Τα βλέμματα όλου του κόσμου συγκεντρώνονται στην Οσάκα της Ιαπωνίας όπου ξεκινά σήμερα η Σύνοδος Κορυφής των G20. Το πολιτικό θερμόμετρο έχει βαρέσει ήδη κόκκινο, καθώς η συνάντηση αναμένεται να είναι μία κατά μέτωπο σύγκρουση ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα για την οικονομική και τεχνολογική κυριαρχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Έναν κόσμο που ότι και να γίνει έχει ήδη αρχίζει να αλλάζει.

Ads

Οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αναδιαμορφώνουν ήδη τον κόσμο – τόσο κάνοντας τον καλύτερο, όσο και χειρότερο – και ακόμη κι αν καταλήξουν σε μία εμπορική συμφωνία, αυτή πιθανόν δεν θα μπορέσει να επιβραδύνει τη δυναμική των αλλαγών που συντελούνται.

Οι επιβαρυμένες σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών επηρεάζουν τα πάντα, από τη γεωπολιτική στρατηγική μέχρι την καθημερινότητά μας: το πού παράγονται τα προϊόντα που αγοράζουμε, το πού θα δημιουργηθούν ή θα χαθούν θέσεις εργασίας, την τεχνολογία που θα χρησιμοποιήσουμε και που δεν θα χρησιμοποιούμε, το ποιος θα μπορεί να σπουδάσει στο Χάρβαρντ και φυσικά το πώς κάποιος θα επενδύσει τα χρήματά του.

Αυτό σημαίνει ότι πιθανόν να είμαστε μάρτυρες μιας ιστορικής αλλαγής.

Ads

Από τη δεκαετία του 1990 και ύστερα, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής και οι επιχειρηματικοί τιτάνες προέβλεπαν ότι ο κόσμος θα γίνει ολοένα και πιο ενοποιημένος. Ίσως το μεγαλύτερο σύμβολο αυτής της διαδικασίας να ήταν η σχέση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Δύο δυνάμεις με αντιδιαμετρικά πολιτικά συστήματα και ιδεολογίες που αλληλοσυνδέονταν μέσω εμπορικών δεσμών, χρημάτων και ατόμων. Κι αυτό γιατί με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η δημιουργία ενός ενιαίου κόσμου φαινόταν το αναπόφευκτο μέλλον.

Αλλά όχι πια. Με τη συνεργασία μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας να βρίσκεται στον αέρα, οι επιχειρήσεις επαναπροσδιορίζουν το χάρτη της παγκόσμιας παραγωγής, κέντρο του οποίου μέχρι σήμερα ήταν το Πεκίνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Apple, που αν και μέχρι σήμερα κατασκεύαζε ένα μεγάλο μέρος των προϊόντων της στην Κίνα, σκέφτεται να μεταφέρει την παραγωγή της στη Νοτιοανατολική Ασία ή κι αλλού. Αλλά και λιγότερο γνωστές εταιρείες όπως για παράδειγμα η Giant Manufacturing, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ποδηλάτων παγκοσμίως, έχουν ήδη μετατοπίσει την παραγωγή. Η Giant έχει μετακινήσει την κατασκευή πολλών μοντέλων που προορίζονται για τις ΗΠΑ στην έδρα της, στην Ταϊβάν και ανοίγει μάλιστα κι ένα νέο εργοστάσιο στην Ουγγαρία. «Ο κόσμος δεν είναι πλέον επίπεδος», δήλωσε η πρόεδρος της Giant, Bonnie Tu, στο Bloomberg.

Κι αυτά δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά: Μια έρευνα που δημοσιεύθηκε τον Μάιο από το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στην Κίνα έδειξε ότι περίπου το 40% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι έχουν μετεγκατασταθεί ή σκέφτονται να μετακινήσουν τις επιχειρήσεις τους εκτός των συνόρων της χώρας.

