Ο σκληρός νεοφιλελεύθερος πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν πρόεδρος της Γερμανικής Βουλής Βόλγκανγκ Σόιμπλε, έκανε πρόσφατα μια δήλωση που βάζει βόμβα στα θεμέλια του παραδοσιακού Ευρωπαϊκού αξιακού συστήματος. Είπε συγκεκριμένα:

Ads

«Δεν είναι απόλυτο ότι όλα υποχωρούν μπροστά στην ανθρώπινη ζωή. Αν υπάρχει μια απόλυτη αξία στο Σύνταγμά μας, αυτή είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτή είναι απαραβίαστη. Αλλά αυτό δεν αποκλείει ότι κάποτε θα πεθάνουμε…».

Για να συνεχίσει:

«Δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε αποκλειστικά τους επιδημιολόγους, αλλά πρέπει να σταθμίσουμε και τις σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές, ψυχολογικές ή άλλες επιπτώσεις. Αν κλείσουμε τα πάντα για δύο χρόνια οι συνέπειες θα ήταν τρομακτικές».

Ads

Πέρα από τον κυνισμό των συγκεκριμένων δηλώσεων, στις οποίες με ιδεολογήματα, η αξία της υγείας και της ανθρώπινης ζωής υποχωρεί μπροστά στην αξία της οικονομίας, είναι γεγονός ότι η πανδημία του κορονοϊού έφερε σε μετωπική αντιπαράθεση τις δύο αξίες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ότι συμβάδιζαν σε απόλυτη αρμονία. Την υγεία και την ανθρώπινη ζωή αφενός και την οικονομία και την απασχόληση αφετέρου.

Πριν την πανδημία η μια αξία θεωρούνταν ότι αποτελούσε προϋπόθεση για την άλλη. Η καλή δημόσια υγεία ήταν προϋπόθεση για μια υγιή οικονομική ανάπτυξη. Και η καλή οικονομική πορεία αποτελούσε προϋπόθεση για ένα καλό επίπεδο δημόσιας υγείας, με την έννοια ότι διασφάλιζε την καλή οργάνωση ενός αποτελεσματικού δημόσιου συστήματος υγείας.

Η πανδημία του κορονοϊού έμελλε να αντιστρέψει εντελώς αυτές τις παγιωμένες αντιλήψεις.

Ξαφνικά η οικονομία έγινε ο μεγαλύτερος εχθρός της δημόσιας υγείας, με την έννοια ότι οι οικονομικές δραστηριότητες, όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, η βιομηχανία, οι υπηρεσίες και το εμπόριο, συμβάλλουν καθοριστικά στην ανεξέλεγκτη μετάδοση της νόσου. Δεν είναι τυχαίο ότι προνομιακά θύματα της πανδημίας COVID19, με μεγάλους αριθμούς κρουσμάτων και νεκρών, είναι οι οικονομικά αναπτυγμένες χώρες.

Γι’ αυτό άλλωστε και οδηγηθήκαμε στο αυστηρό lock down, ως μέσο περιορισμού της μετάδοσης της νόσου.

Αλλά και αντίθετα, η διασφάλιση της δημόσιας υγείας αναγορεύθηκε στον μεγαλύτερο εχθρό της οικονομίας. Οι ολέθριες για την οικονομία και την απασχόληση συνέπειες των αυστηρών περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν προκειμένου να διασφαλιστεί η δημόσια υγεία και να σωθούν ανθρώπινες ζωές, με τον μηδενισμό της κατανάλωσης, την επερχόμενη ύφεση της οικονομίας και την απειλή της κατακόρυφης αύξησης της ανεργίας, αποτελούν τον αδιάψευστο μάρτυρα του ασύμβατου χαρακτήρα που απέκτησαν οι αξίες της υγείας και της οικονομίας.

Το δίλημμα που τίθεται σήμερα για την επιλογή μεταξύ υγείας και ζωής αφενός και οικονομίας και απασχόλησης αφετέρου, είναι πρωτόγνωρο για τον ανθρώπινο πολιτισμό, όσο και αμείλικτο.

Μετά τον ενθουσιασμό των πρώτων μηνών για την αποτελεσματική καταπολέμηση της πανδημίας μέσω της τήρησης αυστηρών περιοριστικών μέτρων και μπροστά στις συνέπειες που τα μέτρα αυτά είχαν στην οικονομία και την απασχόληση, άρχισαν οι… εκπτώσεις.

Ενώ σε όλα τα μέσα μεταφοράς το πρωτόκολλο επιβάλλει κενές θέσεις προκειμένου να τηρούνται οι αποστάσεις μεταξύ των επιβατών, από το μέτρο εξαιρέθηκαν οι αερομεταφορές. Στις οποίες δεν θα παραμένει υποχρεωτικά κενή η μεσαία θέση.

