτη. Ωστόσο, την Τετάρτη προφανώς φτάνοντας στο «σημείο μηδέν», ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ Τέντρος Αντάνομ Γκεμπρεγέσους, έκανε ακριβώς αυτό. Κήρυξε παγκόσμια πανδημία και ζήτησε παγκόσμια ενότητα για να μπει ένα φρένο στην πορεία της. 

Ads

Ενώ αυτή ήταν μια συμβολική στιγμή που υπογράμμιζε τη θέση του ΠΟΥ ως του κορυφαίου οργανισμού δημόσιας υγείας, παράλληλα αντανακλά την αδυναμία του οργανισμού, που εκ των διεθνών συνθηκών υποτίθεται ότι είναι αυτός που θα ηγηθεί και θα συντονίσει την παγκόσμια μάχη κατά του κοροναϊού, αλλά έχει από πολλές απόψεις περιθωριοποιηθεί. 

Όπως σχολιάζουν οι New York Times, η παγκόσμια αλληλεγγύη απουσιάζει αισθητά από τον αγώνα ανάσχεσης της πανδημίας που έχει ήδη σκοτώσει περισσότερους από 4.300 ανθρώπους κι έχει εξαπλωθεί σε περισσότερες από 110 χώρες. Κανείς δεν φαίνεται να είναι επικεφαλής της κρίσης. Και δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα σχέδιο. Μόνο που στην πραγματικότητα υπάρχει ένα, αλλά το πρόβλημα είναι ότι σχετικά λίγες χώρες δίνουν προσοχή σε αυτό. 

Σχέδιο ανάσχεσης πανδημίας

Πριν από 15 χρόνια, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας πραγματοποίησε μια μεγάλη αναθεώρηση των Διεθνών Κανονισμών Υγείας του παγκόσμιου πλαισίου αντιμετώπισης των επιδημιών. Η αναθεώρηση αυτή αποσκοπούσε στη διόρθωση των αδυναμιών της παγκόσμιας αντίδρασης στην έκρηξη SARS του 2003, η οποία σκότωσε εκατοντάδες ανθρώπους και οδήγησε ακόμη και προηγμένα συστήματα υγείας στην κατάρρευση. 

Ads

Η βασική ιδέα ήταν ότι ο ΠΟΥ θα λειτουργούσε ως κεντρικός συντονιστικός φορέας ως εξής: οι χώρες θα ενημερώνουν τον οργανισμό για τις εστίες και μοιράζονται πληροφορίες για να βοηθήσουν τους επιστήμονες να αντιμετωπίσουν την επιδημία σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ΠΟΥ θα συντονίζει τις προσπάθειες για τον περιορισμό της επιδημίας, ανακοινώνει τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και διατυπώνει συστάσεις. Ο αναθεωρημένος αυτός κανονισμός είναι νομικά δεσμευτικός κι έχει υπογραφεί από 196 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. 

Γιατί δεν τηρούνται οι κανόνες;

Ωστόσο, δεκάδες χώρες παραβιάζουν τους διεθνείς κανονισμούς και αδιαφορούν για τις υποχρεώσεις τους. Ορισμένες δεν ανέφεραν καν τα κρούσματα στον οργανισμό, όπως απαιτείται. Άλλες θέσπισαν διεθνείς ταξιδιωτικές οδηγίες αντίθετες με τις συμβουλές του ΠΟΥ και χωρίς να τον ενημερώσουν. «Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι ότι πάρα πολλές χώρες που πλήττονται εξακολουθούν να μην μοιράζονται δεδομένα με τον ΠΟΥ», δήλωσε ο Τέντρος τον περασμένο μήνα. Κατηγόρησε επίσης ορισμένες χώρες – αρνήθηκε να τις ονοματίσει – ότι δεν έδειξαν την απαιτούμενη σοβαρότητα στην επιδημία. 

Ο ΠΟΥ που λειτουργεί στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών παρακωλύεται από τις δημοσιονομικές και πολιτικές πιέσεις που ασκούνται. Δεν διαθέτει σημαντική αρχή επιβολής και συχνά κατηγορείται ότι υποτάσσεται στους μεγάλους δωρητές του, όπως οι ισχυρές χώρες (ΗΠΑ, Κίνα κλπ) αλλά και σε ιδιώτες χρηματοδότες τους, όπως για παράδειγμα το Ίδρυμα Gates. 

Αυτού του είδους οι αντιθέσεις συνέβαλλαν στην ισχυρή κριτική που δέχτηκε ο οργανισμός για την έκρηξη του Έμπολα στη Δυτική Αφρική, πράγμα που οδήγησε αρκετούς μελετητές να αμφισβητήσουν την ανάγκη ενός τόσο αδύναμου οργανισμού. 

