Τις ενστάσεις και τους προβληματισμούς που ενυπάρχουν στους κόλπους ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αλλά και της αγοράς ενέργειας, με φόντο τη συμφωνία των υπουργών Ενέργειας της ΕΕ για το πλαφόν στο φυσικό αέριο μεταφέρει σε εκτενές δημοσίευμα του Politico.

Ads

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, η εν λόγω συμφωνία ήρθε μετά από μήνες έντονης διχόνοιας σχετικά με μια βασική πτυχή της αντίδρασης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στην ενεργειακή κρίση – αλλά η τελική διευθέτηση μπορεί να καταλήξει να μην ικανοποιεί κανέναν.

Σύμφωνα με το σχέδιο, το οποίο πρόκειται να τεθεί σε ισχύ στις 15 Φεβρουαρίου και να διαρκέσει ένα έτος, οι συναλλαγές στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια φυσικού αερίου θα περιορίζονται στα 180 ευρώ ανά μεγαβατώρα, εάν αυτό το επίπεδο τιμών επιτευχθεί για τρεις εργάσιμες ημέρες και οι ευρωπαϊκές τιμές χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου είναι, για το ίδιο χρονικό διάστημα, 35 ευρώ πάνω από την παγκόσμια τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).

Το σχέδιο μάλιστα εγκρίθηκε από τις χώρες της ΕΕ με ειδική πλειοψηφία, καθώς η Ουγγαρία αντιτάχθηκε, ενώ Αυστρία και Ολλανδία απείχαν.

Ads

Από τη μεριά της, η Γερμανία – η οποία αντιτίθετο εδώ και καιρό στις προτάσεις για την επιβολή πλαφόν που προωθούνται από μια συμμαχία νότιων και ανατολικών χωρών- καθώς και το Βέλγιο –  υποστήριξαν την πρόταση, αλλά μόνο με σημαντικές «διασφαλίσεις». Αυτές αφορούν τις ανησυχίες του Βερολίνου ότι η παρέμβαση στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου θα μπορούσε να απομακρύνει τα διεθνή φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου από την Γηραιά Ήπειρο, σε μια στιγμή που η Ευρώπη (και η Γερμανία ειδικότερα) προσπαθεί να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Στον απόηχο της συμφωνίας, η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι έκανε λόγο για μια «μικρή μεγάλη νίκη», ενώ ο Πολωνός πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι δήλωσε ότι «σηματοδοτεί το τέλος της ικανότητας της Ρωσίας και της Gazprom να χειραγωγεί την αγορά».

Από την άλλη πλευρά, ο Ολλανδός υπουργός Ενέργειας Rob Jetten δήλωσε μιλώντας στο Politico ότι «εξακολουθεί να ανησυχεί» για τον αντίκτυπο του μέτρου.

«Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να αντέξουμε 180 ευρώ ανά μεγαβατώρα»

Η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, ενώ παράλληλα θα πρέπει να διασφαλιστεί η ασφάλεια του εφοδιασμού με φυσικό αέριο, σημείωσε και συνέχισε: «Δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι αυτός ο μηχανισμός διόρθωσης της αγοράς είναι επωφελής και για τα δύο αυτά θέματα».

Ενδεικτική αναφορικά με το πόσο διχαστική παραμένει η συζήτηση, είναι και η αποστροφή ανώτερου διπλωμάτη από μια χώρα που τάσσεται υπέρ του πλαφόν, ο οποίος δήλωσε ότι το μέτρο «δεν είναι αρκετό και αποτελεί μόνο ένα προσωρινό μέτρο έκτακτης ανάγκης», σημειώνοντας παράλληλα ότι οι τιμές χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου εξακολουθούν να είναι τέσσερις φορές υψηλότερες από το κανονικό και ότι είναι απαραίτητη μια ευρύτερη μεταρρύθμιση της αγοράς.

«Αυτό δίνει την εντύπωση ότι μπορούμε να αντέξουμε 180 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορούμε», επεσήμανε με νόημα.

Κίνδυνοι χειραγώγηση της αγοράς

Υπάρχουν ακόμη εμπόδια για να τεθεί σε ισχύ η πολιτική αυτή, επισημαίνει το Politico.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμμερίζεται, καθ’ όλη τη διάρκεια, τις ανησυχίες των χωρών που τάσσονται κατά των πλαφόν σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις του σχεδίου στην προσφορά φυσικού αερίου και τη σταθερότητα της αγοράς.

Η επίτροπος Ενέργειας Kadri Simson τόνισε στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε τη Δευτέρα μετά τη σύνοδο κορυφής ότι η Επιτροπή «είναι έτοιμη να αναστείλει, εκ των προτέρων, την ενεργοποίηση του μηχανισμού», εάν η επικείμενη έκθεση του εποπτικού φορέα της ΕΕ για τις αγορές ESMA και της ρυθμιστικής αρχής ενέργειας ACER – μαζί με την ανάλυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – «δείξει ότι οι κίνδυνοι αντισταθμίζουν τα οφέλη». Η τράπεζα έχει ήδη μιλήσει για πιθανούς κινδύνους για τη σταθερότητα της αγοράς.

