Οι πρόωρες γενικές εκλογές στην Ισπανία την Κυριακή, 23 Ιουλίου, έχουν ήδη τρεις «βεβαιότητες», υπό την βασική αίρεση, φυσικά, της γνωστής και εν πολλοίς σωστής ρήσης, ότι «η κάλπη είναι κενή»:

Ads
  1. Την πρωτιά της Δεξιάς
  2. Την ισχυρή πιθανότητα των πολιτικών κληρονόμων του φρανκικού φασισμού να συμμετέχουν σε κυβερνητικό σχήμα
  3. Την, σε κάθε περίπτωση, επική ρελάνς αυτής της σκοτεινής κληρονομιάς στο ισπανικό πολιτικό σύστημα και την κοινωνία

Αν ισχύσουν τα παραπάνω τρία πρώτα, τότε, ευλόγως, η τέταρτη «βεβαιότητα» είναι η αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς να απαντήσουν στα προβλήματα της κοινωνίας, με λύσεις υπέρ της, μοτίβο που προηγήθηκε στην Ιταλία με την άνοδο των νοσταλγών του Μουσολίνι στην κυβέρνηση και τη δημοφιλία της ακροδεξιάς σε μεγάλα μικροαστικά τμήματα, αλλά και σε αξιοσημείωτα κομμάτια της μισθωτής εργασίας, σε όλη την Ευρώπη.

Το ότι η Ακροδεξιά είναι μέρος του προβλήματος – και μάλιστα το πιο ζοφερό – και όχι της λύσης, είναι ο ελέφαντας στο σαλόνι που κρύβεται κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα απελπισίας, αδιεξόδων και ματαιώσεων, πάνω από τα οποία σπεκουλάρουν ανερυθρίαστα οι απολογητές των πιο αιματοβαμμένων εποχών της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας.

Το «παράδοξο» του Σάντσεθ

Από αυτήν την άποψη, οι ισπανικές εκλογές εμπεριέχουν κάποιου είδους γενικές «νομοτέλειες» που υπερβαίνουν τις τρέχουσες στρατηγικές των κομμάτων που πρωταγωνιστούν.

Ads

Διότι, εάν όντως η γενική τάση στην ισπανική κοινωνία είναι τουλάχιστον τα ευήκοα ώτα προς τον φασισμό, τότε, η διαπίστωση του Foreign Policy, ας πούμε, ότι ο νυν σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ έβαλε ένα μάλλον «μοιραίο» πολιτικό στοίχημα και ότι η κλήση των Ισπανών ψηφοφόρων σε πρόωρες κάλπες, μέσα στο κατακαλόκαιρο είναι μια «απελπισμένη κίνηση» που «δεν θα λειτουργήσει», είναι μόνο η μισή και ίσως η πιο ανούσια πλευρά της αλήθειας. Διότι τα ίδια θα συζητάγαμε και πέντε μήνες αργότερα όταν θα έληγε η κανονική θητεία του.

Γιατί;

Διότι ο ίδιος ο λόγος που τον οδήγησε να κηρύξει πρόωρες εκλογές, είναι, ταυτόχρονα και ο λόγος που όλα δείχνουν ότι θα τις χάσει και θα τις έχανε όποτε και αν γίνονταν.

Πρόκειται για ένα εξηγήσιμο «παράδοξο».

Η απροσδόκητη- για πολλούς σε κυβέρνηση και κόμμα – απόφαση του Ισπανού πρωθυπουργού να πάει σε πρόωρες εκλογές, ήταν μια αντίδραση στις μεγάλες απώλειες που υπέστη το κόμμα του στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές στις 28 Μαΐου: Από τις 12 περιφέρειες που συμμετείχαν, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP) ελέγχει τώρα τις εννέα.

Έτσι, η κίνηση για προκήρυξη πρόωρων εκλογών, που αιφνιδίασε ακόμη και ορισμένα μέλη της κυβέρνησής του, είναι πλέον επικίνδυνη.

Διότι, εάν μετά τα παραπάνω αποτελέσματα, ο Σάντσεθ ελπίζει ότι με τις εκλογές, μέσα στο καλοκαίρι και εν μέσω κύματος καύσωνα που σπάει ρεκόρ θα αποκαταστήσει τον αριστερό συνασπισμό του με κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είναι πιθανό να αποτύχει.

Οι πρώτες «καμπάνες»

Φυσικά, ο καύσωνας δεν θα είναι η αιτία αυτής της αποτυχίας, αλλά μάλλον το στρατηγικό «κερασάκι» μιας εντελώς λάθος «τούρτας».

