Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 2025 μετά την ξεκάθαρη επικράτησή του στις Αμερικανικές εκλογές, σε συνδυασμό με την αμερικανική Γερουσία υπό την ηγεσία, πλέον, των Ρεπουμπλικανών, σηματοδοτεί ριζικές αλλαγές στην ρητορική της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, και αναμένεται να επηρεάσει την εξέλιξη σημαντικών γεωπολιτικών θεμάτων όπως το Ρωσο-Ουκρανικό και η Μέση Ανατολή.

Ads

Όσον αφορά στον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως αναφέρει στην σύντομη ανάλυσή του το The Conversation, ο Τραμπ είναι πιθανό να προσπαθήσει να εξαναγκάσει το Κίεβο και τη Μόσχα τουλάχιστον σε κατάπαυση του πυρός κατά μήκος των σημερινών γραμμών του μετώπου.

Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να περιλαμβάνει μια μόνιμη διευθέτηση που θα αναγνωρίζει τα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένης της προσάρτησης της Κριμαίας το 2014 και των εδαφών που κατέλαβε μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.

Είναι επίσης πιθανό ότι ο Τραμπ θα αποδεχόταν ενα αίτημα του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν, να αποτρέψει μια μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Δεδομένης της γνωστής εχθρότητας του Τραμπ προς το ΝΑΤΟ, αυτό θα αποτελούσε επίσης σημαντική πίεση προς τους Ευρωπαίους συμμάχους του Κιέβου. Ο Τραμπ θα μπορούσε, για άλλη μια φορά, να απειλήσει ότι θα εγκαταλείψει τη συμμαχία προκειμένου να πείσει τους Ευρωπαίους να υπογράψουν μια συμφωνία με τον Πούτιν για την Ουκρανία.

Ads

Όσον αφορά στη Μέση Ανατολή, ο Τραμπ υπήρξε στο παρελθόν ένθερμος υποστηρικτής του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Είναι πιθανό να το μεγεθύνει αυτό, μεταξύ άλλων, υιοθετώντας ακόμη πιο σκληρή γραμμή απέναντι στο Ιράν. Αυτό ευθυγραμμίζεται καλά με τις τρέχουσες προτεραιότητες του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου.

Ο Νετανιάχου φαίνεται αποφασισμένος να εξολοθρεύσει τους πληρεξούσιους του Ιράν στην Μέση Ανατολή, όπως τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και τους Χούθι στην Υεμένη, και να υποβαθμίσει σε σοβαρό τις ιρανικές δυνατότητες. Απολύοντας τον υπουργό Άμυνας του, Γιοάβ Γκαλάντ, επικριτή της διεξαγωγής της επίθεσης στη Γάζα, ο Νετανιάχου έθεσε τις βάσεις για τη συνέχιση της σύγκρουσης εκεί.

Προετοιμάζει επίσης τη διεύρυνση της επίθεσης στο Λίβανο και ένα δυνητικά καταστροφικό χτύπημα κατά του Ιράν ως απάντηση σε οποιαδήποτε περαιτέρω ιρανική επίθεση κατά του Ισραήλ.

Η εκλογή του Τραμπ θα ενθαρρύνει τον Νετανιάχου να δράσει. Και αυτό με τη σειρά του θα ενισχύσει επίσης τη θέση του Τραμπ απέναντι στον Πούτιν, ο οποίος έχει αρχίσει να εξαρτάται από την ιρανική υποστήριξη για τον πόλεμό του στην Ουκρανία. Ο Τραμπ θα μπορούσε να προσφερθεί να συγκρατήσει τον Νετανιάχου στο μέλλον ως διαπραγματευτικό χαρτί με τον Πούτιν στο στοίχημά του να εξασφαλίσει μια συμφωνία για την Ουκρανία.

Στροφή προς την Κίνα

Ενώ η Ουκρανία και η Μέση Ανατολή είναι δύο τομείς στους οποίους ελλοχεύουν αλλαγές, οι σχέσεις με την Κίνα πιθανότατα θα χαρακτηρίζονται περισσότερο από μια διατήρηση της υπάρχουσας σχέσης παρά από αλλαγές πλεύσης.

Με τις κινεζικές σχέσεις να αποτελούν ίσως τη βασική στρατηγική πρόκληση εξωτερικής πολιτικής για τις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Μπάιντεν συνέχισε πολλές από τις πολιτικές που υιοθέτησε ο Τραμπ κατά την πρώτη θητεία του – και ο Τραμπ είναι πιθανό να τις διπλασιάσει στην δεύτερη θητεία του.

Ένας Λευκός Οίκος του Τραμπ είναι πιθανό να αυξήσει τους δασμούς στις εισαγωγές, και έχει ήδη, ο ίδιος ο Τραμπ, μιλήσει πολύ για τη χρήση τους ως μέθοδος στοχοποίησης της Κίνας. Αλλά ο Τραμπ είναι επίσης εξίσου πιθανό να είναι ανοιχτός σε ρεαλιστικές, συναλλακτικές συμφωνίες με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ.

Όπως και στις σχέσεις με τους Ευρωπαίους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ, ένα σοβαρό ερωτηματικό επικρέμεται σχετικά με τη δέσμευση του Τραμπ για την άμυνα της Ταϊβάν και άλλων συμβατικών συμμάχων στην Ασία, συμπεριλαμβανομένων των Φιλιππίνων, της Νότιας Κορέας και ενδεχομένως της Ιαπωνίας. Ο Τραμπ είναι στην καλύτερη περίπτωση χλιαρός όσον αφορά τις αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας στην περιοχή.

