Βρετανικές εταιρείες πωλούσαν με κυβερνητική άδεια βιομηχανικά υλικά στην Συρία, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή χημικών όπλων, πολύ μετά την έναρξη της εμφύλιας σύγκρουσης στην χώρα. Το στοιχείο αυτό, που μπορεί να δυναμιτίσει την διεθνή κοινή γνώμη αναφορικά με την επικείμενη επέμβαση της Δύσης κατά του Μπασάρ Αλ Άσαντ, αναφέρεται σε έκθεση του βρετανικού κοινοβουλίου, που είδε το φως της δημοσιότητας την Δευτέρα. Υπενθυμίζεται ότι ο Ντέιβιντ Κάμερον εισέπραξε το “όχι” της βρετανικής Βουλής στο αίτημά του για συμμετοχή στην στρατιωτική επέμβαση κατά του συριακού καθεστώτος. 

Ads

 
Η Επιτροπή Ελέγχου Εξαγωγών Όπλων της Βουλής των Κοινοτήτων αναφέρει ότι πρόκειται για «ένα μονάχα από τα πολυάριθμα παραδείγματα ανάλογων αμφιλεγόμενων συμφωνιών μεταξύ βρετανικών εταιρειών και χωρών οι οποίες, σύμφωνα με το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, έχουν ελάχιστο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα».
 
Σύμφωνα με την έκθεση, οι βρετανικές εταιρίες πούλησαν στην Συρία ποσότητες φθοριούχου νατρίου και φθοριούχου καλίου, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή χημικών όπλων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι πωλήσεις έλαβαν χώρα την τελευταία διετία.
 
Το φθοριούχο νάτριο είναι νόμιμης κυκλοφορίας συστατικό το οποίο χρησιμοποιείται σε αριθμό καταναλωτικών προϊόντων, όπως οι οδοντόπαστες, ωστόσο στην περίπτωση της Συρίας δεν ελέγχθηκε ποτέ πού ακριβώς κατέληγαν οι πωλούμενες ποσότητες.
 
Τα εξαγόμενα στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία του νευροπαραλυτικού αερίου σαρίν, που ευθύνεται για το θάνατο περίπου 1500 ανθρώπων σε προάστιο της Δαμασκού στις 21 Αυγούστου.
 
Οι άδειες για εξαγωγή των χημικών στοιχείων εκδόθηκαν από το βρετανικό Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας τον Ιανουάριο του 2013, δηλαδή δύο περίπου χρόνια μετά την έναρξη της εξέγερσης κατά του συριακού καθεστώτος και περισσότερο από ένα χρόνο μετά την έναρξη του εμφύλιου πολέμου στη χώρα.

Οι άδειες ανακλήθηκαν τον Ιούνιο όταν η ΕΕ επέβαλε κυρώσεις στο καθεστώς Άσαντ. Το Σάββατο βουλευτές και ακτιβιστές ζήτησαν από τον πρωθυπουργό, Ντέιβιντ Κάμερον, διευκρινίσεις, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει απάντηση από την κυβέρνηση.