Η κίνηση του Σάντσεθ στοχεύει να αποτρέψει το ενδεχόμενο σχηματισμού κεντρικής κυβέρνησης από το Λαϊκό Κόμμα και τους φασίστες του Vox.

Αλλά αυτή κίνηση για την επανεκλογή του έρχεται σε αντίθεση με τη συντριπτική στροφή προς τα δεξιά που παρατηρήθηκε σε ολόκληρη τη χώρα στις 28 Μαΐου… και η οποία ήταν ο λόγος που επικαλέστηκε ο Σάντσεθ για να πάει σε πρόωρες γενικές εκλογές.

Αν και εκείνες οι εκλογές ήταν τοπικές, το μέγεθος αυτής της αλλαγής μπορεί να εκληφθεί ως ενδεικτικό της γενικότερης εκλογικής διάθεσης.

Στη Σεβίλλη, ας πούμε, την πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας και παραδοσιακά σοσιαλιστικό προπύργιο, το PP πέταξε το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) του Σάντσεθ από την πρώτη θέση με 41,2% των ψήφων, κερδίζοντας έξι ακόμη έδρες στο δημοτικό συμβούλιο, ενώ υπολείπεται μόλις δύο από την πλειοψηφία.

Στη Βαλένθια, το PP κέρδισε το 35% των ψήφων και διπλασίασε τον αριθμό των βουλευτών του πριν καταλήξει σε συμφωνία συνασπισμού με το Vox για τη διακυβέρνηση της περιφέρειας.

Οι συντηρητικοί πήραν επίσης εξαιρετική «θέση εκκίνησης» σε σχέση με τους Σοσιαλιστές στις Βαλεαρίδες Νήσους και στη βορειοανατολική περιοχή της Αραγονίας.

Το Vox έχει πλέον την ευκαιρία να παίξει τον ρόλο του ρυθμιστή και στις δύο περιοχές.

Μέχρι και την τελευταία στιγμή – δηλαδή μέχρι και την περασμένη Κυριακή οπότε επιτρεπόταν η δημοσίευση δημοσκοπήσεων σύμφωνα με την ισπανική εκλογική νομοθεσία – οι δημοσκοπήσεις έδειχναν νίκη του PP, αλλά όχι αυτοδυναμία, κάτι το οποίο σημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί να σχηματίσει κυβερνητικό συνασπισμό με το Vox για να κερδίσει την πλειοψηφία στη Βουλή.

Γιατί όχι όπως το 2019;

Ο Σάντσεθ φαίνεται να ποντάρει ακριβώς σε αυτό το σενάριο. Ελπίζει, δηλαδή, ότι ο φόβος μιας συνεργασίας PP – Vox σε εθνικό επίπεδο -η οποία, όπως αποδείχθηκε στις 28 Μαΐου, είναι τώρα μια πραγματική πιθανότητα – θα κινητοποιήσει τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους να τον υποστηρίξουν.

Φαίνεται όμως ότι οι προσπάθειές του θα είναι μάταιες.

Γιατί;

Διότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες.

Με τις πρόωρες εκλογές ο Σάντσεθ διεξάγει την τελευταία μάχη του. Στόχος του είναι να επαναλάβει την επιτυχία των πρόωρων εκλογών που προκήρυξε τον Απρίλιο του 2019, σχεδόν ένα χρόνο μετά την εκδίωξη του Μαριάνο Ραχόι από την εξουσία με ψήφο μομφής.

Το PSOE κέρδισε εκείνο το στοίχημα, κατακτώντας 38 περισσότερες έδρες στο εθνικό κοινοβούλιο και προχώρησε σε συνασπισμό με το Podemos (αν και μαζί, δεν είχαν πλειοψηφία).
Υπάρχουν όμως κρίσιμες διαφορές μεταξύ του τότε και του τώρα.

Το 2019, οι συντηρητικοί ήταν μια αναλωμένη δύναμη, με τη φήμη τους να πληγεί από το σκάνδαλο διαφθοράς Gürtel*.

Ως αποτέλεσμα, το PP έχασε 69 έδρες σε εκείνες τις εκλογές, δείχνοντας, ταυτόχρονα, ι πόσο καλά είχε «διαβάσει» ο Σάντσεθ την πολιτική χρονική στιγμή. Ταυτόχρονα, το Vox μόλις αναδυόταν στην εθνική σκηνή.

Σήμερα, ο Σάντσεθ έχει να κάνει με μια δεξιά – ακροδεξιά αντιπολίτευση πολύ μεγαλύτερη και πιο ενεργητική από αυτή που αντιμετώπισε μόλις πριν από τέσσερα χρόνια.

