«Τύμπανα πολέμου» για την επάνοδο στον Λευκό Οίκο συνιστούν οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, την Τρίτη, για τους Ρεπουμπλικανούς.

Ads

Τυπικά, οι Αμερικανοί ψηφίζουν για τη σύνθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων, για το ένα τρίτο της Γερουσίας και για να εκλέξουν περίπου 30 κυβερνήτες.

Αλλά για τους Ρεπουμπλικανούς, αυτή η εκλογική διαδικασία είναι μια «ευκαιρία» να στείλουν ηχηρό μήνυμα στον Μπάιντεν, όχι μόνο για την «επόμενη μέρα» στα νομοθετικά σώματα, αλλά και για επόμενες προεδρικές εκλογές.

Διαβάστε επίσης: Ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ: Όσα πρέπει να γνωρίζετε

Ads

Στα παραπάνω τους βοηθούν και οι δημοσκοπήσεις, στις οποίες οι Ρεπουμπλικάνοι υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, εμφανίζονται ενισχυμένοι.

Ειδικότερα, οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν καθαρή νίκη των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ είναι πιθανό να αποκτήσουν τον έλεγχο και της Γερουσίας.

Αυτή τη στιγμή οι Δημοκρατικοί έχουν οριακή πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων και την πλειοψηφία μόλις κατά μία ψήφο, αυτή της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις, στη Γερουσία.

Γι’ αυτό και ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναβάθμισε το πολιτικό διακύβευμα αυτών των εκλογών ως «αποφασιστικής σημασίας» για το μέλλον «της δημοκρατίας» στις ΗΠΑ.

Από την απέναντι πλευρά, ο Τραμπ, χαρακτήρισε – με αρνητικό πρόσημο φυσικά – τους Δημοκρατικούς ότι είναι «κομμουνιστές» και δεσμεύθηκε να βάλει τέλος «στην καταστροφή της χώρας».

Ζήτησε επίσης να δημιουργηθεί ένα «τεράστιο ρεπουμπλικανικό κύμα» προκειμένου να «σωθεί το αμερικανικό όνειρο».

Το εσωτερικό μέτωπο

Μέχρι και την Δευτέρα, περίπου 40 εκατομμύρια ψηφοφόροι έχουν ήδη ψηφίσει, σύμφωνα με το Election Project, με τα δύο κόμματα να εμφανίζονται σίγουρα για τη νίκη σε μια πολωμένη πολιτικά και πολιτιστικά χώρα.

Οι Δημοκρατικοί όμως είναι σαφώς πιο ανήσυχοι.

Ο Guardian, για παράδειγμα, επικαλείται πολιτικούς αναλυτές, οι οποίοι συμφωνούν ότι το κλίμα είναι με τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι φαίνεται να κεφαλαιοποιούν την οικονομική απογοήτευση.

Αντίθετα, ο Μπάιντεν μοιάζει να παίζει το τελευταίο «χαρτί» του στο πρόσωπο του πρώην προέδρου – αλλά πάντα δημοφιλούς – Μπαράκ Ομπάμα, με τον οποίο διασχίζουν την Αμερική απ’ άκρη σ’ άκρη, σε μια τελευταία προσπάθεια να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι η νίκη των Δημοκρατικών είναι κρίσιμη όχι μόνο για τη νομοθετική ατζέντα του Μπάιντεν αλλά και για τη διατήρηση της αμερικανικής δημοκρατίας.

Μια τακτική με σαφή παραπομπή στα πρωτοφανή γεγονότα της εφόδου στο Καπιτώλιο από όλη την γκάμα της αμερικανικής Δεξιάς, τον Ιανουάριο του 2021.

Μια αιφνιδιαστική – όπως θα είναι αν συμβεί με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα – νίκη των Δημοκρατικών στη Βουλή και τη Γερουσία θα έδινε στον Μπάιντεν την δυνατότητα να επιδιώξει μια ευρεία νομοθετική ατζέντα σε θέματα όπως το δικαίωμα στην άμβλωση και την αστυνομική μεταρρύθμιση.

