Εκατό χρόνια μας χωρίζουν από τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική και γεωπολιτική καταστροφή που συνέβη στην Εγγύς Ανατολή μετά το συμβολικό 1453. Μια Καταστροφή που σηματοδοτήθηκε με την ανώμαλη επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος, αναντίστοιχη των πραγματικών πληθυσμιακών ισορροπιών και με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς Ρωμιούς, Αρμένιους και Ασσυροχαλδαίους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στο βωμό του τουρκικού εθνικιστικού Μολώχ.

Ads

Για τη δραματική αυτή εξέλιξη, που συνέβη μετά το τέλος (και ως συνέχεια) του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, υπεύθυνη στο μεγαλύτερο βαθμό ήταν η μοναρχική Δεξιά, η οποία διαχειρίστηκε την μεταπολεμική πρόκληση με τον πλέον ανορθολογικό τρόπο.

Η τιμωρία των πραγματικών υπεύθυνων της Μικρασιατικής Καταστροφής με την Δίκη των Εξ σε περιβάλλον Καταστροφής και κοινωνικής κατάρρευσης, βιώθηκε ως το υπερμέγιστο τραύμα για τη συντηρητική παράταξη, η οποία επανήλθε δυναμικά και ρεβανσιστικά στην ελλαδική εξουσία από το 1933 και σφράγισε -σχεδόν έως σήμερα- την ιστορική μνήμη των Νεοελλήνων με τη δική της εκδοχή (βοηθούσης και της παραδοσιακής σοβιετόφιλης Αριστεράς, στην οποία επιβλήθηκε η κυνική και αντιμαρξιστική-φιλοκεμαλική αντίληψη της Κομιντέρν). Το κύριο «θύμα»  αυτής της στάσης ήταν η απόλυτη υποβάθμιση του μικρασιατικού δράματος, η διαστρέβλωση του περιεχομένου εκείνου του ιστορικού μεταίχμιου, η απόκρυψη του τεράστιου αριθμού νεκρών και προσφύγων, καθώς και οι συνέπειες της ήττας έως σήμερα.
       
Η αναθεωρητική προσπάθεια της Δεξιάς κορυφώθηκε συμβολικά πριν από λίγα χρόνια με την ακύρωση της Δίκης των Εξ από τον Άρειο Πάγο. Για την ακύρωση της Δίκης των Εξ και τη μετατροπή του Άρειου Πάγου σε φιλομοναρχικό ιστοριοδίφη, ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης έγραψε: «Όλο το ζήτημα εγγράφεται στη λογική της αναθεώρησης της ιστορίας, της απόσεισης του εθνικού βάρους, ώστε να παιχθεί  το παιχνίδι χωρίς κοινωνικές δεσμεύσεις από τους φορείς του κράτους και τους περί αυτού.

Όπως ισχυρίζονται, η εγκατάλειψη του μικρασιατικού ελληνισμού, κατά την αποχώρηση του στρατού, αλλά και όλη η υπόθεση της μικράς πλην εντίμου Ελλάδος, έγινε από πατριωτικό καθήκον και όχι για λόγους προδοσίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί η δικαιοσύνη να αναθεωρεί την ιστορία, αυτό είναι έργο της επιστήμης.»

Ads

Ας δούμε ποια ήταν τα πραγματικά δεδομένα εκείνης της εποχής που οδήγησαν σε μια Καταστροφή επικών διαστάσεων για την οποία ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ έγραψε: «Kάθε τραγωδία είναι μίξη σφαλμάτων και ατυχημάτων…

Ουδέποτε το φαινόμενο αυτό απεικονίστηκε εναργέστερα απ’ ό,τι στην ιστορία της ελληνικής αποτυχίας στον πόλεμο».

Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Ο Λόιντ Τζορτζ αναφερόταν στην αιματηρή και αμετάκλητη κατάληξη της προσπάθειας του ελληνισμού αφενός να συμμετάσχει στις ευρωπαϊκές διεργασίες αναβαθμίζοντας τη χώρα και αφετέρου να διεκδικήσει την μερίδα που του αναλογούσε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τα εδάφη της ηττημένης προνεωτερικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που αποχωρούσε πλέον οριστικά από την Ιστορία και αντικαθίστατο από τη μορφή του έθνους-κράτους. Να σημειωθεί ότι στις παραμονές του πολέμου (1914) το ποσοστό των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κυμαινόταν μεταξύ του 13 και του 20% του συνολικού οθωμανικού πληθυσμού, ενώ ήταν υποδιπλάσιο του ελληνικού πληθυσμού που κατοικούσε στο ελεύθερο κράτος.

