Φανταστείτε ότι είστε μια επιχείρηση που παίρνει τακτικά τεράστιες ποσότητες από δικά σας προϊόντα, αξίας εκατομμυρίων λιρών και τα αποτεφρώνει. Το απόθεμά σας κυριολεκτικά γίνεται καπνός.

Ads

Ακούγεται τρελό, αλλά η πρακτική αυτή έχει γίνει όλο και πιο κοινή για ορισμένους από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές ενδυμάτων, ή πιο κομψά, για τους επώνυμους και ιστορικούς οίκους μόδας στον κόσμο. Γιατί; Υποστηρίζουν ότι είναι ο πιο οικονομικός τρόπος διατήρησης της αποκλειστικότητας του εμπορικού τους σήματος.

Τα ρούχα που καίγονται είναι αυτά που «ξεμένουν» στα ράφια και καταστρέφονται για να μην πουληθούν στην «γκρίζα» αγορά  και στους «λάθος ανθρώπους». Αντί να τα δουν να πωλούνται στις εκπτώσεις, οι εν λόγω εταιρείες προτιμούν να τα κάψουν και με ειδικούς αποτεφρωτήρες να αξιοποιήσουν την ενέργεια για την κάλυψη των αναγκών συγκεκριμένων περιοχών. Ετσι και τα προϊόντα συνεχίζουν να απευθύνονται στους λίγους και οι εταιρείες «πουλάνε» ταυτόχρονα κοινωνική προσφορά κι ευθύνη για την προστασία του περιβάλλοντος.

«Στάχτη και Burberry»

Μία από τις διασημότερες εταιρείες ρούχων παγκοσμίως, η Burberry, έχει καταστρέψει ρούχα αξίας 90 εκατ. λιρών τα τελευταία 5 χρόνια, αποκάλυψαν πριν κάποιους μήνες οι Times.

Ads

Η ετήσια έκθεση της Burberry δείχνει ότι η εταιρεία έστειλε μεταξύ άλλων στην πυρά καμπαρντίνες 1.800 δολαρίων και πόλο μπλουζάκια των 250 δολαρίων, προϊόντα ομορφιάς αξίας 13.7 εκατ. δολαρίων και έτοιμα προϊόντα και αξεσουάρ αξίας 24 εκατ. δολαρίων. Αφού το θέμα έγινα πρωτοσέλιδο παγκοσμίως, το Σεπτέμβριο η Burberry ανακοίνωσε ότι σταμάτησε να αποτεφρώνει ρούχα. Η παραδοχή του οίκου δεν καθησύχασε τις αντιδράσεις ακτιβιστών αλλά και αναλυτών της αγοράς που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα ανάλογων πρακτικών ενάντια στο μαύρο εμπόριο.

Βέβαια δεν είναι η μόνη, είναι μία. Περισσότεροι από 15 τόνους ρούχων από το stock της H&M κάηκαν πέρυσι, ενώ και η Cartier και η Montblanc, έχουν καταστρέψει τα τελευταία δύο χρόνια ρολόγια που αξίζουν περισσότερα από 400 εκατ. λίρες, αλλά και η Louis Vitton φέρεται να καίει τις τσάντες που δεν πουλάει. Αντίστοιχη αποκάλυψη είχε γίνει πριν από μερικά χρόνια και για το τεράστιο απόθεμα με απούλητα ρούχα της Abercrombie & Fitch.

Ο Τζάκ Τζάκσον, επικεφαλής της Βρετανικής Σχολής Μόδας στην πανεπιστημιούπολη του Πανεπιστημίου Caledonian της Γλασκώβης, δήλωσε ότι οι πολυτελείς επιχειρήσεις μόδας όπως η Burberry αντιμετώπισαν ένα παράδοξο. Για να ικανοποιήσουν τους μετόχους, πρέπει να συνεχίσουν να επεκτείνονται ακόμη και αν υπάρχει κίνδυνος να αμβλύνουν την ταυτότητά τους και να δημιουργήσουν υπερβολικό απόθεμα, ανέφερε. «Δεν υπάρχει τρόπος να λύσουν ποτέ αυτό το πρόβλημα».

