Είκοσι χρόνια μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης των φοιτητών στην πλατεία Τιενανμέν, στο Πεκίνο, δημοσιεύεται το «Μυστικό Ημερολόγιο» του Ζάο Ζιγιάνγκ, τότε Γενικού Γραμματέα του Κομουνιστικού Κόμματος και πρωθυπουργού της Κίνας.

Ads

Ο Ζιγιάνγκ είχε τότε αντιταχθεί στη βίαιη καταστολή του κινήματος, ζητώντας «διάλογο» για εξεύρεση λύσης – στάση που πλήρωσε με τον πολιτικό παραγκωνισμό του και κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το θάνατό του. Στις 19 Μαΐου 1989 ο Ζάο Ζιγιάνγκ, ο τέως Κινέζος πρωθυπουργός που τέθηκε κατά της χρήσης στρατιωτικών δυνάμεων στους φοιτητές που διαδήλωναν, απευθύνθηκε βουρκωμένος στους συγκεντρωμένους στην πλατεία Τιενανμέν.

Τους είπε πως θα έπρεπε να σταματήσουν την απεργία πείνας που είχαν αρχίσει προκειμένου να αφήσουν ανοιχτή την πόρτα του διαλόγου με την κυβέρνηση και αφού τους ζήτησε συγγνώμη για τα σφάλματα και τις παραλείψεις της δικής του γενιάς, διατύπωσε τις φράσεις που έμειναν ιστορικές: «Ήρθαμε πολύ αργά» και «Δεν είστε σαν κι εμάς, εμείς είμαστε όλοι γέροι, για μας πλέον δεν έχει καμιά σημασία».

Μετά από εκείνο το λόγο, ο Ζάο τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό και ο κόσμος δεν άκουσε ξανά για αυτόν μέχρι το θάνατό του, το 2005. Στις 19 Μαΐου το καθεστώς του αφαίρεσε όλες τις εξουσίες και στις 4 Ιουνίου οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών στο Πεκίνο, σκοτώνοντας εκατοντάδες άτομα και θέτοντας τέρμα στην εξέγερση που προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση. Ο Ζάο κατηγορήθηκε για «διχασμό του κόμματος» και «υποστήριξη αναταραχών».

Ads

Είκοσι χρόνια αργότερα δημοσιεύεται το «Μυστικό Ημερολόγιο» του πρώην Γενικού Γραμματέα του Κομουνιστικού Κόμματος της Κίνας και πρωθυπουργού Ζάο Ζιγιάνγκ, όπου με σκληρή γλώσσα αναφέρεται στα υπερήλικα στελέχη του ΚΚ που υποστήριξαν την επιβολή του στρατιωτικού νόμου και τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης, παραγκωνίζοντας τον ίδιο που ήταν ο πλέον αρμόδιος για το θέμα, κατονομάζοντάς τους επανειλημμένα: Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, Λι Χσινιάν, Γιάο Γιλίν, Χου Τσιαομού, Γουάνγκ Τσεν, Λι Πενγκ.

Ο διεθνής Τύπος χαιρέτισε την έκδοση με τίτλους όπως «Ο Ζάο Ζιγιάνγκ μιλάει από τον τάφο του», αλλά οι ειδικοί στην ιστορία της σύγχρονης Κίνας υποστηρίζουν ότι η αξία του βιβλίου αυτού έγκειται στο γεγονός ότι αυτά που ήταν ήδη γνωστά πλέον επιβεβαιώνονται, σε μεγάλο βαθμό.

Το βιβλίο δεν συνίσταται από κείμενα που έγραψε ο Ζάο Ζιγιάνγκ, αλλά από το απομαγνητοφωνημένο υλικό τριάντα κασετών που κατέγραψε ο ίδιος το 1999 και 2000. Το υλικό μεταφράστηκε στα αγγλικά και έπειτα από σχετική επιμέλεια απέκτησε μορφή βιβλίου, ενώ άγνωστος παραμένει ο τρόπος που τα ντοκουμέντα διοχετεύθηκαν στη Δύση.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

«Ετοίμασα το παραπάνω γραπτό υλικό τρία χρόνια μετά την τραγωδία της 4ης Ιουνίου (1989). Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τραγωδία αυτή. Από τους ακτιβιστές που συμμετείχαν στα γεγονότα, εκτός όσων διέφυγαν στο εξωτερικό,οι περισσότεροι συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν επανειλημμένα και καταδικάστηκαν. Σήμερα η αλήθεια πρέπει να έχει διαλευκανθεί. Βεβαίως τώρα θα έπρεπε να έχει δοθεί απάντηση στα τρία παρακάτω ερωτήματα.