Οι χώρες που τάσσονται υπέρ του ανώτατου ορίου τιμών – συμπεριλαμβανομένου του Βελγίου, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας – έχουν θέσει την ανάγκη (τόσο την υλική όσο και την πολιτική) για μείωση των λογαριασμών ενέργειας για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις στο επίκεντρο των επιχειρημάτων τους υπέρ του πλαφόν.

«Πρόκειται για το ενεργειακό μας μέλλον», δήλωσε η υπουργός Ενέργειας του Βελγίου Tinne van der Straeten, μιλώντας πριν από τη συνεδρίαση της Δευτέρας. «Πρόκειται για την ενεργειακή ασφάλεια. Πρόκειται για το πώς θα έχουμε προσιτές τιμές και θα αποφύγουμε την αποβιομηχάνιση».

Γρίφος το πώς θα δουλέψει ο μηχανισμός

Σύμφωνα με το Politico, το πώς ακριβώς ο πολύπλοκος μηχανισμός στον οποίο κατέληξαν οι χώρες θα επιτύχει αυτόν τον στόχο, μένει να φανεί. Ακόμα και αν τελικά ενεργοποιηθεί, θα μπορούσε να ανασταλεί αν θεωρηθεί ότι αυξάνει τη ζήτηση φυσικού αερίου, μειώνει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, επηρεάζει τη σταθερότητα της αγοράς, μειώνει τον όγκο του φυσικού αερίου που διακινείται στο TTF ή απομακρύνει όσους εμπορεύονται φυσικό αέριο από την Ευρώπη.

«Υπάρχουν τόσες πολλές διασφαλίσεις που είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πλήρως πώς θα εξελιχθεί», δήλωσε ο Simone Tagliapietra, της δεξαμενής σκέψης Bruegel. Η όλη συζήτηση είχε γίνει ένα «τοτέμ» για πολλές χώρες, πρόσθεσε.

«Το ανώτατο όριο (πλαφόν) της τιμής του φυσικού αερίου εκλαμβάνεται σε αρκετά κράτη μέλη ως μια ασημένια σφαίρα», πρόσθεσε, αλλά δεν θα «λύσει μαγικά όλα τα προβλήματά μας – και θα ήταν πραγματικά μεγάλο λάθος να το πιστεύουμε».

Η Γερμανία και η Ολλανδία- που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο και αμφότερες είναι επιφυλακτικές απέναντι σε σημαντικές παρεμβάσεις στην αγορά – πρωτοστάτησαν στην αντίθεση στις διάφορες μορφές ανώτατης τιμής φυσικού αερίου που προτάθηκαν.

Ο Timm Kehler, διευθύνων σύμβουλος του γερμανικού ομίλου της βιομηχανίας φυσικού αερίου Zukunft Gas, αποκάλεσε το όλο εγχείρημα «πολιτική ψευδαίσθηση» – η οποία δεν θα «επιβιώσει από τον έλεγχο της πραγματικότητας» τώρα που αποτελεί πραγματική πολιτική της ΕΕ.

«Σε μια οικονομία της αγοράς, οι τιμές καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση – και όχι από πολιτικά διατάγματα», επεσήμανε.

Αν και οι εγγυήσεις υποτίθεται ότι προστατεύουν την αγορά από αναταραχές, και μόνο η ύπαρξη του μηχανισμού μπορεί να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ικανότητα της Ευρώπης να προσελκύει διεθνή φορτία φυσικού αερίου, δήλωσε η Katja Yafimava, ειδικός σε θέματα φυσικού αερίου και ανώτερη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης. Στέλνει «ένα μήνυμα σε όλους τους προμηθευτές φυσικού αερίου στην Ευρώπη ότι η ΕΕ είναι πρόθυμη – κατ’ αρχήν και στην πράξη – να πειράξει την αγορά, αν αυτό είναι πολιτικά σκόπιμο … [που] μπορεί να επηρεάσει τις μελλοντικές εμπορικές αποφάσεις των προμηθευτών».

Η ψυχρή περίοδος στην Ευρώπη τον Δεκέμβριο του τρέχοντος έτους οδήγησε σε μείωση των επιπέδων αποθήκευσης φυσικού αερίου στο 84%.

Σύμφωνα με το Politico, αυτό εξακολουθεί να είναι ένα αρκετά καλό επίπεδο για αυτή την εποχή του έτους. Όμως ο τρόπος με τον οποίο το ανώτατο όριο τιμών μπορεί να αλληλεπιδράσει με την παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου την επόμενη άνοιξη και το καλοκαίρι, όταν οι ευρωπαϊκές χώρες θα τρέξουν και πάλι να γεμίσουν τις υπόγειες εγκαταστάσεις αποθήκευσης, πιθανότατα να οδηγήσει τους υπουργούς ενέργειας ενώπιον ενός βασανιστικού διλήμματος όταν θα συναντηθούν ξανά στις αρχές 2023: ένα νέο έτος, αλλά η ίδια ενεργειακή κρίση.