Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα διαμόρφωσε νέες συνθήκες στην οθωμανική κοινωνία. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ επισφραγίστηκαν το 1856 με το αυτοκρατορικό διάταγμα Ισλαχάτ Φερμανί, το οποίο ολοκλήρωνε τις προηγούμενες μεταρρυθμιστικές πράξεις που είχαν ξεκινήσει με το διάταγμα Χατ-ι-Σερίφ το 1839.

Ads

Ο στόχος του Ισλαχάτ Φερμανί ήταν η θεσμοθέτηση ισότητας μεταξύ όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Η διαμόρφωση κοινής πολιτικής συνείδησης έγινε ο κύριος στόχος της οθωμανικής πολιτικής. Οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές έμπαιναν στο περιθώριο.

Διαβάστε επίσης:

Με τον τρόπο αυτό η οθωμανική ηγεσία επεδίωκε την ενσωμάτωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων και τη μετατροπή τους σε πολίτες με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις προς τον σουλτάνο. Έως τότε οι κοινότητες αυτές αντιμετωπίζονταν με τον παραδοσιακό ισλαμικό τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο οι πιστοί των υπόλοιπων βιβλικών θρησκειών ήταν δεύτερης κατηγορίας πολίτες, χρήσιμοι μόνο για να παράγουν και να πληρώνουν τους ειδικούς για αυτούς φόρους. Επιπλέον, η υποβαθμισμένη κοινωνική τους θέση συμβολοποιούταν με συγκεκριμένους ενδυματολογικούς κανόνες, οι οποίοι αποσκοπούσαν στη δημόσια διάκριση των πολιτών αναλόγως της θρησκευτικής και κοινωνικής τους κατάστασης.

Ads

Με τις μεταρρυθμίσεις απαλλάχθηκαν οι μη μουσουλμανικές κοινότητες (χριστιανοί και Εβραίοι) από τα παραδοσιακά οικονομικά βάρη και τις κοινωνικές διακρίσεις που επέβαλε το καταπιεστικό θρησκευτικό καθεστώς. Οι μεταρρυθμίσεις ευνόησαν τα στρώματα της πόλης που δραστηριοποιήθηκαν σε νέους οικονομικούς τομείς, τόσο αυτούς της βιοτεχνικής και της βιομηχανικής ανάπτυξης όσο και αυτούς του εμπορίου και του τραπεζικού συστήματος.

Έτσι, η παλιά κοινωνική δομή διαφοροποιήθηκε με την είσοδο του καπιταλισμού στην οθωμανική κοινωνία τον 19ο αιώνα.

Εμφανίστηκαν νέα στρώματα εμπόρων, βιοτεχνών αλλά και βιομηχάνων. Διαμορφώθηκε για πρώτη φορά μια οθωμανική αστική τάξη κατά τον δυτικό τύπο, η οποία σε μεγάλο βαθμό θα αποτελείται από τους Oθωμανούς Έλληνες.

Αντίθετα, η διαμόρφωση μιας νέας ισχυρής μουσουλμανικής γραφειοκρατίας ως απόρροια των μεταρρυθμίσεων -που κατήργησαν μεν τη φεουδαρχική κυβέρνηση, αλλά επέβαλαν στη θέση της μια συγκεντρωτική γραφειοκρατία και έναν μόνιμο στρατό- αύξησε τα βάρη στους χριστιανούς αγρότες προς όφελος του μουσουλμάνου γαιοκτήμονα: «Στον χριστιανό αρνούνται το δίκαιό του, ο όρκος του είναι άνευ αξίας εναντίον μουσουλμάνων, δεν μπορεί να φέρει όπλα, και κατά κανόνα δεν μπορεί να κατέχει δημόσιο αξίωμα. Αλλά, που είναι ακόμα πιο σημαντικό, ως αγρότης συχνά κατέχει τη γη ενός μουσουλμάνου γαιοκτήμονα και του ρουφούν το αίμα οι μουσουλμάνοι αξιωματούχοι. Σε τοπικό επίπεδο, επομένως, υπάρχει συχνά μια ταξική πάλη – ένας αγώνας των μικρών αγροτών και ενοικιαστών με την τάξη των γαιοκτημόνων και των υπαλλήλων…».(1)

