Η Bei Zhenying γνώριζε ότι ο προγραμματιστής σύζυγός της ήταν ένα άτομο ασυνήθιστο και εσωστρεφές, που ίσως και να είχε κάποια δικά του μυστικά.

Ads

Εκείνο που δεν γνώριζε ήταν ότι την ώρα που η κινεζική κυβέρνηση πολεμούσε με κάθε τρόπο την ελεύθερη έκφραση στο διαδίκτυο, υπήρχε μια μοναδική ανώνυμη, σταθερή φωνή που κατέκρινε την κυβερνητική λογοκρισία, καλούσε σε διαμαρτυρίες και συμβούλευε τους πολίτες και τους ακτιβιστές πώς να προστατεύονται στο διαδίκτυο. Και κυρίως ότι πίσω από αυτή τη φωνή βρισκόταν ο Ruan Xiaohuan, ο σύζυγός της.

Ο άνθρωπος που γοήτευσε τη Bei με την ευφυΐα του και την παιχνιδιάρικη διάθεσή του όταν πρωτοσυναντήθηκαν στο Πανεπιστήμιο της Σαγκάης εξαφανιζόταν με τις ώρες στο γραφείο του και δεν μιλούσε ποτέ για τη δουλειά του. Κατά τα άλλα ήταν ένας αντισυμβατικός τύπος που αρνούνταν να χρησιμοποιήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή  να ανανεώσει την γκαρνταρόμπα του. Η 45χρονη μάνατζερ είχε αποδεχτεί τις ιδιορρυθμίες του ως κομμάτι ενός κόσμου που η ίδια δεν γνώριζε.

Όλα αυτά μέχρι τον Μάιο του 2021 όταν 10 αστυνομικοί εισέβαλαν στο διαμέρισμά τους στη Σαγκάη και τον συνέλαβαν σε χρόνο μηδέν. Οι αρχές τον κατηγορούσαν ότι δήθεν «σχεδίαζε την ανατροπή της κυβέρνησης της χώρας», γράφοντας άρθρα που συκοφαντούσαν το πολιτικό σύστημα.

Ads

Δύο χρόνια αργότερα, μετά από αναβολές και καθυστερήσεις, τον Φεβρουάριο του 2023 καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκισης για «υποκίνηση σε υπονόμευση της κυβέρνησης». Μέχρι τότε η γυναίκα του δεν τον είχε δει, ούτε είχε κάποια νέα του. Η δίκη του έγινε  μυστικά, η σύζυγος και η οικογένειά του έμαθαν ελάχιστα για το πού βρισκόταν ή για τις κατηγορίες εναντίον του. Το όνομά του έχει απαγορευτεί στις κινεζικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.

Η Bei απέμεινε μόνη να προσπαθεί να συνθέσει την κρυφή ζωή του άντρα της για την οποία δεν είχε ιδέα. Ανακάλυψε ότι αυτό που έκρυβε δεν ήταν ένα κοινό μυστικό. Καθώς η κινεζική κυβέρνηση κατέστρεφε την ελεύθερη έκφραση στο διαδίκτυο τα τελευταία δέκα χρόνια, εμποδίζοντας την πρόσβαση σε πληροφορίες, φιλτράροντας το περιεχόμενο, παρακολουθώντας τους χρήστες και εξαπολύοντας κακόβουλο λογισμικό δυσανάλογα εναντίον των πολιτών της, ένα ανώνυμο μπλογκ το “Program Think” αντιστέκονταν σθεναρά και γελοιοποιούσε την κυβέρνηση της χώρας από το εσωτερικό της.

Για 12 χρόνια, το Program Think δημοσίευσε πάνω από 700 αναρτήσεις σχετικά με την πολιτική, την ασφάλεια και τη διαφθορά, από τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων με εκατοντάδες πλούσιους ιδιώτες και τους δεσμούς τους με το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι το “πώς να ξεπεράσετε το τείχος”, φαινομενικά απαρατήρητοι ή ξεπερνώντας την αστυνομία του διαδικτύου της Κίνας. Όπως αναφέρει το Electronic Frontier Foundation (EFF) η οργάνωση για την υπεράσπιση των πολιτικών ελευθεριών στον ψηφιακό κόσμο, το 2013 το Program Think ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Best of Blogs της Deutsche Welle.

Κανείς δεν γνωρίζει αν πίσω από το Program Think βρισκόταν πράγματι ο Ruang. To μπλογκ σώπασε τον Μάιο του 2021, τον ίδιο μήνα, δηλαδή, που συνελήφθη ο Ruang. Το ιστολόγιο του δεν έχει κατονομαστεί ούτε στο κατηγορητήριο, ούτε στην απόφαση του δικαστηρίου και όπως επισημαίνουν οι New York Times στην Bei δεν έχει επιτραπεί να μιλήσει με τον Ruang.