Με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920) η Ελλάδα κατάφερε να διεκδικήσει μόλις το 6% του παλιού κοινού οθωμανικού εδάφους, ενώ περιοχές με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό, όπως ο Πόντος, έμειναν εκτός των ρυθμίσεων. Τα μειωμένα εδαφικά κέρδη σε σχέση με την πραγματική αναλογία του πληθυσμού οφείλονταν αποκλειστικά στην μεταπολεμική υποβάθμιση της θέσης της Ελλάδας, η οποία για δύο ολόκληρα χρόνια (1915-1917) παρέμεινε σε καθεστώς φιλογερμανικής ουδετερότητας προκειμένου να προστατευτεί η σύμμαχος των Γερμανών Τουρκία.

Και αυτή η πολιτική που επιβλήθηκε με πραξικοπηματικές μεθόδους -μετατρέποντας την Ελλάδα σε Πόντιο Πιλάτο την στιγμή που οι Νεότουρκοι διέπρατταν τις Γενοκτονίες των χριστιανικών κοινοτήτων (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων)- ήταν γνήσια επιλογή του περιβάλλοντος του Κωνσταντίνου Α’, που από χρόνια συνεργαζόταν με τη γερμανική πρεσβεία.

Η έστω και την τελευταία στιγμή συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων με την ανατροπή της φιλογερμανικής πολιτικής και την έξωση από τη χώρα των φιλογερμανικών κέντρων, επέτρεψε τη συμμετοχή στις μεταπολεμικές διαδικασίες. Έτσι κερδήθηκε η Θράκη (Δυτική και Ανατολική) και υπό όρους η περιοχή της Σμύρνης.

Αλλά παρά την τεράστια διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας, δυόμιση μήνες μετά οι ψηφοφόροι θα ξαναδώσουν την εξουσία στους παλιούς μοναρχικούς, οι οποίοι καθ’όλη την προεκλογική περίοδο πορεύτηκαν με μια αντιπολεμική άτυπη συμμαχία με το νεαρό ΣΕΚΕ-ΚΚΕ που μόλις είχε ενταχθεί στην Κομιντέρν και υλοποιούσε τις επιταγές της.

Νοέμβρης 1920: Οι φιλογερμανοί επιστρέφουν στην εξουσία

Η επιστροφή των παλιών φιλογερμανών στην εξουσία θα έχει δραματικές επιπτώσεις στο μικρασιατικό εγχείρημα. Κατ’ αρχάς θα επιλέξουν συνειδητά να διαρρήξουν τις σχέσεις με τους συμμάχους, παραγνωρίζοντας τις δύο αυστηρές διακοινώσεις τους για τη μη επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο, ενώ ήδη είχαν αποκαθηλωθεί οι ηττημένοι παλιοί του αυτοκρατορικοί σύμμαχοι, ο γυναικαδελφός του Γουλιέλμος Β΄ στη Γερμανία και ο Κάρολος Α’ στην Αυστροουγγαρία.

Οι τρεις νικήτριες συμμαχικές χώρες δήλωναν ξεκάθαρα: «…ευρίσκονται ηναγκασμέναι να δηλώσωσι δημοσία ότι η επί του Θρόνου της Ελλάδος παλινόρθωσις Ηγεμόνος του οποίου η κακόπιστος στάσις και διαγωγή έναντι των συμμάχων κατά τη διάρκεια του πολέμου εγένετο δι αυτούς πηγή δυσχερειών και σοβαρών απωλειών, δεν θα ηδύνατο να θεωρηθή παρ’ αυτών ειμεί ως η παρά της Ελλάδος επικύρωσις των εχθρικών πράξεων του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το γεγονός τούτο θα εδημιούργει νέαν κατάστασιν δυσμενή εις τας μεταξύ της Ελλάδος και των Συμμάχων σχέσεις και εις την περίπτωσιν ταύτην οι τρεις Κυβερνήσεις δηλούσιν ότι επιφυλάσσουσιν εαυταίς πλήρη ελευθερία δράσεως προς διακανονισμόν της καταστάσεως ταύτης.»  

