Πολλά ενημερωτικά μέσα και ιστότοποι ανάλυσης προσπαθούν να εξηγήσουν τα αίτια της αδυναμίας των Δημοκρατικών να προσελκύσουν τις ψήφους των Αμερικανών πολιτών, μετά την σαρωτική ήττα της Κάμαλα Χάρις από τον Ντόναλτ Τραμπ στις 60ες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. 

Ads

Τέσσερα χρόνια αφότου ο Τραμπ προσπάθησε να «κλέψει» τις εκλογές του 2020 και έφυγε ντροπιασμένος από το αξίωμά του, ο αμερικανικός λαός τον επανέφερε στην εξουσία στις εκλογές του 2024.

Η Χάρις κληρονόμησε μια δύσκολη κατάσταση από τον απερχόμενο Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τελικά δεν μπόρεσε να την ξεπεράσει, παρατηρεί το Vox.

Όταν η Χάρις μπήκε απροσδόκητα στην προεδρική κούρσα τον Ιούλιο, αφού ο Μπάιντεν παραιτήθηκε, αντιμετώπισε τρία τρομερά εμπόδια.

Ads

Το πρώτο ήταν μια παγκόσμια τάση: Στα χρόνια μετά την πανδημία, τα κατεστημένα δημοκρατικά κόμματα δυσκολεύονται να «πείσουν» τους πολίτες σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στην Ευρώπη, και αυτό ταυτόχρονα με την άνοδο της ακροδεξιάς ριζοσπαστικοποίησης που καταγράφεται σταθερά το τελευταίο διάστημα, απορροφώντας – και εκμεταλλεύοντας – τον θυμό των ανθρώπων για την φτώχεια, την ακρίβεια, την ελλειπή ισότητα, και άλλα πολλά.

Ο δεύτερος λόγος ήταν η αντιδημοτικότητα του Μπάιντεν. Ο πρόεδρος ήταν ιστορικά αντιδημοφιλής πολύ πριν από το καταστροφικό ντιμπέιτ με τον Τραμπ, και η μία δημοσκόπηση μετά την άλλη έδειχνε τους ψηφοφόρους εξοργισμένους με τους χειρισμούς του στην οικονομία και τη μετανάστευση.

Η εξωτερική πολιτική, ιδίως ο πόλεμος Ισραήλ-Γάζας που δίχασε τον συνασπισμό των Δημοκρατικών, ήταν επίσης ένα πρόβλημα. Και δεδομένου ότι η Χάρις είχε υπηρετήσει στην κυβέρνησή του ως αντιπρόεδρος, έπρεπε να βρει τι να κάνει γι’ αυτό, και δεν διαφοροποιήθηκε ούτε στο τυπικό ελάχιστο.

Συνήθως, μια τέτοια δυναμική φαίνεται να παραπέμπει σε εκλογές «αλλαγής» πλεύσης, όπου το κατεστημένο κόμμα εκδιώκεται. Σε τέτοιες εκλογές, όπως και τώρα στις ΗΠΑ, η αντιπολίτευση συχνά ρίχνει την ευθύνη για την τρέχουσα κατάσταση στους κατεστημένους, δίνει αόριστες υποσχέσεις ότι θα πράξει διαφορετικά και φτάνει στη νίκη.

Το γεγονός ότι ο Τραμπ είχε πρόσφατα διατελέσει πρόεδρος στη δική του αμφιλεγόμενη θητεία, με το δικό του αμφιλεγόμενο ιστορικό, φάνηκε να παρουσιάζει στην Χάρις ένα «άνοιγμα».

Ίσως θα μπορούσε να παρουσιάσει τον εαυτό της ως την υποψήφιο της αλλαγής που θα έδινε μια φρέσκια, νέα προσέγγιση, ξεφεύγοντας από τις αποτυχημένες πολιτικές του παρελθόντος, πράγμα που δεν έκανε, ή δεν πρόλαβε να κάνει.

Αυτό μας φέρνει στο τρίτο εμπόδιο: το ιστορικό της ίδιας της Χάρις. Ενώ διεκδικούσε την προεδρία το 2019, η Χάρις υιοθέτησε προοδευτικές πολιτικές θέσεις που οι Δημοκρατικοί θεωρούν πλέον πολιτικά τοξικές, όπως η απαγόρευση του fracking και η αποποινικοποίηση της μη εξουσιοδοτημένης διέλευσης των συνόρων. Είχε λοιπόν να κάνει μια επιλογή: Θα έπρεπε να επιμείνει στις παλιές της θέσεις και να υποσχεθεί τολμηρές προοδευτικές αλλαγές ή θα έπρεπε να στραφεί προς το κέντρο.