Όπως και να έχει, η ιστορία του Program Think και του Ruan έχουν τον ίδιο παρονομαστή. Ένα καταπιεστικό καθεστώς που καταστέλλει την ελεύθερη έκφραση, ένα κράτος όπου ο καθένας μπορεί να παρακολουθείται και όπου οι πολίτες είναι αναγκασμένοι να καταφεύγουν σε τεχνάσματα για να εκφράσουν τις ελεύθερα τις απόψεις τους. Στην Κίνα του σκληροπυρηνικού ηγέτη Xi Jingping,  το Program Think  και ο Ruan έχουν καταφέρει το ακατόρθωτο.

Οι ιστορίες τους δείχνουν, επίσης, πώς η ελεύθερη σκέψη συνεχίζει να υπάρχει παρά την αυταρχικότητα και την καταπίεση του καθεστώτος ή καμιά φορά και εξαιτίας τους. Πριν από τη σύλληψη του συζύγου της η Bei δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για την πολιτική. Όπως δήλωσε στους New York Times, το μόνο που την απασχολούσε ήταν να έχει μια ήρεμη και ανέφελη ζωή. Στην προσπάθειά της να βρει απαντήσεις  βρέθηκε σε ένα ταξίδι αφύπνισης, ακριβώς σαν αυτό που το Program Think καλούσε τους ακολούθους του.

«Τώρα η άποψή μου για την πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Μπορώ να καταλάβω αυτά που έγραφε στο blog του».

Η κινεζική κυβέρνηση έχει επανειλημμένα χρησιμοποιήσει το αδίκημα της “υποκίνησης για υπονόμευση της κυβέρνησης” για να στοχοποιήσει και να φυλακίσει άτομα που εμπλέκονται σε πολιτικό ακτιβισμό, υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έκφραση διαφορετικών απόψεων. Όπως αναφέρει η EFF, η Κίνα δεν είναι η μόνη χώρα με αυτήν την πρακτική. Η οργάνωση έχει καταγράψει περιπτώσεις μπλόγκερ στη Μέση Ανατολή, το Βιετνάμ, την Αιθιοπία και αλλού, οι οποίοι, όπως ο Ruan στους οποίους έχουν επιβληθεί εξωφρενικές ποινές φυλάκισης ή έχουν υποστεί σωματική βία από τις αρχές. Οι θαρραλέοι μπλόγκερ, δημοσιογράφοι και συγγραφείς αντιμετωπίζονται σαν εγκληματίες επειδή προστατεύουν και ενισχύουν την ελεύθερη έκφραση και την ιδιωτική ζωή επισημαίνει η οργάνωση.

Η Bei προσέλαβε δύο δικηγόρους, ειδικούς στα ανθρώπινα δικαιώματα για να εκπροσωπήσουν τον 46χρονο Ruan σε μια έφεση, αλλά οι κινεζικές αρχές τους μπλόκαραν και διόρισαν δύο κυβερνητικούς δικηγόρους. Εν τω μεταξύ προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη σχετικά με την υπόθεσή του. «Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διασφαλίσουμε ότι η δεύτερη δίκη θα είναι δίκαιη και η εποπτεία από την κοινή γνώμη είναι ένας από τους τρόπους», δήλωσε στο Vice.

O ιδιόρρυθμος τύπος πίσω από την κλειστή πόρτα

Ο Ruan άφησε μια επιτυχημένη καριέρα ως εμπειρογνώμονας  κυβερνοασφάλειας για να γίνει ένας από τους πιο γνωστούς και θαρραλέους μπλόγκερ της Κίνας.  Το 2008 εργαζόταν ως υπεύθυνος μηχανικός για το σύστημα ασφάλειας πληροφοριών των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου.

Συνέχισε την καριέρα του στον ίδιο τομέα, αλλά τελικά αποφάσισε να ασχοληθεί με την ανάπτυξη λογισμικού ανοικτού κώδικα. Ξεκίνησε το ιστολόγιο του το 2009. Παραιτήθηκε  από τη δουλειά του το 2012.

Όπως δήλωσε η Bei στους New York Times o Ruan απομονωνόταν όλο και περισσότερο στο γραφείο του, διαβάζοντας και δουλεύοντας σε ανοιχτό λογισμικό. Αρνούνταν να εγκαταστήσει κινέζικες εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης ή πληρωμών όπως το WeChat ή το AliPay και γινόταν απότομος όταν κάποιος άνοιγε την πόρτα επικαλούμενος τη δουλειά του.

Παρόλα αυτά, η Bei απέδωσε την παράνοια του Ruan στη δουλειά του. Μερικές φορές ανέφερε πολιτικές ειδήσεις, όπως η κυβερνητική διαφθορά, όμως δεν επικεντρωνόταν σε αυτές. Όταν κάποτε τον ρώτησε τι έκανε όλη τη μέρα στο γραφείο του, εκείνος της απάντησε ότι δεν θα καταλάβαινε.

