Παγκόσμια ανησυχία προκάλεσε η είδηση πως η Κίνα αποφάσισε να «ανανεώσει» τη φρουρά που διατηρεί στο Χονγκ Κονγκ, την ώρα που οι διαδηλώσεις που έχουν ξεσπάσει εδώ κι αρκετούς μήνες στην ημιαυτόνομη επαρχία όχι μόνο δε λένε να κοπάσουν αλλά διατηρούν τη μαζικότητά τους, ενώ γίνονται ενίοτε αρκετά βίαιες.

Ads

Και μπορεί το Πεκίνο να μιλάει για μια «τυπική διαδικασία», όμως υπάρχουν κάποια επιμέρους στοιχεία στα οποία στέκονται αρκετοί. Το πρώτο έχει να κάνει με το τάιμιγκ της ανακοίνωσης της εν λόγω ανακοίνωσης, καθώς από τη μια μπορεί να εκληφθεί ως ένα «μήνυμα» εκ μέρους της κινέζικής κυβέρνησης προς τους διαδηλωτές, ενώ από την άλλη είναι δεδομένο πως θα ενεργοποιήσει αρκετά αντανακλαστικά στο εσωτερικό τους ανεβάζοντας ακόμη περισσότερο την ένταση σε μια ήδη ιδιαίτερα εύφλεκτη περιοχή.

Δεν είναι λίγοι πάντως αυτοί που αντιτείνουν πως κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και πριν από έναν χρόνο με την Κίνα να προχωρά σχετική ανακοίνωση. Εδώ όμως έρχεται το δεύτερο στοιχείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς. Κι αυτό γιατί στην εν λόγω ανακοίνωση το Πεκίνο δήλωνε ρητά πως η συγκεκριμένη «ανανέωση» της φρουράς της στο Χονγκ Κογκ δε συνεπαγόταν επ’ ουδενί την αύξηση των κινέζικων στρατευμάτων στην  περιοχή. Το πρόβλημα που εντοπίζουν αρκετοί έχει να κάνει με το γεγονός ότι ανάλογη δέσμευση δεν υπάρχει στη σημερινή ανακοίνωση, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται κάτι τέτοιο..

Σε κάθε περίπτωση, τη δεδομένη στιγμή η κινέζικη φρουρά υπολογίζεται σε 8 με 10 χιλιάδες στρατιώτες, που κατανέμονται σε βάσεις στη Νότια Κίνα αλλά και σε παλιούς στρατώνες (από την εποχή των βρετανικών αποικιών) στο Χονγκ Κογκ. Ενδεχόμενη αύξησή τους μπορεί πράγματι να μη σημαίνει τίποτα, όμως οι φόβοι για νέο αιματοκύλισμα όπως αυτό της πλατείας Τιέαναμεν πριν 30 χρόνια έχουν αρχίσει να εκφράζονται δημοσίως. Πόσο πιθανό όμως είναι στην πραγματικότητα ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

Ads

Το «μη λειτουργικό» σύστημα

Επιχειρώντας να δώσει κανείς απάντηση, καλό θα ήταν πρώτα να ρίξει «φως» στις αιτίες που έχουν οδηγήσει εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους του Χονγκ Κογκ. Όπως τονίζει μάλιστα η Monde Diplomatique, οι διαδηλωτές δεν είναι ούτε άγγελοι ούτε και δαίμονες, οι πρακτικές τους ποικίλλουν αρκετά (άλλες φορές σε ειρηνικό μοτίβο ενώ άλλες σε βίαιο), ενώ τα αιτήματά τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιγραφούν από ένα και μόνο σλόγκαν.

Κι αυτό γιατί μπορεί όλα να ξεκίνησαν με αφορμή το νομοσχέδιο για την διευκόλυνση έκδοσης πολιτών στην Κίνα που εισήγαγε η διορισμένη από το Πεκίνο κυβέρνηση της Κάρι Λαμ, όμως η κατάσταση δεν καταλάγιασε ούτε μετά την απόσυρσή του. Αυτό συνέβη, όπως αναφέρουν αναλυτές, πιθανότατα επειδή ένα μεγάλο τμήμα των ακτιβιστών που εξακολουθούν να διαδηλώνουν ως μια ευκαιρία να θέσουν ευρύτερα ζητήματα αναφορικά με την επικυριαρχία του Πεκίνου πάνω στο Χογκ Κογκ.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που σημειώνουν πως η λύση «μια χώρα, δυο συστήματα» που επινοήθηκε ως «λειτουργική λύση» για τη σχέση του Χόνγκ Κογκ με την Κίνα ήρθε να ικανοποιήσει απλά και μόνο τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές ελίτ. Όλα τα υπόλοιπα παρέμειναν σε μια «ισορροπία τρόμου».

Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά ξεσπάσματα ήρθε το 2014 όταν εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους ζητώντας την εκλογή του διοικητή του Χονγκ Κογκ με καθολική ψηφοφορία, κάτι που απέρριπτε το Πεκίνο, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο προβλεπόταν από τον λεγόμενο Βασικό Νόμο (ό,τι πλησιέστερο σε Σύνταγμα). Μετά από πολυήμερες κινητοποιήσεις, οι οποίες έμειναν γνωστές στην ιστορία ως το Κίνημα της Ομπρέλας, αποφάσισε να κάνει μισό βήμα πίσω. Αποδέχτηκε μεν την απευθείας εκλογή από τους πολίτες του Χονγκ Κονγκ, αλλά με την προϋπόθεση ότι οι υποψήφιοι θα προέρχονταν αποκλειστικά από μια λίστα προεπιλεγμένη από Κινέζους αξιωματούχους. Αυτό προφανώς προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη αντίδραση εκ μέρους των διαδηλωτών, όμως η «πρόταση» του Πεκίνου επιβλήθηκε μέσα από τόνους χημικών κι εκατοντάδες συλλήψεις.

Κάπως έτσι οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης αποκλείστηκαν ή τέθηκαν στο περιθώριο, ενώ στη θέση της γενικής Διοικήτριας του Χονγκ Κονγκ προωθήθηκε η Κάρι Λαμ. Αρκετοί σήμερα επισημαίνουν πως δεν ήταν η πιο σοφή επιλογή, κάτι που παραδέχονται ακόμη και αξιωματούχοι της κινέζικης κυβέρνησης.

Η κρίση ταυτότητας και η κοινωνική κρίση

Το ζήτημα όμως υπερβαίνει τις πολιτικές προσωπικότητες, καθώς τα τελευταία χρόνια το Πεκίνο έχει επαναπροσδιορίσει το «μια χώρα δυο συστήματα» επί τα χείρω. Κάτι που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανησυχία που ενυπάρχει στην κινέζικη κυβέρνηση αναφορικά με το ενδεχόμενο το Χονγκ Κονγκ να διεκδικήσει ακόμη μεγαλύτερη αυτονομία ή ακόμη και την ανεξαρτησία της.

Οι εν λόγω φόβοι πάντως δεν είναι ανεδαφικοί, παρά το γεγονός πως οι φωνές για ανεξαρτησία παραμένουν προς το παρόν ανεδαφικές. Έρευνες καταδεικνύουν πως μόλις το ένα τρίτο των πολιτών αυτοπροσδιορίζονται ως κινέζικης καταγωγής, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία δηλώνει ως τόπο καταγωγής απλά και μόνο το Χονγκ Κονγκ. Την ίδια στιγμή, φαίνεται να χάνεται και η εμπιστοσύνη στο «μια χώρα, δυο συστήματα», με την πλέον πρόσφατη έρευνα να την καταγράφει σε μόλις 40%.

Εκτός όμως από κρίση ταυτότητας, το Χονγκ Κογκ δείχνει να διέρχεται και μια έντονη κοινωνική κρίση. Παρά το γεγονός πως η πόλη παραμένει μια από τις πλέον πλούσιες παγκοσμίως, με την υψηλότερη συγκέντρωση δισεκατομμυριούχων (67 σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του Forbes), η ανισότητα είναι πολύ μεγάλη, καθώς το 20% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.

Την ίδια στιγμή, τα ΜΜΕ συχνά κάνουν αναφορές στα λεγόμενα «σπίτια-κλουβιά», με έκταση λιγότερη από 5 τετραγωνικά μέτρα, τα οποία προορίζονταν για ηλικιωμένους χωρίς σύνταξη αλλά και για νέους με ευέλικτες και κακοπληρωμένες δουλειές. Πλέον όμως φαίνεται πως σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι νέοι της μεσαίας τάξης. Το εν λόγω στεγαστικό πρόβλημα έκανε την εμφάνισή του πριν από την μετάβαση στην κινέζικη κυριαρχία, όμως ο τοπικός πληθυσμός επιρρίπτει σοβαρές ευθύνες και στους πλούσιους κινέζους, που επιδείνωσαν την κατάσταση μέσα από το ξέπλυμα χρήματος στην αγορά κατοικίας εκτοξεύοντας τις τιμές.

