Η απόφαση της ΕΚΤ να προχωρήσει στην 6η κατά σειρά αύξηση επιτοκίων από τον περασμένο Ιούλιο, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τους δανειολήπτες αλλά και για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος.

Ads

Μάλιστα, ο σχεδιασμός περιλαμβάνει επιπλέον δύο αυξήσεις επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τη φορά μέχρι το προσεχές καλοκαίρι, με αποτέλεσμα ένας δανειολήπτης να επιβαρύνεται ακόμη και με 6-7 δόσεις παραπάνω τον χρόνο.

Μεγάλο πρόβλημα, όμως, αντιμετωπίζουν και οι τράπεζες από τη στιγμή που προχωρούν σε ρευστοποίηση με ζημία, γεγονός που υποδηλώνει ανεπάρκεια.

Το ερώτημα που ευλόγως τίθεται, είναι το κατά πόσο η τακτική που ακολουθεί η ΕΚΤ με την αύξηση των επιτοκίων, μπορεί να επιφέρει το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από τη τιθάσευση του πληθωρισμού.

Ads

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τα είδη του πληθωρισμού που δύναται να εμφανιστούν σε μια οικονομία. Αναλόγως, λοιπόν, με τη μορφή του πληθωρισμού, που μπορεί να είναι είτε πληθωρισμός κόστους (προσφοράς) είτε πληθωρισμός ζήτησης ή ακόμα και μείγμα αυτών των δύο, το φάρμακο για την αντιμετώπισή τους διαφέρει.

Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός κόστους αντιμετωπίζεται με δημοσιονομικά μέτρα, όπως είναι η μείωση του ΦΠΑ. Αντίθετα, ο πληθωρισμός ζήτησης επιτρέπει την αύξηση των επιτοκίων, δηλαδή τη στρατηγική που εφαρμόζει αυτή την περίοδο η ΕΚΤ. Ωστόσο, είμαστε σίγουροι ότι η ευρωπαϊκή οικονομία εμφανίζει χαρακτηριστικά πληθωρισμού ζήτησης; Θεωρώ ότι οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ και ορισμένοι διεθνείς αναλυτές έχουν πέσει έξω στην εκτίμησή τους σχετικά με τη μορφή του πληθωρισμού που βιώνουμε τη δεδομένη στιγμή.

Ξεκάθαρα είμαστε αντιμέτωποι με έναν πληθωρισμό κόστους, καθώς το σημαντικό πρόβλημα δεν είναι η αυξημένη ζήτηση, αλλά τα υπέρογκα κόστη που έχουν οι παραγωγοί και το σύνολο των επαγγελματιών για τη δημιουργία και την προσφορά των προϊόντων τους.

Τεράστια αύξηση σε πρώτες ύλης, στην ενέργεια κ.λπ. Συνεπώς, η αύξηση των επιτοκίων «σκοτώνει» ακόμα περισσότερο την κατανάλωση, η οποία έτσι κι αλλιώς είναι μειωμένη τον τελευταίο χρόνο περίπου. Επιπλέον, οι αποφάσεις της ΕΚΤ έχουν αρνητικό αντίκτυπο και στον τραπεζικό κλάδο.

Οι τράπεζες ακολουθούν τον εξής στρατηγικό σχεδιασμό, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση της SVB που χρεοκόπησε πριν λίγες ημέρες: δανείζονται βραχυπρόθεσμα και επενδύουν μακροπρόθεσμα (π.χ. σε 5ετούς ή 10ετούς διάρκειας ομόλογα).

Η αύξηση των επιτοκίων μειώνει την αξία των ομολόγων και προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους αναγκάζονται να τα πουλήσουν σε μια πολύ χαμηλή τιμή.

Έτσι, οι επενδυτές λαμβάνουν το σήμα ότι κάτι δεν πάει καλά και σπεύδουν να κάνουν ανάληψη των χρημάτων τους (το γνωστό bank run). Και δεδομένου ότι στο τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχουν σύνορα, ποτέ δεν αποκλείεται ο κίνδυνος του domino effect.

Σε κάθε περίπτωση, η τωρινή κατάσταση δε μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη του 2008 και την περίπτωση της Lehman Brothers, η οποία αφορούσε δομημένα παράγωγα βασισμένα σε κόκκινα δάνεια. Όχι, δηλαδή, κρατικά ομόλογα που πωλούνται σε χαμηλή τιμή όπως τώρα. Και όσο ο λόγος των καταθέσεων προς τα δάνεια παραμένει υψηλός, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν χρειάζεται να νιώθουμε πανικό αλλά ούτε φυσικά και να είμαστε τελείως αμέριμνοι.  

  • Ο Νίκος Κανέλλος είναι Τομεάρχης Έρευνας και Καινοτομίας της ΝΔ και Διδάκτωρ του ΕΜΠ στη γνωστική περιοχή της Οικονομικής και Στρατηγικής Ανάλυσης της Καινοτομίας και των Σύγχρονων Τεχνολογιών