Αυτή η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα, λόγω της αύξησης του κόστους παραγωγής στην Κίνα. Ο αμερικανικός κολοσσός κατασκευαστής παιχνιδιών Hasbro ανακοίνωσε ότι μειώνει σταθερά το ποσοστό των προϊόντων που παράγονται στην Κίνα και πωλούνται στις ΗΠΑ από 80% το 2012 σε 67% στο τέλος του 2018 και σχεδιάζει να συρρικνώσει περαιτέρω αυτό το ποσοστό τα επόμενα χρόνια. Αυτό που έκανε λοιπόν ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξαν ΗΠΑ και Κίνα ήταν να κάνει τους επιχειρηματίες να πατήσουν γκάζι. «Αυτό που κάνουν οι εταιρείες είναι να επιταχύνουν τα σχέδιά τους να εγκαταλείψουν την Κίνα», εξήγησε ο Stephen Lamar, εκτελεστικός αντιπρόεδρος της American Clothing and Footwear Association, στο The Atlantic.

Για κάποιες χώρες, αυτό είναι ένα καλό νέο. Οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να μεταφέρουν τις γραμμές παραγωγής τους από την Κίνα τείνουν να στοχεύουν σε άλλες αναδυόμενες οικονομίες για να θέσουν τις νέες βάσεις τους. Η σύγχρονη οικονομική ιστορία μας λέει ότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται σε τέτοια εργοστάσια στις φτωχές χώρες μπορούν να εκκινήσουν την οικονομική ανάπτυξη και να ανακουφίσουν τη φτώχεια (όπως συνέβη και στην ίδια την Κίνα). Ήδη μέρη όπως το Βιετνάμ έχουν δει τα πρώτα οφέλη.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εν τω μεταξύ, βρίσκονται αντιμέτωπες με μια αναδιάταξη των εμπορικών σχέσεών τους αλλά και των εμπορικών διαφωνιών τους. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Ντόναλντ Τραμπ, οι αμερικανικές επιχειρήσεις που επαναπροσδιορίζουν ή μετακινούν την παραγωγή από την Κίνα πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ελάχιστες. Αυτό σημαίνει ότι το εμπορικό έλλειμμα που ενοχλεί τόσο τον Αμερικανό πρόεδρο πιθανόν να αναδιανεμηθεί σε διάφορες χώρες.

Για την Κίνα, το μεταβαλλόμενο πρόσωπο της παγκόσμιας παραγωγής ασκεί πιέσεις στις κινεζικές επιχειρήσεις να ανέβουν στην «αλυσίδα αξίας», όπως ονομάζουν οι οικονομολόγοι την ικανότητα μιας επιχείρησής να είναι ανταγωνιστική ως αποτέλεσμα όλων όσων κάνει και του τρόπου με τον οποίο αυτή είναι οργανωμένη. Έτσι οι Κινέζοι επιχειρηματίες θα πρέπει να μάθουν να παράγουν προϊόντα υψηλότερης ποιότητας και πιο καινοτόμα για να διατηρήσουν το θαύμα της ανάπτυξης της χώρας ζωντανό. Αυτό είναι που σχεδιάζουν να κάνουν οι αμφιλεγόμενες βιομηχανικές πολιτικές του Πεκίνου – που προωθούν τους τομείς αιχμής με κρατική υποστήριξη.

Αλλά και εδώ, η διαμάχη με τις ΗΠΑ μπορεί να προκαλέσει το χάος. Ο Τραμπ έχει πάρει μέτρα έτσι ώστε να κρατήσει αμερικανική τεχνολογία ζωτικής σημασίας μακριά από τα χέρια της Κίνας. Έτσι έχει απαγορευτεί σε αμερικανικές εταιρείες να πωλούν κρίσιμα εξαρτήματα, όπως για παράδειγμα μικροτσίπς, σε σημαντικές κινεζικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένου του τεχνολογικού γίγαντα Huawei. Αυτά τα μέτρα, σε συνδυασμό με την εμμονή του Πεκίνου στον έλεγχο της εγχώριας τεχνολογίας, θα μπορούσαν να χωρίσουν ψηφιακά τις ΗΠΑ και την Κίνα, με τους καταναλωτές να χρησιμοποιούν διαφορετικά λογισμικά και gadgets. Το Πεκίνο έχει ήδη ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία με την ανέγερση του Μεγάλου Τείχους προστασίας για να εμποδίσει πολλές αμερικανικές εταιρείες του διαδικτύου να δραστηριοποιηθούν στην κινεζική αγορά. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο οι Κινέζοι χρήστες του ίντερνετ ζουν σε ένα ξεχωριστό διαδικτυακό σύμπαν, το microblogging γίνεται στο Sina Weibo κι όχι στο Twitter και η κύρια μηχανή αναζήτησής τους είναι το Baidu και όχι το Google.