Αντίθετα, ο έλεγχος των Ρεπουμπλικανών σε οποιαδήποτε από τα δύο σώματα θα ήταν αρκετός για να «εκτροχιάσει» τις παραπάνω φιλοδοξίες, αλλά ακόμη και να εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αδιάλειπτη υποστήριξη των ΗΠΑ στον πόλεμο της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσίας.

Επιπλέον, ο Μπάιντεν μπορεί να αντιμετωπίσει έρευνες του Κογκρέσου για τα πάντα: Από την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν έως τις επιχειρηματικές συναλλαγές του γιου του Χάντερ, στο εξωτερικό.

Είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση του Μάικλ Στιλ, πρώην προέδρου της Εθνικής Επιτροπής των Ρεπουμπλικανών, ότι εάν οι Ρεπουμπλικανοί έχουν τον έλεγχο σε οποιοδήποτε από τα δύο σώματα, «τους επόμενους 18 έως 24 μήνες σε αυτή τη χώρα θα να είναι μια νέα πολιτική κόλαση που δεν μοιάζει με οτιδήποτε έχουμε δει ποτέ».

Ο παράγοντας Ουκρανία

Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις ήταν λανθασμένες στο παρελθόν και μπορεί να υπάρξουν εκπλήξεις.

Μεταξύ των αβεβαιοτήτων αυτή τη φορά είναι οι συνέπειες από την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου τον Ιούνιο για την ανατροπή της συνταγματικής προστασίας των αμβλώσεων, η οποία οδήγησε σε μια έκρηξη ψήφων διαμαρτυρίας σε δημοψήφισμα στο Κάνσας και πυροδότησε αύξηση των εγγραφών ψηφοφόρων μεταξύ των γυναικών σε εθνικό επίπεδο.

Οι Δημοκρατικοί έχουν ξοδέψει σχεδόν 320 εκατομμύρια δολάρια σε τηλεοπτικές διαφημίσεις που επικεντρώνονται στα δικαιώματα των αμβλώσεων, ανέφεραν οι New York Times, που είναι 10 φορές περισσότερα από όσα ξόδεψαν σε διαφημίσεις για τον πληθωρισμό, ο οποίος ανέβασε το κόστος των τροφίμων και της βενζίνης.

Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η οικονομία παραμένει μια μεγαλύτερη ανησυχία για τους ψηφοφόρους, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η οργή για την απόφαση για την άμβλωση δεν θα είναι αρκετή για να σώσει τους Δημοκρατικούς.

Άλλοι αναλυτές εκτιμούν, μιλώντας στο POLITICO ως προς την οικονομία, ότι υπάρχει απογοήτευση στα αριστερά των Δημοκρατικών για την επικοινωνιακή «αποτυχία» του κόμματος να αναδείξουν επιτεύγματα όπως η πίστωση φόρου σε οικογένειες με παιδιά, η οποία κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού παρείχε ανακούφιση στις οικογένειες της εργατικής τάξης.

Οι ανησυχίες των Βρυξελλών

Από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, η επιτυχία των Ρεπουμπλικανών θα μπορούσε να σημαίνει περισσότερους περιορισμούς στη βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ουκρανία, περισσότερες εμπορικές εντάσεις και μεγαλύτερη επιβάρυνση στις παγκόσμιες φιλοδοξίες για το κλίμα, όπως συνοψίζει τους κινδύνους το POLITICO.

Ο αντίλογος στις παραπάνω ανησυχίες είναι ότι  Δημοκρατικός Τζο Μπάιντεν, σε τελική ανάλυση, θα συνεχίσει να είναι πρόεδρος τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 2025. Και στο πιο πιεστικό ζήτημα, την υποστήριξη της Ουκρανίας, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εκτιμούν ότι Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί συμφωνούν σε γενικές γραμμές.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από την πραγματική στάση των δύο κομμάτων έναντι του πολέμου, η Ουκρανία εμφανίζεται ως πεδίο εσωτερικής αντιπαράθεσης.