Αυτό που πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο είναι εάν αυτή η καταπίεση των Ελληνοορθόδοξων αγροτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η ταξική πάλη με τους Τούρκους φεουδάρχες και γραφειοκράτες εκφράστηκαν ιδεολογικά με την περαιτέρω εθνική ριζοσπαστικοποίηση και με την υιοθέτηση απόψεων συμβατών με τη Μεγάλη Ιδέα.

Στο νέο οικονομικό πλαίσιο διαμορφώθηκε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα: Τα κυρίαρχα μουσουλμανικά στρώματα στην παλιά φεουδαρχική δομή της Αυτοκρατορίας θα διατηρήσουν την παραδοσιακή υπεροχή τους στον αγροτικό τομέα εξακολουθώντας να κατέχουν τις μεγάλες έγγειες περιουσίες και θα καταλάβουν τις θέσεις στη νεοδημιουργημένη γραφειοκρατία και στο Στρατό.

Αντιθέτως, οι ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν από ένα νέο οικονομικό πλαίσιο που ευνοούσε την είσοδο καπιταλιστικών μορφών οικονομίας στην οθωμανική κοινωνία, μαζί με μια πρώτη παγκόσμια κυκλοφορία εμπορευμάτων, αξιοποιήθηκαν από τις παλιές κοινότητες των απόκληρων ραγιάδων.

Μια προοδευτική ελληνική αστική τάξη

Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το 1914 και την έναρξη των διώξεων φαίνεται ότι ήταν περί τα 2,2 εκατομμύρια [1,8 στη Μικρά Ασία (Ιωνία, Πόντος, Βιθυνία, Καππαδοκία κ.ά.) και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωνσταντινούπολη] σ’ έναν συνολικό πληθυσμό 10 περίπου εκατομμυρίων στην περιοχή που σήμερα καταλαμβάνει το τουρκικό κράτος..

Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδεδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912, από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Έλληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους. Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Έλληνες, ενώ Έλληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά, υπολογίζεται ότι Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.(2)

Παράλληλα, θα αναπτυχθεί και μια οθωμανική εργατική τάξη, ένα σύγχρονο προλεταριάτο, το οποίο για ιστορικούς λόγους και κατά πλειονότητα θα απαρτίζεται από Έλληνες. Η περίπτωση των μεταλλείων της Μπάλιας, βορειοανατολικά του Αϊβαλιού, και της σφαγής των μεταλλωρύχων από τα επίσημα στρατεύματα του Ατατούρκ τον Σεπτέμβριο του 1922 αποτελεί μια από τις πλέον αντιπροσωπευτικές ιστορίες που επιτρέπουν στο σημερινό μελετητή να κατανοήσει το «μεγάλο αφήγημα».(3)

Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση, απόρροια κυρίως του ρεύματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού, που από την προεπαναστατική περίοδο είχε τα μεγάλα του κέντρα στην Κωνσταντινούπολη, στο Αϊβαλί, στη Σμύρνη κ.α., και της συνεχούς ύπαρξης λόγιας τάξης.

Παράλληλα, διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, η Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) κ.ά. Εντυπωσιακός είναι κι ο αριθμός των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν. Μόνο στη Σμύρνη, οι ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς ανέρχονται σε 135. Η μακροβιότερη ήταν η «Αμάλθεια» (1838-1922). Άλλες σημαντικές εφημερίδες η «Αρμονία» (1880-1922) και η σοσιαλιστική «Ο Εργάτης» (1908-1909).