Ακόμη και η σύγκριση με την γειτονική Πορτογαλία δεν ευνοεί τους σχεδιασμούς του Σάντσεθ. Τον Ιανουάριο του 2022, ο Πορτογάλος πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα πόνταρε με επιτυχία σε πρόωρες εκλογές.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Κόστα κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία, αλλά δεν αντιμετώπισε ένα δεξιό μπλοκ τόσο ισχυρό όσο το ισπανικό ΡΡ. Ούτε αντιμετώπιζε σοβαρή ακροδεξιά απειλή:

Στις αρχές του 2022, το Chega, το πορτογαλικό ανάλογο του Vox, είχε μόνο μία έδρα στο κοινοβούλιο και σχεδόν καμία περιφερειακή εκπροσώπηση.

Το «φάντασμα» του Φράνκο

Στην Ισπανία, αντίθετα, το Vox είναι πλέον σημαντικός παίκτης, παρά το γεγονός ότι είναι σχετικά νεοφερμένος. Η δύναμή του και η γρήγορη ανάπτυξή του δείχνουν ότι ο Σάντσεθ μπορεί να δυσκολευτεί να το νικήσει.

Ιδρύθηκε το 2013 από μια ομάδα πρώην μελών του ΡΡ, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει παρουσία στο ισπανικό Κογκρέσο των Αντιπροσώπων των 350 εδρών στις δύο πρώτες γενικές εκλογές, εξασφαλίζοντας μόλις 0,23% και 0,2% το 2015 και το 2016, αντίστοιχα.

Αλλά το 2018, το Vox κέρδισε τις πρώτες περιφερειακές έδρες του στη νότια περιοχή της Ανδαλουσίας (την πιο πυκνοκατοικημένη της Ισπανίας) και το 2019, μια χρονιά κατά την οποία έγιναν δύο γενικές εκλογές, οι Ισπανοί ψήφισαν υπέρ του Vox κατά εκατομμύρια.

Τον Απρίλιο του ίδιου έτους (οι πρόωρες εκλογές τις οποίες κέρδισε ο Σάντσεθ), το Vox πήρε 10,24% και 24 έδρες στο Κογκρέσο.

Στις δεύτερες εκλογές, τον Νοέμβριο, το Vox κέρδισε επιπλέον 28 έδρες με 15% των ψήφων.

Το κόμμα είναι τώρα το τρίτο μεγαλύτερο στην Ισπανία, με 52 έδρες στο Κογκρέσο των Αντιπροσώπων, τρεις στη Γερουσία και τέσσερις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το Vox απόλαυσε μεγάλης δημοτικότητας στο δεξιό ακροατήριο καλύπτοντας την αδυναμία του PP να ηγηθεί μιας πολιτικά ισχυρής δύναμης υπέρ της ισπανικής «ενότητας» κατά την περίοδο της πολιτικής αναταραχής στην Καταλονία το 2017 – 2019, με την νέα έξαρση του κινήματος της ανεξαρτησίας.

Τότε, το Vox προχώρησε σε μια φασίζουσα ρητορική, χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση «παράνομη», ισχυριζόμενο ότι υποστηρίχθηκε από «αποσχιστές, λαϊκιστές και φίλους τρομοκρατών», μια εντελώς συκοφαντική αναφορά στο γεγονός ότι το PSOE βασίστηκε σε ψήφους των Podemos καθώς και των καταλανικών και βασκικών κομμάτων, τα οποία αναφέρονται συχνά με αυτούς τους όρους από την ισπανική δεξιά και ακροδεξιά.

«Τι ακριβώς είναι το Vox;», ρωτούσε ρητορικώς το 2019 ο ηγέτης του, Σαντιάγο Αμπασκάλ. Και απαντούσε ο ίδδιος: «Το Vox είναι η φωνή εκείνων που θέλουν, πάνω από όλα, την ενότητα της ισπανικής πατρίδας τους, εκείνους που ουσιαστικά δεν μπορούν να κοιμηθούν από τον Οκτώβριο του 2017».

Νοσταλγός του Φράνκο, ο Αμπασκάλ δεν φοβήθηκε και δεν δίστασε να αποξενώσει την πιο μετριοπαθή βάση του κόμματός του, «ζυμώνοντας» «νοσταλγία» για την αιματοβαμμένη δικτατορία του Φράνκο, ακολουθώντας την πανευρωπαϊκή τάση η οποία έφερε και τα μουσολινικά «Αδέλφια της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι, στην κυβέρνηση.