Την ημέρα της καταδίκης του, όταν τον αντίκρυσε για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια η Bei είδε έναν άνθρωπο φανερά αδυνατισμένο με άσπρα μαλλιά.  Τότε η αποφάσισε να παρακάμψει τους διαδικτυακούς ελέγχους της Κίνας, για να βρει αυτό που η κυβέρνηση προσπαθούσε τόσο πολύ να κρατήσει κρυφό. Επισκεπτόταν ίντερνετ καφέ για μεγαλύτερη ασφάλεια και έμαθε να εγκαθιστά λογισμικό κατά της λογοκρισίας. Όταν πληκτρολόγησε στο Google τα λίγα στοιχεία που είχε, «2021, missing, blog», το πρώτο αποτέλεσμα στα κινέζικα ήταν ένα άρθρο από το εξωτερικό που αναρωτιόταν τι είχε συμβεί στο μπλογκ Program Think.

Το Program Think

Καθώς προχωρούσε την έρευνα σιγουρεύτηκε για δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο δημιουργός του ήταν ο Ruan. Και δεύτερον ότι δεν είχε κάνει τίποτα κακό. Όταν η  Bei άνοιξε το Program Think, φοβήθηκε. Το άρθρο  που είχε μπροστά της μιλούσε για «αποκαλύψεις σχετικά την ισχυρή ελίτ της Κίνας». Οι αναρτήσεις ξεκινούσαν τον Ιανουάριο του 2009. Αρχικά ήταν σκέψεις ενός ειδικού της βιομηχανίας της πληροφορίας, συνιστώντας βιβλία για την τεχνολογία λογισμικού και γκρινιάζοντας για τα συνήθη λάθη κωδικοποίησης.

Εκείνη τη χρονιά ήταν η 20ή επέτειος των διαδηλώσεων στην πλατεία Τιενανμέν και η κυβέρνηση άρχισε να μπλοκάρει ξένους ιστότοπους, συμπεριλαμβανομένου του Twitter και του  Blogspot, όπου φιλοξενούνταν το Program Think.

Οι αναρτήσεις εξηγούσαν τη σφαγή στην Τιενανμέν το 1989 και έδειχναν πώς η κινεζική κυβέρνηση είχε παραποιήσει ιστορικές φωτογραφίες.

 

Καθώς η Κίνα έσφιγγε τον κλοιό απαγορεύοντας τις δυτικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και επιβάλλοντας λογισμικό λογοκρισίας στους νέους υπολογιστές, ο μπλόγκερ θέλησε να εκφραστεί. «Δεν θέλω να σιωπώ πια και δεν θέλω να αποφεύγω αυτά τα ζητήματα» έγραφε, σύμφωνα με τους New York Times.

Το ιστολόγιο άρχισε να γίνεται πιο αιχμηρό. Σιγά, σιγά, άρχισε να ανεβάζει ηλεκτρονικά βιβλία όπως το “1984” του Τζορτζ Όργουελ και να μοιράζεται οδηγίες για την κρυπτογράφηση αρχείων δεδομένων και την παράκαμψη του «Μεγάλου Τείχος Προστασίας της Κίνας». Οι αναρτήσεις εξηγούσαν τη σφαγή στην Τιενανμέν το 1989 και έδειχναν πώς η κινεζική κυβέρνηση είχε παραποιήσει ιστορικές φωτογραφίες.

Για την Bei, δεν ήταν μόνο το χρονοδιάγραμμα που ταίριαζε ή οι συστάσεις βιβλίων που άρεσαν στον Ruan. Ήταν και η φωνή: πρόθυμη να μάθει και να διδάξει, αλλά και αλαζονική, ακόμη και αλαζονική.

Μια ανάρτηση του 2019 με τίτλο «Γιατί η κυβέρνηση δεν μπορεί να με πιάσει» ανέφερε πολλαπλές προσπάθειες στοχοποίησης του μπλόγκερ.  «Σύντροφοι αστυνομικοί δουλέψτε σκληρότερα», ανέφερε μια άλλη ανάρτηση, με ένα χαμογελαστό πρόσωπο.

Εξηγώντας την απόφασή του να γράφει για την πολιτική και όχι μόνο για την τεχνολογία, είπε ότι όλοι επηρεάζονται από την πολιτική, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιούν επισημαίνει το EFF. «Πολλοί χρήστες του διαδικτύου θεωρούν  ότι η πολιτική δεν έχει καμία σχέση με τη δική τους ζωή… Ωστόσο όλοι πρέπει να καταλάβουν ένα πράγμα: ακόμη κι αν δεν σας ενδιαφέρει η πολιτική, αυτή θα ενδιαφερθεί για εσάς».