Βόρεια Κορέα

Αλλά όπως έδειξε η σχέση του με τη Βόρεια Κορέα κατά την πρώτη θητεία του, ο Τραμπ είναι, κατά καιρούς, πρόθυμος να σπρώξει το «φάκελο» εξωτερικής πολιτικής επικίνδυνα κοντά στον πόλεμο. Αυτό συνέβη το 2017 ως απάντηση σε μια βορειοκορεατική δοκιμή διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων.

Το απρόβλεπτο του καθεστώτος στην Πιονγκγιάνγκ καθιστά βεβαίως έναν «δισταγμό» της Β. Κορέας απέναντί του εξίσου πιθανό, όπως και το απρόβλεπτο στοιχείο του Τραμπ καθιστά πιθανό να αποδεχθεί μια πυρηνικά εξοπλισμένη Βόρεια Κορέα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συμφωνίας με τη Ρωσία, η οποία έχει αναπτύξει όλο και πιο στενές σχέσεις με το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν.

Κάτι τέτοιο θα έδινε στον Τραμπ πρόσθετη επιρροή έναντι της Κίνας, η οποία ανησυχεί για τους αυξανόμενους δεσμούς μεταξύ της Ρωσίας και της Βόρειας Κορέας.

Η αύξηση των εντάσεων στην κορεατική χερσόνησο και γύρω από αυτήν είναι επίσης πιθανή. Η Πιονγκγιάνγκ είναι πιθανό να θελήσει να ενισχύσει τα διαπιστευτήριά της με ακόμη περισσότερες πυραυλικές – και ενδεχομένως πυρηνικές – δοκιμές.

Ανέφικτες προσδοκίες ή πιθανές απειλές;

Η προσδοκία ότι ο Τραμπ θα πιέσει για τον τερματισμό των πολέμων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή είναι πιθανό να οδηγήσει σε εντατικοποίηση των μαχών εκεί για να δημιουργηθεί αυτό που τα διάφορα εμπλεκόμενα μέρη πιστεύουν ότι θα μπορούσε να είναι ένα πιο αποδεκτό status quo για αυτά. Αυτό δεν αποτελεί καλό οιωνό για τις ανθρωπιστικές κρίσεις που ήδη υποβόσκουν και στις δύο περιοχές.

Η όξυνση των μαχών στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και των εντάσεων στην Ασία είναι επίσης πιθανό να επιβαρύνει τις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και στις τρεις περιοχές. Στην Ευρώπη, ο φόβος είναι ότι ο Τραμπ μπορεί να κλείσει συμφωνίες με τη Ρωσία πάνω από το κεφάλι των συμμάχων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και να τους απειλήσει με εγκατάλειψη.

Αυτό θα υπονομεύσει τη μακροβιότητα οποιασδήποτε ουκρανικής (ή ευρύτερα ευρωπαϊκής) συμφωνίας με τη Μόσχα. Η σχετικά θλιβερή κατάσταση των ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων και η φθίνουσα αξιοπιστία της «πυρηνικής ομπρέλας» των ΗΠΑ δεν θα βοηθούσαν παρά να ενθαρρύνουν τον Πούτιν να προωθήσει περαιτέρω τις αυτοκρατορικές του φιλοδοξίες μόλις εξασφαλίσει μια συμφωνία με τον Τραμπ.

Στη Μέση Ανατολή, ο Νετανιάχου θα ήταν εντελώς ασυγκράτητος. Κι όμως, ενώ ορισμένα αραβικά καθεστώτα θα μπορούσαν να παροτρύνουν το Ισραήλ να χτυπήσει το Ιράν και τους πληρεξουσίους του, θα ανησυχούν για τις αντιδράσεις σχετικά με τη δεινή θέση των Παλαιστινίων.

Χωρίς την επίλυση αυτού του αιώνιου ζητήματος, η σταθερότητα στην περιοχή, πόσο μάλλον η ειρήνη, θα είναι σχεδόν αδύνατη.

Στην Ασία, οι προκλήσεις είναι διαφορετικές. Εδώ το πρόβλημα είναι λιγότερο η απόσυρση των ΗΠΑ και περισσότερο μια απρόβλεπτη και δυνητικά μη διαχειρίσιμη κλιμάκωση.

Υπό τον Τραμπ, είναι πολύ πιο πιθανό οι ΗΠΑ και η Κίνα να δυσκολευτούν να ξεφύγουν από τη λεγόμενη παγίδα του Θουκυδίδη – το αναπόφευκτο του πολέμου μεταξύ μιας κυρίαρχης αλλά φθίνουσας δύναμης και του ανερχόμενου διεκδικητή της.

Αυτό εγείρει τότε το ερώτημα αν οι συμμαχίες των ΗΠΑ στην περιοχή είναι ασφαλείς μακροπρόθεσμα ή αν κάποιοι από τους εταίρους τους, όπως η Ινδονησία ή η Ινδία, θα εξετάσουν το ενδεχόμενο να επαναπροσδιοριστούν με την Κίνα.

Στην καλύτερη περίπτωση, όλα αυτά σημαίνουν μεγαλύτερη αβεβαιότητα και αστάθεια – όχι μόνο μετά την ορκωμοσία του Τραμπ, αλλά και κατά τους μήνες που θα μεσολαβήσουν μέχρι τότε.

Στη χειρότερη περίπτωση, θα αποδειχθεί η καταστροφή του αυτοαποκαλούμενου αλαζωνικού «αλάθητου» του Τραμπ.

Αλλά μέχρι να συνειδητοποιήσουν ο ίδιος και η ομάδα του ότι η γεωπολιτική είναι μια πιο περίπλοκη υπόθεση από ότι τα ακίνητα και το real estate, μπορεί να έχουν ηδη εγκαινιάσει το ίδιο το χάος για το οποίο κατηγορούσαν τον Μπάιντεν και τον Χάρις.