Άλλοι αναλυτές, ωστόσο, πιστεύουν το αντίθετο. Η Ρεμπέκα Κατζ από το Πανεπιστήμιο της Τζόρτζταουν υποστηρίζει ότι «αν δεν υπήρχε ο ΠΟΥ, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε». Αυτή τη φορά, και πρώην επικριτές του οργανισμού του πιστώνουν καλύτερη διαχείριση της κρίσης και μια πιο γρήγορη κήρυξη πανδημίας σε σχέση με τον SARS ή τον Έμπολα. Επίσης καλύτερη ενημέρωση του κοινού και σύγκληση περισσότερων από 300 επιστημόνων και ερευνητικών φορέων για την ανάπτυξη εμβολίων και φαρμάκων. 

Στην κρίση του κοροναϊού 

Ωστόσο, ο ΠΟΥ εξακολουθεί να περιθωριοποιείται με πολλούς τρόπους. Ένα παράδειγμα είναι η απροθυμία ορισμένων χωρών να άρουν την απαγόρευση εξαγωγής προστατευτικού εξοπλισμού, κάτι που περιπλέκει κατά πολύ την παγκόσμια μάχη κατά της νόσου. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν θέσει όρια στην εξαγωγή τέτοιου εξοπλισμού. «Μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι κυβερνήσεις έχουν πρωταρχική ευθύνη απέναντι στους δικούς τους λειτουργούς υγείας», λέει Μίκαελ Ράιαν, επικεφαλής του προγράμματος έκτακτης ανάγκης για την υγεία του ΠΟΥ. Κάλεσε όμως τα έθνη να σταματήσουν να συσσωρεύουν υλικά και εργαλεία και ζήτησε αλληλεγγύη σε όλο τον κόσμο. «Η ζωή ενός εργαζόμενου στον τομέα της υγείας μιας χώρας είναι ασφαλώς τόσο αξιόλογη, όσο και η ζωή ενός εργαζόμενου στον τομέα της υγείας μιας άλλης ώρας». 

Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί. Περισσότερες από 70 χώρες επέβαλαν περιορισμούς, μεταξύ τους οι ΗΠΑ από την Ευρώπη. Αντίθετα ο ΠΟΥ σε τέσσερις συστάσεις έχει συμβουλέψει να μην τεθούν τέτοιοι περιορισμοί προειδοποιώντας ότι οι διεθνείς απαγορεύσεις μπορούν να εμποδίσουν τη μετακίνηση απαραίτητων πόρων ή να καθυστερήσουν την παροχή βοήθειας και τεχνικής υποστήριξης. Τέτοιοι περιορισμοί, εξηγεί ο οργανισμός δικαιολογούνται μόνο στην αρχή μιας επιδημίας ώστε τα έθνη να «αγοράσουν» χρόνο μέχρι να προετοιμαστούν. Στη συνέχεια είναι απίθανο να σταματήσουν τη διάδοση της επιδημίας και είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές ζημίες. Από τις 70 χώρες που έθεσαν διεθνείς ταξιδιωτικούς περιορισμούς μόνο οι 45 ανέφεραν τις ενέργειες τους στον ΠΟΥ, σύμφωνα με έναν εκπρόσωπο του οργανισμού. 

Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί «είναι ένα καλό πολιτικό placebo. Θα κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ασφαλείς», δηλώνει η Κλαιρ Γουένχαμ από το London School of Economics, που μελετά τους κανονισμούς υγείας για πάνω από μια δεκαετία; «Γιατί δεν μαθαίνουμε ότι αυτό δεν λειτουργεί;». Η αλήθεια είναι ότι και ο ίδιος ο ΠΟΥ έχει στείλει αντιφατικά μήνυμα τις τελευταίες εβδομάδες. Σε μία έκθεση του αυτή την εβδομάδα ανέφερε ότι ορισμένοι ταξιδιωτικοί περιορισμοί «ενδέχεται να καθυστέρησαν την εισαγωγή νέων κρουσμάτων». Ωστόσο, δεν έχει αλλάξει τη θεμελιώδη αντίθεσή του στους διεθνείς ταξιδιωτικούς περιορισμούς, ούτε αναθεώρησε τη συμβουλευτική του στα ταξίδια». 

Ένα βολικό κενό

Επιπλέον τα κράτη που υπέγραψαν τον διεθνή κανονισμό του ΠΟΥ, φρόντισαν να αφήσουν ένα κενό το οποίο εκμεταλλεύονται τώρα. Αυτό έγινε στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης, όπου οι αναθεωρήσεις ολοκληρώθηκαν το 2005. Σύμφωνα με τον Τζιαν Λουκά Μπούρτσι, ο οποίος διετέλεσε νομικός σύμβουλος του ΠΟΥ για 11 χρόνια, οι διαπραγματευτές παρέμειναν μέχρι τις 5 τα ξημερώματα, ώστε να βρεθεί ένας συμβιβασμός που να εξισορροπεί τις «ανησυχίες για τη δημόσια υγεία και τη διατήρηση της τελικής πολιτικής εξουσίας».