Στο τέλος, η Χάρις ακολούθησε ένα είδος μεσαίας οδού. Υποβάθμισε, αποκήρυξε ή απλώς απέφυγε να αναφερθεί στις πολιτικές που υποστήριξε το 2019 – αλλά δεν επιδόθηκε, σκόπιμα, σε αντιπαράθεση με την αμερικανική Αριστερά, αναζητώντας «κεντρώα αξιοπιστία», όπως έκανε ο Μπιλ Κλίντον στην προεδρική του εκστρατεία το 1992.

Η Χάρις ήθελε να κρατήσει τον συνασπισμό των Δημοκρατικών «ευχαριστημένο», ικανοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, αντί να πάρει θέση απέναντι σε οποιεσδήποτε φατρίες.

Ακόμα και απέναντι στον ίδιο τον Μπάιντεν, η Χάρις προσπάθησε κι εκεί να ισορροπήσει. Δεν τον επέκρινε, ούτε ήρθε σε ρήξη μαζί του, ακόμα και αν έπρεπε να απομυθοποιήσει και πολιτικές γαι τις οποίες ήταν και η ίδια υπεύθυνη ως αντιπρόεδρος.

Όταν πιέστηκε σχετικά με την οργή των ψηφοφόρων για τον πληθωρισμό και τη μη εξουσιοδοτημένη μετανάστευση, δεν αναγνώρισε κανένα λάθος. Αντίθετα, προσπάθησε να ισχυριστεί ότι η οικονομία πάει καλά τώρα, και κατηγόρησε τον Τραμπ ότι δεν υποστήριξε ένα διακομματικό νομοσχέδιο για τη μετανάστευση. Εν τω μεταξύ, δεν μετατοπίστηκε ούτε ένα εκατοστό προς τα «αριστερά» στο θέμα Ισραήλ-Γάζα.

Η ελπίδα της Χάρις ήταν ότι είχε κάνει αρκετά για να παρουσιάσει τον εαυτό της ως ένα νέο πρόσωπο και ότι η θεμελιώδης ακαταλληλότητα του Ντόναλντ Τραμπ – και το αντιδημοφιλές ιστορικό του σε θέματα όπως η άμβλωση και η προσπάθειά του να κλέψει τις εκλογές του 2020 – θα αποδεικνυόταν τελικά καθοριστική για τους ψηφοφόρους που ήταν δυσαρεστημένοι και με τα δύο κόμματα.

Αυτή η ελπίδα όμως αποδείχθηκε μάταιη.

Τελικά, ένα μεγάλο μέρος πολιτών ήταν περισσότερο αγανακτισμένο με τον πληθωρισμό υπό τον Μπάιντεν παρά με την απόπειρα «εκλογικής κλοπής» του Τραμπ. Και έτσι οι ψηφοφόροι στράφηκαν πίσω στον υποψήφιο που είχαν διώξει από το αξίωμα μόλις πριν από τέσσερα χρόνια.

Politico: Αδύναμο momentum

Η Κάμαλα Χάρις «ποτέ δεν έθαψε επαρκώς το φάντασμα του Μπάιντεν», εξηγεί το Politico σε παρόμοιο τόνο, γεγονός που περιόρισε σοβαρά, όπως υπογραμμίζει, την ικανότητά της να πείσει τους ψηφοφόρους ότι η δική της υποψηφιότητα ήταν η υποψηφιότητα που θα άλλαζε σελίδα.

Αυτό συνέβη, απλώς, επειδή η Χάρις αρνήθηκε να κάνει μια καθαρή ρήξη με τα τελευταία τέσσερα χρόνια, όταν οι ψηφοφόροι έδειξαν ότι αυτό ήθελαν.

Ακόμα χειρότερα, δίστασε να διαχωρίσει τη θέση της από το «αφεντικό» της στο μεγαλύτερο τρωτό σημείο του Μπάιντεν – τη διαχείρισή του στην οικονομία – ούτε να προσδιορίσει κάποιον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο η προεδρία της θα διέφερε από τη θητεία του, πέρα από το να ορίσει έναν Ρεπουμπλικάνο στο υπουργικό της συμβούλιο.