Η αυξανόμενη δυσπιστία μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας αρχίζει να απομακρύνει τους πολίτες τους, όμως, όχι μόνο στον ψηφιακό αλλά και στον πραγματικό κόσμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι ο νόμος που απαγορεύει σε οποιονδήποτε Κινέζο επιστήμονα που συνδέεται με τον κινέζικο στρατό να σπουδάσει ή να κάνει έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό τον μήνα, το υπουργείο Παιδείας του Πεκίνου εξέδωσε προειδοποίηση στους Κινέζους φοιτητές καλώντας τους να σκεφτούν τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην απόφασή τους να πάνε να σπουδάσουν στις ΗΠΑ. Η δε Huawei, απέλυσε πρόσφατα όλους τους Αμερικάνους που εργάζονταν στο στρατηγείο της στο Shenzhen. Ένας εκπρόσωπος της Huawei είπε ανοιχτά ότι επρόκειτο για αντίποινα στα μέτρα που πήραν οι ΗΠΑ εναντίον της εταιρείας.

Δεν είναι όμως μόνο οι εμπορικές σχέσεις που αλλάζουν, αλλά αλλάζουν και οι συσχετισμοί μεταξύ των εθνών. Την ώρα που οι ΗΠΑ και η Κίνα χωρίζουν τα τσανάκια τους, ένα νέο μοντέλο παγκόσμιων σχέσεων είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα αναδειχθεί. Για παράδειγμα, η Κίνα και η Ρωσία έχουν σήμερα πιο φιλικές σχέσεις από ότι ήταν για το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου που και οι δύο χώρες ήταν κομμουνιστικές. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν εμφανίστηκε στο όπου ο Σι Τζινπίνγκ γιόρταζε τα γενέθλια του κατά τη διάρκεια μιας συνόδου στο Τατζικιστάν αυτό το μήνα και του έφερε μάλιστα και παγωτό.

Η Ιταλία από την άλλη έσπασε με τόλμη τους παραδοσιακούς δεσμούς της με τις ΗΠΑ και με μερικούς από τους ευρωπαίους συμμάχους της, νωρίτερα φέτος, για να γίνει η πρώτη χώρα των G7 που υπέγραψε τη συμφωνία για τον νέο Δρόμο του Μεταξιού. Για πολλές χώρες που διατηρούν οικονομικούς δεσμούς με την Κίνα, αλλά και στρατηγικές συμμαχίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η επιλογή μεταξύ των δύο θα γίνει όλο και πιο δύσκολη.

Ακριβώς όπως η συνεργασία των ΗΠΑ και της Κίνας ήταν αντιπροσωπευτική της μεγαλύτερης τάσης για παγκόσμια συνεργασία, ο νέος εμπορικός Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ τους μπορεί να συμβολίσει εξίσου τον αυξανόμενο εθνικισμό και τη θέρμη κατά της παγκοσμιοποίησης, που είναι παρούσα από το Ηνωμένο Βασίλειο έως την Ινδία.

Πόσο θα προχωρήσει αυτός ο επανασχεδιασμός της παγκόσμιας επιχειρηματικότητας και διπλωματίας;

Είμαστε μόλις στην αρχή μιας μακροπρόθεσμης διαμάχης για το ποιος θα είναι ο ηγέτης του 21ου αιώνα και το μόνο σίγουρο είναι ότι η έκβασή της είναι αβέβαιη.