Οι χώρες ήταν απρόθυμες να παραχωρήσουν τον πλήρη έλεγχο σε έναν διεθνή οργανισμό. Σχεδίασαν μια διάταξη που τους έδινε το δικαίωμα να λαμβάνουν τα υγειονομικά μέτρα που πίστευαν ότι θα είχαν παρόμοια ή καλύτερα αποτελέσματα από αυτά που σύστηνε ο ΠΟΥ, υπό την προϋπόθεση τα μέτρα αυτά να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένα και για το κοινό καλό. «Τα κράτη έδωσαν στον εαυτό τους μια κάρτα μπαλαντέρ», λέει ο Μπούρτσι. 

Σύμφωνα με τους κανόνες, οι χώρες είναι υποχρεωμένες να αναφέρουν στον ΠΟΥ εντός 48 ωρών τυχόν μέτρα που λαμβάνουν πέρα ​​από τις συλλογικές κατευθυντήριες γραμμές, καθώς και να αναφέρουν το σκεπτικό πίσω από τις ενέργειές τους. Πολλές χώρες δεν το έκαναν κατά τη διάρκεια της επιδημίας του κοροναϊού και ο ΠΟΥ δεν μπορεί να κάνει πολλά γι’ αυτό.

Υπήρξαν περιπτώσεις που ο ΠΟΥ έμαθε για τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς από τα μέσα ενημέρωσης. «Τι είμαστε πραγματικά αν κάποιος μπορεί να μην ακολουθεί τις συστάσεις του ΠΟΥ και να μένει ατιμώρητος;», αναρωτιέται ο Μπούρτσι. Καθώς ο ΠΟΥ δεν έχει καμία εξουσία για να επιβάλλει τους διεθνείς κανονισμούς, ισορροπεί πάνω σε ένα διπλωματικό σκοινί. «Ο οργανισμός δεν μπορεί να υποχρεώσεις τις χώρες αν αλλάξουν τα μέτρα που έχουν εφαρμόσει», δήλωσε ένα εκπρόσωπος του οργανισμού. 

Τον περασμένο μήνα, ο Τέντρος έστειλε δυο επιστολές, οι οποίες δεν δημοσιοποιήθηκαν, υπενθυμίζοντας στα έθνη τις υποχρεώσεις τους. Οι αξιωματούχοι του Οργανισμού αρνήθηκαν να ονομάσουν τις χώρες που παραβίασαν τους κανόνες και απέφυγαν τις σχετικές ερωτήσεις των μέσων ενημέρωσης σχετικά με το θέμα. «Ο ΠΟΥ δεν κάνει δημόσιο διάλογο, ούτε επικρίνει δημοσίως τα κράτη μέλη μας», δήλωσε ο Ράιαν όταν ρωτήθηκε ποιες χώρες δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν επαρκώς στην κατάσταση. «Ξέρουν ποιες είναι», είπε χαρακτηριστικά. 

«Ζήτημα χρημάτων»

«Είναι ζήτημα χρημάτων», υποστηρίζει από την πλευρά του, ο Ασίς Για, διευθυντής του Παγκόσμιου Ινστιτούτου Υγείας του Χάρβαρντ. Ο οργανισμός είπε ότι χρειάζεται 675 εκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσει την αντίδραση του στην επιδημία του κοροναϊού. Αυτή την εβδομάδα τα έθνη πρόσφεραν δωρεές 300 εκατομμύρια δολάρια. «Ο ΠΟΥ είναι στο έλεος των κρατών μελών του», λέει ο Για. «Οι χώρες δεν χρειάζεται να τον ακούν». 

Ερωτηματικά για το μέλλον

Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η πανδημία του κοροναϊού δημιουργεί μεγάλα ερωτήματα για το μέλλον. Μια πιεστική ερώτηση αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος θα αντιμετωπίσει την κατάσταση αν υπάρξει ξέσπασμα του ιού σε χώρες με διαλυμένα συστήματα υγείας. 

Τα δύο τρίτα των χωρών του κόσμου δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εργαστήρια και συστήματα επιτήρησης για να ανιχνεύσουν εστίες μόλυνσης και να συμμορφωθούν με τους διεθνείς κανονισμούς. Η G7 έχει δεσμευθεί να βοηθήσει τα φτωχότερα έθνη αλλά το ίδιο έχει κάνει στο παρελθόν. Υποσχέθηκε αλλά δεν έπραξε. 

Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος για «μια ταχέως μεταβαλλόμενη, μολυσματική πανδημία», προειδοποιούσε σε μια έρευνα του ο ΠΟΥ. Η δρ. Κατζ σχολιάζει ότι ισχυροί διεθνείς κανονισμοί θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην προετοιμασία ενός τέτοιου ξεσπάσματος. «Αυτό είναι που έχουμε τώρα. Αυτή είναι η συμφωνία που έχουμε. Αυτός είναι ο οργανισμός που έχουμε», καταλήγει.