Έντονη δυσαρέσκεια και απεργίες σε μια σειρά από τομείς έχει προκαλέσει το τελευταίο διάστημα το αυξανόμενο κόστος ζωής στη Βρετανία, και όχι μόνο, ενώ ο πληθωρισμός φέτος ξεπέρασε το 10%.

Ads

Οι μισθοί δεν συμβαδίζουν με τα νέα δεδομένα, σε μια οικονομία που αντιμετωπίζει προβλήματα εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία.

Αδύναμη οικονομική ανάπτυξη, αναιμική παραγωγικότητα και στάσιμες επενδύσεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα είναι κάποια από τα βασικά ζητήματα, όπως τονίζει το Politico. Το 2016, ήρθε να προστεθεί και το Brexit.

Μισό αιώνα πριν, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ, είχε αποφανθεί πως «η Βρετανία είναι μια τραγωδία». Τώρα η χώρα οδεύει στο να γίνει «ο άρρωστος της Ευρώπης» για άλλη μια φορά.

Ads

Μένοντας πίσω

Η Βρετανική οικονομία έχει γνωρίσει σημαντικές αναταράξεις τις τελευταίες εβδομάδες. Το κόστος του κρατικού δανεισμού αυξήθηκε στον απόηχο της ανακοίνωσης του «καταστροφικού» μίνι προϋπολογισμού της πρώην πρωθυπουργού Λιζ Τρας στις 23 Σεπτεμβρίου, με την Κεντρική Τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου να αναγκάζεται να παρέμβει και να σταθεροποιήσει τις αγορές ομολόγων.

Ο Ρίσι Σούνακ μπορεί να έφερε μια σχετική ηρεμία, ωστόσο το σκηνικό παραμένει ζοφερό, καθώς έρχονται περικοπές στις δαπάνες και στην πρόνοια, ενώ οι φόροι είναι σχεδόν βέβαια ότι θα αυξηθούν.

Η αύξηση της παραγωγικότητας του Ηνωμένου Βασιλείου από την οικονομική κρίση κι έπειτα είναι ανάλογη με χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Γερμανία. Ο μέσος όρος των εισοδημάτων όμως των πολιτών της χώρας δεν κινείται στα ίδια επίπεδα με των υπολοίπων.

Πλέον η οικονομία της χώρας δεν χαρακτηρίζεται από σταθερότητα, ενώ γενικότερα δεν εμπνέει και εμπιστοσύνη. Σύμφωνα μάλιστα με τον Jonathan Portes, καθηγητή Οικονομικών στο King’s College του Λονδίνου, η οικονομία έχει παγιδευτεί σε μια δυσλειτουργική κατάσταση, ανάμεσα σε «διεφθαρμένους και ανίκανους δεξιούς λαϊκιστές» και «καλοπροαίρετους τεχνοκράτες που δεν φαίνεται να μπορούν πραγματικά να γυρίσουν την κατεύθυνση του πλοίου».

Όπως τονίζει το Politico, οι ειδικοί κάνουν λόγο για ένα μη ισορροπημένο μοντέλο, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των υπηρεσιών της Βρετανίας και αντιμετωπίζει χαμηλή παραγωγικότητα, αποτέλεσμα των ετών υποεπενδύσεων και μιας ευέλικτης αγοράς εργασίας που έχει ως αποτέλεσμα χαμηλή ανεργία, αλλά συχνά ανασφαλή και χαμηλόμισθη εργασία.

Η κρίση του 2008

Η οικονομία της Βρετανίας συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 6% μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2008 και του δεύτερου τριμήνου του 2009. Μάλιστα, πέρασαν πέντε χρόνια μέχρι να επιστρέψει στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την ύφεση.

Η χώρα κατάλαβε τότε πως ήταν εξαιρετικά ευάλωτη σε ένα σοκ. Οι εξαγωγές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών υποχώρησαν, δίχως ποτέ να ανακάμψουν πλήρως.

Όπως ήταν λογικό, αυτό το σοκ δεν περιορίστηκε στην οικονομία, αλλά διαπέρασε και το πολιτικό σύστημα της χώρας. Για παράδειγμα, οι εκλογές του 2010, όπως επισημαίνει το Politico, είχαν σαν βασικό ζήτημα το πώς θα επιδιορθωθεί η «ραγισμένη» οικονομία της Βρετανίας. Το 2009, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε το δεύτερο υψηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην G7.