Η δεξιά και η ακροδεξιά της Ισπανίας θα μπορούσαν να δουν την επιτυχία της Μελόνι ως μια «ενθάρρυνση», καθώς ελπίζουν να κεφαλαιοποιήσουν την περιφερειακή δυναμική από τις 28 Μαΐου, σε μια εθνική νίκη.

Η μεγάλη «καμπάνα» της Μαδρίτης

Δεν έχουν και πολύ άδικο να ελπίζουν, αφού ο Σάντσεθ έχει ήδη χάσει μια από τις μεγαλύτερες και πιο ισχυρές πολιτικά περιοχές της Ισπανίας.

Στην ισπανική πρωτεύουσα, την Μαδρίτη και την περιφέρειά της, όπου ζουν περίπου 6,7 εκατομμύρια άνθρωποι (περίπου το 14% του συνολικού πληθυσμού της χώρας), ο Σάντσεθ έχει ήδη απορριφθεί.

Η επικεφαλής της περιφέρειας της πρωτεύουσας, η Isabel Ayuso του PP, υπήρξε ο πιο έντονος επικριτής του πρωθυπουργού από την ανάληψη των καθηκόντων του το 2019.

Κατά τη διάρκεια της κορύφωσης της πανδημίας COVID-19, υιοθέτησε μια στάση κατά του lockdown από την οποία υποχώρησαν ακόμη και συντηρητικοί ηγέτες, τόσο στην Ισπανία όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Τον περασμένο Ιανουάριο, αμφισβήτησε τον φόρο περιουσίας της κεντρικής κυβέρνησης στο δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι παραβιάζει τη συνταγματικά προστατευόμενη αυτονομία των περιοχών της Ισπανίας.

Γράφοντας στην Daily Telegraph μερικές εβδομάδες πριν από τις περιφερειακές εκλογές του Μαΐου, η Ayuso υπερασπίστηκε την «αρχή»: «Αυτή είναι η ελευθερία. Αφήστε το άτομο να αποφασίσει».

Σε εκείνο το άρθρο, η Ayuso τάχθηκε υπέρ της χαμηλότερης φορολογίας των επιχειρήσεων και του εισοδήματος, ενώ αρνήθηκε να επιβάλει περιφερειακά μέτρα περιορισμού της πανδημίας.

Και αντί να «τιμωρηθεί» επειδή αψήφησε την ομοσπονδιακή πολιτική, η Ayuso κέρδισε το 47,3% των ψήφων της Μαδρίτης στις 28 Μαΐου και αύξησε τις έδρες της από 65 σε 70, εξασφαλίζοντας έτσι την απόλυτη πλειοψηφία.

Δεν είναι μόνο τεράστιες αστικές κοινότητες όπως η Μαδρίτη και η Βαλένθια που έχουν απορρίψει άμεσα το PSOE και τον Σάντσεθ.

Από τις 28 Μαΐου, το PP ελέγχει την Αραγονία, μια καταπράσινη, κυρίως αγροτική περιοχή μεταξύ της Βαλένθια και των γαλλικών συνόρων, και μετά από μια συμφωνία που συνήφθη στις αρχές αυτού του μήνα, είναι πλέον μέρος ενός συνασπισμού με το Vox στη νοτιοδυτική Εστρεμαδούρα, μια από τις 17 αυτόνομες περιφέρειες της Ισπανίας και από τις πιο άγριες και λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας.

Ουσιαστικά, μόνο αψηφώντας τον Σάντσεθ, η δεξιά και η ακροδεξιά κερδίζουν ψήφους, τόσο εντός όσο και εκτός των αστικών περιοχών της Ισπανίας.

*σκάνδαλο διαφθοράς Gürtel: Ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο που συνδέεται άμεσα με το Λαϊκό Κόμμα, την παράνομη χρηματοδότησή του, τους συνεργάτες του επιχειρηματίες, τα διπλά βιβλία, το μαύρο χρήμα με το οποίο αμείβονταν τα υψηλόβαθμα στελέχη του, τα εκατομμύρια ευρώ στην Ελβετία και σε φορολογικούς παραδείσους του πρώην ταμία του κόμματος Χοσέ Λουίς Μπάρθενας, τη φοροδιαφυγή, τα παράνομα τιμολόγια κ.ο.κ.. Η υπόθεση αποκαλύφθηκε το 2007 όταν η εισαγγελία κατά της διαφθοράς άρχισε τις έρευνες και οι κατηγορούμενοι είναι συνολικά 37 ενώ αντιμετωπίζουν ποινές φυλάκισης πολλών δεκάδων ετών. Αρχικά οι εμπλεκόμενοι ήταν 175.