Έτσι, ο Κέβιν Μακάρθι, ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στην Βουλή, ο οποίος ετοιμάζεται να αντικαταστήσει τη Δημοκρατική Νάνσι Πελόζι ως πρόεδρος του σώματος, προειδοποίησε σε συνέντευξή του τον περασμένο μήνα ότι οι Ρεπουμπλικάνοι «δεν πρόκειται να γράψουν λευκή επιταγή στην Ουκρανία».

Αργότερα επιχειρήθηκε ένας «εφησυχασμός», με άλλα στελέχη των Ρεπουμπλικανών να «εξηγούν», ότι ο Μακάρθι «εννοούσε» ότι η βοήθεια στην Ουκρανία θα δίνεται με περισσότερους όρους.

Ακόμη κι αυτό, όμως, θα είναι πρόβλημα. Όπως αναφέρει το POLITICO, από την έναρξη του πολέμου, οι ΗΠΑ επωμίστηκαν το οικονομικό βάρος των συμμάχων στην Ουκρανία.

Σύμφωνα με το Kiel Institute for the World Economy, οι ΗΠΑ έχουν παράσχει σχεδόν 25 δισεκατομμύρια δολάρια σε οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια στο Κίεβο, καθώς και 27,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτικές προμήθειες, μακράν περισσότερα από τις αντίστοιχες δαπάνες της ΕΕ.

Πηγές είπαν στο POLITICO ότι η επανεκτίμηση αυτής της υποστήριξης εκ μέρους των ΗΠΑ – ακόμα κι αν περιλαμβάνει μόνο μεγαλύτερο έλεγχο – είναι πιθανό να γίνει μια νέα πραγματικότητα στην Ουάσιγκτον.

Ένα Κογκρέσο των Ρεπουμπλικανών θα μπορούσε επίσης να βλάψει τη διατλαντική εμπορική σχέση.

Η ΕΕ είναι εξαγριωμένη με την πρόσφατη νομοθεσία των ΗΠΑ, η οποία παρέχει γενναιόδωρες φορολογικές ελαφρύνσεις στους Αμερικανούς που αγοράζουν ηλεκτρικά οχήματα που συναρμολογούνται στη Βόρεια Αμερική. Για ένα ευρωπαϊκό μάτι, η ρήτρα είναι απλώς προστατευτισμός – μια υπενθύμιση των εμπορικών πολιτικών του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική».

Αντίστοιχα προβλημαιτκή είναι και η στάση των συμμάχων έναντι της Κίνας. Μια νίκη των Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές θα μπορούσε να σημαίνει πρόσθετη πολιτική πίεση στον Μπάιντεν να πιέσει περισσότερο στην ΕΕ έναντι της Κίνας, την ώρα όμως που πολλές χώρες της ΕΕ θέλουν να διατηρήσουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τη δική τους προσέγγιση στο Πεκίνο.

Τέλος, στην Ευρώπη φοβούνται πιθανό «κλιματικό ρεβανσισμό» των Ρεπουμπλικανών, αν και οι αισιόδοξοι θεωρούν ότι οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θα αγγίξουν – τουλάχιστον σε αυτή τη φάση – τις φορολογικές εκπτώσεις και τα κίνητρα για «καθαρή ενέργεια» που ο Μπάιντεν προώθησε πρόσφατα στο Κογκρέσο με τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού.

Αλλά μια νίκη για τους Ρεπουμπλικάνους, εκτιμά το Politico, θα τροφοδοτούσε εκείνους στην Ευρώπη που υποστηρίζουν ότι η ΕΕ θα πρέπει να επιβραδύνει την «Πράσινη Συμφωνία» και να αγκαλιάσει ένα σχέδιο ενεργειακής ασφάλειας που περιλαμβάνει τα ορυκτά καύσιμα παράλληλα με την «καθαρή ενέργεια».