Πρώτον, εκτιμήθηκε τότε ότι το κίνημα των σπουδαστών ήταν “μια σχεδιασμένη συνωμοσία” αντικομματικών, αντισοσιαλιστικών στοιχείων που διέθεταν ηγεσία. Επομένως, θα πρέπει τώρα να ρωτήσουμε: Ποιοι ήταν αυτοί οι ηγέτες; Ποιο το σχέδιο; Ποια η συνωμοσία; Τι στοιχεία υπάρχουν που να το υποστηρίζουν; Ειπώθηκε επίσης ότι υπήρχαν “μαύρα χέρια” εντός του κόμματος. Ποια ήταν λοιπόν αυτά;

Δεύτερον, ειπώθηκε ότι τούτο το γεγονός στόχευε στην ανατροπή της Λαϊκής Δημοκρατίας και του Κομουνιστικού Κόμματος. Πού είναι τα τεκμήρια; Είχε λεχθεί τότε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι μας ζητούσαν να διορθώσουμε μόνο τις ατέλειές μας, ότι δεν επιχειρούσαν να ανατρέψουν το πολιτικό μας σύστημα. Έπειτα από τόσα χρόνια, τι στοιχεία συγκεντρώσαμε μέσω των ανακρίσεων; Εγώ είχα δίκιο ή αυτοί; Πολλοί από τους ακτιβιστές για τη δημοκρατία που βρίσκονται στην εξορία λένε ότι πριν από την 4η Ιουνίου πίστευαν ακόμη ότι το Κόμμα μπορούσε να βελτιωθεί. Μετά την 4η Ιουνίου, ωστόσο, είδαν ότι δεν υπήρχε ελπίδα για το Κόμμα και μόνο τότε πήραν θέση εναντίον του. Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, οι σπουδαστές προέβαλαν πολλά συνθήματα και αιτήματα, αλλά το πρόβλημα του πληθωρισμού για κάποιον ανεξήγητο λόγο απουσίαζε, μολονότι ο πληθωρισμός ήταν ένα καυτό ζήτημα που θα μπορούσε εύκολα να προβληθεί πολύ έντονα και να προκαλέσει ανάφλεξη ολόκληρης της κοινωνίας.

Αν λοιπόν τότε οι σπουδαστές επεδίωκαν να αντιπαρατεθούν στο Κομουνιστικό Κόμμα, γιατί δεν εκμεταλλεύθηκαν αυτό το ευαίσθητο ζήτημα; Αν η πρόθεσή τους ήταν να κινητοποιηθούν οι μάζες, δεν θα ήταν πιο εύκολο αν προβάλλονταν ερωτήματα σαν κι αυτό; Εκ των υστέρων, είναι φανερό ότι ο λόγος που οι σπουδαστές δεν προέβαλαν το ζήτημα του πληθωρισμού ήταν γιατί γνώριζαν πως σχετιζόταν με το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων και αν προβαλλόταν με έμφαση προκειμένου να κινητοποιηθούν οι μάζες, θα μπορούσε να καταλήξει στο να παρεμποδίσει τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων.

Τρίτον, μπορεί να αποδειχθεί ότι το κίνημα της 4ης Ιουνίου ήταν “αντεπαναστατική αναταραχή”, όπως χαρακτηρίστηκε; Οι σπουδαστές συμπεριφέρονταν με τάξη. Πολλές αναφορές δείχνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις όπου ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός δεχόταν επιθέσεις, συχνά οι σπουδαστές ήταν εκείνοι που προσέτρεχαν να τον υπερασπιστούν. Μεγάλος αριθμός από κατοίκους της πόλης εμπόδιζαν την είσοδο του στρατού στην πόλη. Γιατί; Ήθελαν μήπως να καταλύσουν το πολίτευμα;

Φυσικά, όποτε μεγάλος αριθμός ατόμων εμπλέκεται, θα υπάρχει πάντοτε μια ελάχιστη μειονότητα μέσα στο πλήθος που ίσως επιτεθεί στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Η κατάσταση ήταν χαοτική. Είναι πολύ πιθανόν κάποιοι χούλιγκαν να εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση προκειμένου να προκαλέσουν φασαρίες, πώς όμως μπορούν οι πράξεις αυτές να αποδοθούν στην πλειονότητα των πολιτών και των σπουδαστών; Ως τώρα απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν έχει δοθεί.