Επίσης, πιστεύουν πως οι νέοι από την ηπειρωτική Κίνα, που διαθέτουν πτυχία από αμερικάνικα και βρετανικά πανεπιστήμια και μιλούν άπταιστα αγγλικά, έχουν πολύ καλύτερες ευκαιρίες για καλοπληρωμένες δουλειές αφήνοντας τους ντόπιους νέους στο περιθώριο.

Από την άλλη, εγείρονται φόβοι αναφορικά και με το μέλλον, καθώς το Χονγκ Κονγκ χάνει τα πρωτεία αναφορικά με το αναπτυξιακό του στάτους, με την γειτονική επαρχία, το Σενζέν, τα βρίσκεται στα «πάνω» του προσελκύοντας εταιρίες όπως η Huawei και η Tencent Holdings. Κάπως έτσι η ιδιαίτερη περιοχή γίνεται όλο και λιγότερο ιδιαίτερα.

Πώς θα αντιδράσει η Κίνα;

Όλα τα παραπάνω σκιαγραφούν το εκρηκτικό κλίμα μέσα στο οποία διαδηλώσεις και συγκρούσεις μεταξύ ακτιβιστών κι αστυνομίας αποτελούν πλέον καθημερινό φαινόμενο. Το ερώτημα είναι αν και με ποιον τρόπο θα αντιδράσει η Κίνα.

Μια λύση για το Πεκίνο θα ήταν να βρει ως «εξιλαστήριο θύμα» την Κάρι Λαμ,καθώς η αποπομπή της ενδεχομένως να λειτουργούσε ως βαλβίδα αποσυμπίεσης. Μέχρι στιγμής πάντως δεν προκύπτει τέτοια πρόθεση με τους Κινέζους αξιωματούχους να στρέφουν τα πυρά τους κατά των ΗΠΑ, στις οποίες καταλογίζουν υποκίνηση τω διαδηλώσεων. Από την άλλη, ενδεχόμενη πιο «δυναμική αντίδραση. από την κινέζικη κυβέρνηση θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τους φόβους για αιματοκύλισμα ανάλογο της Τιενεμνέν;

Σύμφωνα με την ανάλυση του Monde Diplomatique, οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι πολύ μικρές, καθώς το κινέζικο καθεστώς έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία 30 χρόνια, κυρίως γιατί δε νιώθει ιδιαίτερη απειλή από τους διαδηλωτές. Επιπλέον, όπως δηλώνουν πολιτικοί αναλυτές, η Κίνα έχει πάρει τα μαθήματά της από την κρίση του 1989, έχοντας λάβει μάλιστα σχετική «τεχνογνωσία» από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αλλά και τις ΗΠΑ. Υπό αυτή την έννοια, η «δυτικοποίηση» του Πεκίνου δεν προμηνύει σπασμωδικές κινήσεις.

Την ίδια στιγμή, όμως μια περαιτέρω κλιμάκωση παραμένει πιθανή όσο η κατάσταση παραμένει τόσο τεταμένη. Μπορεί το Χονγκ Κονγκ να μην παραμένει ζωτικής σημασίας από οικονομικής άποψης (λόγω της ανόδου άλλων επαρχιών, όπως το Σενζέν), από πολιτική οπτική όμως το στρατηγικό ενδιαφέρον είναι σαφές. Τυχόν υποχώρηση άλλωστε έναντι των διαδηλωτών στο Χονγκ Κονγκ, θα δημιουργούσε προσδοκίες στους υποστηρικτές της ανεξαρτησίας στην Ταϊβάν, λίγους μήνες μάλιστα πριν από τις εκλογές του Γενάρη. Κι η Ταϊβάν είναι πραγματικά ζωτικής σημασίας τόσο από οικονομική όσο και από στρατιωτική άποψη. Με αυτά τα δεδομένα, είναι λογικό κανείς να αναμένει οι όποιες αποφάσεις να ληφθούν με γνώμονα την όσο το δυνατό ταχύτερη εκτόνωση της κατάστασης. Το πρόβλημα, όπως επισημαίνει η Monde, είναι πως στην πολιτική οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται πάντα με γνώμονα τη λογική.