Έτσι, σύμφωνα και με το ρεπορτάζ του BBC, κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσα απούλητα αποθέματα ανεβάζουν φλόγες κάθε χρόνο από τους οίκους μόδας του κόσμου.

image

Αλλά η καύση έχει κι άλλες αρνητικές συνέπειες, περιβαλλοντικές. Η καύση των ρούχων, φυσικά, απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα και άλλα αέρια στην ατμόσφαιρα, γεγονός που επιδεινώνει την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Μια έκθεση της βρετανικής ειδικής επιτροπής για τη βιωσιμότητα και τη βιομηχανία της μόδας που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο εξέτασε τις διάφορες περιβαλλοντικές επιπτώσεις της αποτέφρωσης. Σύμφωνα με αυτή, «ενώ η αποτέφρωση των απούλητων αποθεμάτων απελευθερώνει κάποια ενέργεια από τα προϊόντα, πολλαπλασιάζει τις επιπτώσεις του προϊόντος στο κλίμα δημιουργώντας περαιτέρω εκπομπές αερίων και ατμοσφαιρικών ρύπων που μπορούν να βλάψουν την ανθρώπινη υγεία. Για παράδειγμα, η καύση ρούχων από συνθετικές ίνες απελευθερώνει πλαστικές μικροΐνες στην ατμόσφαιρα».

Η έκθεση συμβουλεύει τις Αρχές να απαγορεύσουν την καύση των απούλητων αποθεμάτων και αυτά να επαναχρησιμοποιούνται ή να ανακυκλώνονται.

Σύμφωνα με στοιχεία της Greenpeace, η παγκόσμια βιομηχανία της μόδας παράγει περίπου 100 δισεκατομμύρια ρούχα για να μπορέσει να ευχαριστήσει τις καταναλωτικές μας ανάγκες. Για να κατασκευαστούν όμως όλα αυτά τα ρούχα και τα αξεσουάρ δημιουργούνται στερεά απόβλητα από υφάσματα, δέρματα και άλλα υλικά που φτάνουν ετησίως τους 92 εκατομμύρια τόνους.

«Αν και οι τιμές τους είναι υψηλές έχουν τον λιγότερο σεβασμό απέναντι στα προϊόντα τους, τους ανθρώπους που τα δημιουργούν με σκληρή εργασία και τα υλικά που χρησιμοποιούνται για να δημιουργηθούν» σχολίασε η Greenpeace. «Η παραγωγή είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση και όμως, αντί να περιορίσουν τον όγκο των προϊόντων τους προτιμούν να αποτεφρώνουν εξαιρετικά σε ποιότητα ρούχα και αξεσουάρ. Αυτό είναι ένα βρώμικο μυστικο της βιομηχανίας της μόδας» λέει η εκπρόσωπος της Greenpeace, Lu Yen Roloff.

Αναλυτές της μόδας αναφέρουν το παράδοξο της βιομηχανίας πολυτελείας. Από τη μία πρέπει οι οίκοι να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους φέρνοντας έσοδα για να ικανοποιήσουν τους μετόχους και από την άλλη πρέπει να περιορίσουν τη διάθεση των ακριβών προϊόντων στη «λάθος αγορά» για να συντηρήσουν το πρεστίζ τους.

Αφενός λοιπόν υπάρχει το πρόβλημα της υπερπαραγωγής και αφετέρου ο φόβος των εταιρειών να μην καταλήξουν τα ρούχα τους και τα αξεσουάρ τους στους φτωχούς αυτού του πλανήτη, ώστε να προστατευτούν τα «πνευματικά δικαιώματα και οι αξίες του brand».

Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα οποία αναλύθηκαν από το Ίδρυμα Ellen MacArthur, ενώ οι πωλήσεις ειδών ένδυσης αυξήθηκαν σταθερά από το 2000, η ​​χρήση των ειδών ένδυσης μειώθηκε περίπου στο ίδιο ποσοστό. Η βιομηχανία μόδας, όπως ο καθένας μπορεί να φανταστεί, αποτελεί μια παγκόσμια επιχείρηση δισεκατομμυρίων. Ειδικά σήμερα που τα εργατικά χέρια της παγκοσμιοποίησης είναι φθηνά σε τρίτες χώρες, κυρίως τα παιδικά, αλλά οι τιμές πώλησης παραμένουν στα ύψη στο δυτικό μεταμοντέρνο κόσμο.

Ταυτόχρονα όμως, όπως εξηγεί ο Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Georg Simmel για την ουσία της μόδας στο βιβλίο του «Die Mode»: «H ουσία της μόδας έγκειται στο εξής: ότι πρέπει πάντα να την υιοθετεί μόνο ένα μέρος μιας ομάδας, ενώ το σύνολο μόνο να τείνει προς την υιοθέτησή της. Μόλις η μόδα καταφέρει να γίνει πλήρως αποδεκτή, δηλαδή μόλις εκείνο για το οποίο αρχικά έκαναν μόνο ορισμένοι, υιοθετηθεί χωρίς εξαίρεση από όλους, τότε δεν χαρακτηρίζεται πλέον ως μόδα. Κάθε εξάπλωση της μόδας την ωθεί κιόλας προς το τέλος της, αφού αυτή αναιρεί τη διακριτότητά της».