Παρόλα αυτά η φιλομοναρχική κυβέρνηση οργάνωσε ένα νόθο δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου, όπου το 99,9% ψήφισαν υπέρ της επαναφοράς. Στη συνέχεια οργάνωσε τη θριαμβευτική επάνοδο του Κωνσταντίνου αναθέτοντάς του την αρχηγία του στρατού.

Παράλληλα τοποθέτησε επικεφαλής του στρατεύματος απειροπόλεμα και άχρηστα στελέχη, απομακρύνοντας ικανούς και εμπειροπόλεμους αξιωματικούς. 500 έμπειροι αξιωματικοί απομακρύνθηκαν ως βενιζελικοί ή υποχρεώθηκαν λόγω κλίματος να αποχωρήσουν μόνοι τους. Επανήλθαν από την αποστρατεία 1500 φιλομοναρχικοί, ενώ στη θέση του ικανού Λ. Παρασκευόπουλου θα αναλάβει ο ανακληθείς από την αποστρατεία Αν. Παπούλας και την άνοιξη του 1922 ο μειωμένων ψυχικά ικανοτήτων Χατζηανέστης.

Έτσι, εν πλήρει συνειδήσει υποβάθμισαν την ελληνική θέση στο μικρασιατικό πόλεμο και μετέτρεψαν μια διασυμμαχική επιχείρηση σε καθαρό ελληνοτουρκικό πόλεμο με αντίπαλο τους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ. Παράλληλα αμέλησαν παντελώς μετά τις πρώτες ήττες του Καλοκαιριού του 1921 να οχυρώσουν την περιοχή της Σμύρνης, μετατρέποντάς την σε απόρθητο φρούριο, κατά τον τύπο της οχύρωσης της Άγκυρας από τον Μουσταφά Κεμάλ.

Εξέθεσαν σε θανάσιμο κίνδυνο τους εναπομείναντες Έλληνες του Πόντου, όταν δημοσίως και προσχηματικά δήλωσαν στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου τον Μάρτιο του 1921, ότι θα οργάνωναν στρατιωτική επέμβαση εκεί, χωρίς να έχουν την παραμικρή τέτοια πρόθεση. Έτσι κατάφεραν να προκαλέσουν την δεύτερη φάση της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού, εφόσον ο Μουσταφά Κεμάλ με βίαιο τρόπο εκτόπισε τον ελληνικό πληθυσμό από την περιοχή προς τα βάθη της Ανατολίας.

Επίσης δεν έλαβαν κανένα μέτρο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού της Ιωνίας, ενώ ήταν γνωστό ότι σε περίπτωση αποχώρησης του ελληνικού στρατού θα εσφαγιάζετο από τους κεμαλιστές. Αντιθέτως, μετά την κατάρρευση του μετώπου και πέντε ημέρες πριν εισβάλλει ο κεμαλικός στρατός στη Σμύρνη αποστέλλεται η τελευταία εντολή της μοναρχικής κυβέρνησης με την υπογραφή του πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαππαδάκη: «Εγκρίνετε εμποδισθώσι αναχωρίσωσι Έλληνες Μικρασιάται δι Ελλάδα, ακόμα και όταν είναι εύποροι δυνάμενοι αναχωρήσωσι με συνήθη ταχυδρομικά ατμόπλοια.»  Ως αποτέλεσμα αυτής της αδιαφορίας για τη μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού συνελήφθησαν 150.000 άμαχοι από τα κεμαλικά στρατεύματα εκ των οποίων μόνο 15.000 άτομα επέζησαν και έφτασαν στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.

Θα μπορούσαν αυτές οι πράξεις να χαρακτηριστούν ως πράξεις «εθνικής προδοσίας»; Νομίζω ότι η απάντηση είναι αυτονόητη. Όσο και αν οι πολιτικοί και φυσικοί απόγονοι της τότε υπεύθυνης για τα δεινά ηγεσίας, επιχείρησαν να την «αθωώσουν» μέσα από παράδοξες και προσβλητικές για την ιστορία του Αρείου Πάγου διαδικασίες.
———————
(*) διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ, συγγραφέας