Η συγκρότηση της Ελλάδας ως έθνους-κράτους ενίσχυσε τις διαδικασίες συνειδητοποίησης των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εμπέδωση μιας ελληνικής ταυτότητας ως μετεξέλιξη της παλαιότερης ρωμαίικης. Η διαδικασία αυτή όμως δεν υπήρξε απόρροια μιας κρατικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά αφενός της δραστηριοποίησης των Μικρασιατών (κυρίως με το Σύλλογο Μικρασιατών «Η Ανατολή») που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από την εποχή της Επανάστασης και εντεύθεν και αφετέρου της φυσιολογικής ιδεολογικής εξέλιξης που απορρέει από την ανάπτυξη αστικών σχέσεων και την επέκταση της οικονομίας της αγοράς.

Υπερασπίζοντας το Τανζιμάτ

Παρόλη όμως την εδραιωμένη εθνική ταυτότητα, οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέλεξαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες, αποφεύγοντας τις αποσχιστικές και διαλυτικές κινήσεις. Η κύρια στρατηγική επιλογή των ελληνικών οθωμανικών ελίτ υπήρξε η ενίσχυση του οθωμανισμού, δηλαδή της μετεξέλιξης της Αυτοκρατορίας σε κράτος δικαίου.

Όμως, αναλύοντας πραγματικά την οθωμανική κοινωνία και την εσωτερική δυναμική, η στρατηγική επιλογή της ηγεσίας των Οθωμανών Ελλήνων φάνηκε να είναι ουτοπική. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ περιγράφει ως μοναδική διέξοδο στο οθωμανικό πρόβλημα την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία ονομάζει «Τουρκία». Γράφει: «Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο. Από την αρχή αποτελούνταν από πολλές διαφορετικές χώρες… κανένα ουσιαστικό συμφέρον, καμιά κοινή ανάπτυξη δεν είχε δημιουργηθεί που θα μπορούσε να τους δώσει εσωτερική ενότητα. Απεναντίας, η πίεση και η δυστυχία του να ανήκεις από κοινού στο τουρκικό κράτος διαρκώς μεγάλωνε. Και έτσι υπήρχε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να ξεφύγουν από το σύνολο και ενστικτωδώς να αναζητήσουν το δρόμο για μια μεγαλύτερη κοινωνική ανάπτυξη σε μια αυτόνομη ύπαρξη. Και έτσι η ιστορική καταδίκη εκδόθηκε για την Τουρκία: αντιμετώπιζε την καταστροφή».(4)

Μόνο όταν η προοπτική της δημοκρατικής μετεξέλιξης ακυρώθηκε από το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και υπέστησαν την προαποφασισμένη Γενοκτονία από το 1914 επέλεξαν (οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση. Η αναγκαστική αυτή επιλογή θα εκφραστεί μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με το αίτημα για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στον μικρασιατικό Βορρά, στον Πόντο, και την ένωση με την Ελλάδα, ή την αυτονόμηση, της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης.

* Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας , συγγραφέας. Πηγή του κειμένου το βιβλίο του «Μικρασιατική Καταστροφή. Από τη Λούξεμπουργκ και τον Γληνό στην ήττα και στο τραύμα», εκδ. Historical Quest, Αθήνα, 2019.

Σημειώσεις

  1. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «H σοσιαλδημοκρατία και οι εθνικοί αγώνες στην Τουρκία», περ. «Μαρξιστική Σκέψη», τεύχ. 11, σελ. 235. 
  2. Βλ.: D. Gontikas, Ch. Issawi, Ottoman Greeks in the age of nationalism, Darwin Press, 1999. Το 1921, στην Κωνσταντινούπολη, τα 171 από τα 257 εστιατόρια ανήκαν σε Έλληνες, όπως και οι 444 από τις 471 ποτοποιίες και οι 528 από τις 654 επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου (Βασίλης Νότης, Εκβιομηχάνιση και οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία, εκδ. Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα, 1986, σελ. 39).
  3. Φαίδωνας Παπαθεοδώρου, «Μεταλλωρύχοι – μεταλλουργοί στο “Λαύριο” της Εγγύς Ανατολής», Σελίδες Ιστορίας, εφημ. «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 21 Ιουλίου 2013.
  4. Ρόζα Λούξεμπουργκ, ό.π., σελ. 235.