Οι Συντηρητικοί δημιούργησαν έναν συνασπισμό με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, με την εποχή της λιτότητας να εγκαινιάζεται. Είχαν υποσχεθεί σημαντικές περικοπές στον δημόσιο τομέα για να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα.

Έθνος λιτότητας;

Οι υπερασπιστές του τότε υπουργού Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν θεωρούν πως τα προγράμματα λιτότητας «έσωσαν» τη Βρετανία, θέτοντας μάλιστα την οικονομία σε μια κατάσταση ετοιμότητας ως προς την αντιμετώπιση κρίσεων όπως αυτή του κορονοϊού.

Οι επικριτές όμως υποστηρίζουν πως η λιτότητα, η οποία σήμαινε περικοπές σε κοινοτικές υπηρεσίες όπως βιβλιοθήκες και κοινωνική φροντίδα ανηλίκων, σε δικαστήρια και υπηρεσίες φυλακών, στη συντήρηση των δρόμων και πολλά άλλα, αφαίρεσε μεγάλο μέρος του κοινωνικού ιστού, προκαλώντας μεγάλη ζημιά. Με εξαίρεση την Εθνική Υπηρεσία Υγείας, τα σχολεία και τις δαπάνες βοήθειας, όλοι οι υπόλοιποι προϋπολογισμοί μειώθηκαν. Επίσης, η κυβέρνηση δεν πέτυχε τον δημοσιονομικό στόχο που είχε θέσει για το 2014 -15, με το έλλειμμα να παραμένει υψηλότερο από το αναμενόμενο.

Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως ακριβώς αυτή η «σύσφιξη» της οικονομίας ήταν που απέτρεψε τις επενδύσεις, πλήττοντας την ανάπτυξη.

Απασχόληση, ανεργία και…Brexit

Πράγματι η ανεργία μειώθηκε κάτω από το 6% στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2015. Ωστόσο, οι πραγματικοί μισθοί χρειάστηκαν σχεδόν μια δεκαετία για να ανακάμψουν και να φτάσουν στα επίπεδα πριν την κρίση.

Μάλιστα, οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως η αύξηση της απασχόλησης σημειώθηκε λόγω των ευέλικτων μορφών εργασίας, εις βάρος πολλές φορές των εργαζόμενων, οι οποίοι πολλές φορές εργάζονταν σε καθεστώς επισφάλειας.

Ακόμη, τα μέτρα λιτότητας είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των επενδύσεων σε τομείς όπως η έρευνα και η ανάπτυξη. Αργότερα, υπουργοί της τότε κυβέρνησης παραδέχθηκαν πως θα μπορούσαν να επικεντρωθούν περισσότερο στην επιβολή υψηλότερης φορολογίας και λιγότερο στην περικοπή δημόσιων δαπανών.

Τον Φεβρουάριο του 2018 επετεύχθη επιτέλους ο στόχος της εξάλειψης του ελλείματος, αλλά το δημοψήφισμα για την παραμονή στην ΕΕ το 2016, είχε εγκαινιάσει άλλη μια περίοδο πολιτικής αναταραχής. Για την ακρίβεια, δεν ήταν ξεκάθαρο τι θα συνεπαγόταν το Brexit.

Το 2020 η Βρετανία τελικά αποχωρεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διακόπτοντας τους δεσμούς με πιο βαθύ τρόπο απ’ ότι είχαν προβλέψει αρκετοί.

Παρότι η κατάσταση είναι περίπλοκη, με διαδοχικές κρίσεις όπως ο κορονοϊός και ο πόλεμος στην Ουκρανία, δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι που θεωρούν πως το Brexit έχει ήδη σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας, επικρίνοντας μάλιστα την απόφαση της χώρας για έξοδο και από την ενιαία αγορά της ΕΕ. Για παράδειγμα, το μέγεθος των εμπορικών ροών της Βρετανίας σε σχέση με το ΑΕΠ έχει μειωθεί περισσότερο από άλλες χώρες της G7.

Ακόμη πρωθυπουργοί έρχονται και φεύγουν, με αποτέλεσμα τα οικονομικά προγράμματα να τροποποιούνται ή και να ανατρέπονται, δημιουργώντας ανησυχία στους επενδυτές.

«Διέσωσαν τους τραπεζίτες το 2007», δήλωσε ένας λιμενεργάτης από το Λίβερπουλ, προσθέτοντας πως «τώρα δεν μπορούν να διασώσουν τους πεινασμένους ανθρώπους».