Ένα άλλο ζήτημα ήταν το πώς θα έπρεπε να χειριστεί κανείς τους ανθρώπους που εμπλέκονταν σε όλα αυτά. Η Εκστρατεία Αντιφιλελευθεροποίησης δεν ήταν απλώς ένα θεωρητικό ζήτημα. Οι μεγαλύτεροι πονοκέφαλοί μου προέρχονταν από το αν θα έπρεπε να τιμωρηθούν άνθρωποι, από το πώς θα περιοριζόταν το κακό που είχε προκληθεί στους ανθρώπους και από το πώς θα περιορίζαμε τον αριθμό όσων είχαν υποφέρει. Από την αρχή της εκστρατείας, κάποια υπέργηρα κομματικά στελέχη υποστήριζαν με ενθουσιασμό την εκστρατεία και ήθελαν να τιμωρήσουν ένα σωρό ανθρώπους. Ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ πίστευε πάντοτε πως εκείνοι που προωθούσαν τη διαδικασία φιλελευθεροποίησης στο εσωτερικό του κόμματος θα έπρεπε να τιμωρηθούν αυστηρά. Το ίδιο πίστευε ο Γουάνγκ Ζεν και άλλοι υπερήλικοι. Άνθρωποι σαν τον Ντενγκ Λικούν και τον Χου Τσιαομού ήταν ακόμη σκληρότεροι. Ήθελαν να αρπάξουν την ευκαιρία να καταστρέψουν κάποιους ανθρώπους και να νιώσουν ικανοποίηση στη συνέχεια.

Ο λόγος για τον οποίο είχα τόσο έντονο ενδιαφέρον για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και αφοσιώθηκα στην προσπάθεια να βρω τρόπους ώστε να αναλάβω την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων αυτών ήταν γιατί ήμουν αποφασισμένος να εξαλείψω την ασθένεια του οικονομικού συστήματος της Κίνας στη ρίζα του. Χωρίς κατανόηση της αναποτελεσματικότητας του οικονομικού συστήματος της Κίνας δεν θα μου ήταν προφανώς τόσο έντονη η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις.

Φυσικά αυτά που καταλάβαινα προηγουμένως σχετικά με το πώς θα προχωρούσαμε στη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων ήταν ασαφή και επιφανειακά. Πολλές από τις προσεγγίσεις που πρότεινα μπορούσαν απλώς να περιορίσουν τα συμπτώματα- όχι να αντιμετωπίσουν τα θεμελιακά προβλήματα.

Εκείνο που παρουσιαζόταν ως ηλίου φαεινότερο σχετικά με το πώς θα απαλλασσόμασταν από την αναποτελεσματικότητα της κινεζικής οικονομίας ήταν πως το σύστημα έπρεπε να μετατραπεί σε μια οικονομία της αγοράς και ότι το πρόβλημα των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας θα έπρεπε να λυθεί. Αυτό επήλθε ως παράγωγο της πρακτικής εμπειρίας μόνον έπειτα από μια μακρά διαδοχή βημάτων μπρος και πίσω.

Ποιο ήταν όμως το θεμελιώδες πρόβλημα; Στην αρχή δεν έμοιαζε ξεκάθαρο. Η αίσθησή μου γενικά ήταν μόνο πως θα έπρεπε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα. Αφότου έφτασα στο Πεκίνο, η καθοδηγητική αρχή μου όσον αφορά την οικονομική πολιτική ήταν όχι η μονοσήμαντη επιδίωξη να βελτιωθούν οι δείκτες παραγωγής, ούτε ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά το πώς θα εύρισκα έναν τρόπο ώστε ο κινεζικός λαός να απολαμβάνει συγκεκριμένη ανταμοιβή για την εργασία του. Αυτό ήταν το σημείο εκκίνησης. Αύξηση του ποσοστού ανάπτυξης κατά 2% ή 3% ετησίως μπορεί να θεωρείται εξαιρετική για τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά έθνη, αλλά ενώ η δική μας οικονομία αναπτυσσόταν σε ποσοστό 10% ετησίως, το επίπεδο διαβίωσης του λαού μας δεν είχαν βελτιωθεί.

Όσον αφορά το πώς θα χαρασσόταν αυτός ο νέος δρόμος δεν διέθετα εξ αρχής ένα πρότυπο ούτε και είχα κάποια συστηματική ιδέα κατά νου. Ξεκίνησα μόνο με την επιθυμία να βελτιώσω την οικονομική αποτελεσματικότητα. Αυτή η επιθυμία, αυτή η πεποίθηση, υπήρξε πολύ σημαντική. Το σημείο εκκίνησης ήταν: υψηλότερο επίπεδο αποτελεσματικότητας και οι άνθρωποι να διαπιστώνουν το πρακτικό κέρδος με τα ίδια τους τα μάτια. Έχοντας αυτό ως στόχο, βρέθηκε κι ένας ικανοποιητικός τρόπος έπειτα από πολλή έρευνα. Χαράξαμε σταδιακά το σωστό μονοπάτι».

Πηγή: Καθημερινή, The New York Times