Κι αυτό όχι βέβαια γιατί στα τρένα, στα πλοία και στα λεωφορεία ο ιός κολλάει, ενώ στα αεροπλάνα δεν κολλάει, όπως είναι το γνωστό ανέκδοτο που κυκλοφορεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά γιατί τα οικονομικά συμφέροντα στις αερομεταφορές ήταν μεγάλα και η ζυγαριά έγειρε υπέρ της οικονομίας και σε βάρος της ζωής και της υγείας.

Τα ίδια και στον τουρισμό. Ξεκινήσαμε με προβλέψεις για αυστηρούς ελέγχους και υποχρεωτικά πρωτόκολλα διαγνωστικών τεστ και υποχρεωτικής καραντίνας για τους τουρίστες και… προσγειωθήκαμε στα δειγματοληπτικά τεστ, χωρίς κανένα άλλο μέσο προστασίας απέναντι σε όσους θα μεταφέρουν τον ιό. Προφανώς ήταν πολλά τα λεφτά, αλλά και οι θέσεις εργασίας που θα χάνονταν ειδικά για την Ελλάδα, αν η πλάστιγγα έγερνε υπέρ της διασφάλισης της υγείας. Γι’ αυτό και οι αντιφατικές και αλληλοαναιρούμενες δηλώσεις του υπουργείου Τουρισμού τις τελευταίες μέρες που μπέρδεψαν τους πάντες.

Αλλά και τα δημοτικά σχολεία άνοιξαν γιατί, σύμφωνα με πληροφορίες, ασκούσαν πιέσεις στο υπουργείο παιδείας οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων. Οι οποίοι χωρίς έστω μια σύντομη επιστροφή στα θρανία, δεν θα νομιμοποιούνταν να ζητήσουν τα δίδακτρα από τους γονείς.

Ο μόνος χώρος όπου εξακολουθούν να ισχύουν αυστηρά περιοριστικά μέτρα και εξ αποστάσεως εκπαιδευτικές μέθοδοι, είναι σήμερα τα πανεπιστήμια. Τα οποία επειδή είναι δημόσια, δεν υπάρχει καμία άμεση απαίτηση να ανοίξουν, αφού κανείς, εκτός από την επιστημονική γνώση, δεν ζημιώνει από τη συνέχιση της καραντίνας. Αλλά η επιστημονική γνώση, όπως και η σωστή εκπαίδευση των φοιτητών και αυριανών επιστημόνων, δεν έχει λόμπυ για να ασκήσουν πιέσεις στην κυβέρνηση…

Ο Σόιμπλε, όπως πάντα, είπε «έξω από τα δόντια» αυτό που όλες οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις πιστεύουν και εφαρμόζουν, χωρίς να το ομολογούν ανοικτά και χωρίς να το παραδέχονται δημόσια. Με πρώτη ασφαλώς την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που υπέκυψε πρώτη στις Σειρήνες της οικονομίας και του κέρδους.

Ήταν πολύ καλή για να είναι παντοτινή η εποχή κατά την οποία, υπό την καθοδήγηση των επιστημόνων, κέρδισε έδαφος η υποστήριξη της ζωής και η προάσπιση της δημόσιας υγείας. Τη λήξη του ευχάριστου διαλείμματος σφύριξε, αποχαιρετώντας μας ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος αυτής της περιόδου, ο καθηγητής Τσιόδρας. Η αποστολή του οποίου έφτασε στο τέλος της, ενόψει των ασφυκτικών πιέσεων που ασκούσαν οι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες.

Απλώς ο Σόιμπλε, σαν καλός Γερμανός και προκειμένου να διατηρήσει τη φήμη του ως σκληρού, διαφοροποιήθηκε καθώς πάντα, ήταν ένα βήμα πιο μπροστά από όλους.

Παραδέχτηκε τη στροφή υπέρ της οικονομίας και την τεκμηρίωσε μάλιστα και φιλοσοφικά, επικαλούμενος με κυνισμό την κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων, που δεν είναι άλλη από τον θάνατο…

Σε αντίθεση με τη δική μας νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, η οποία αν και ήταν η πρώτη που έκανε τη στροφή υπέρ του κέρδους και σε βάρος της ζωής και της υγείας, υποκριτικά εξακολουθεί να δρέπει δάφνες για τη δήθεν συμβολή της στην αντιμετώπιση της πανδημίας, κλέβοντας τη δόξα από την επιτροπή των επιστημόνων υπό τον καθηγητή Τσιόδρα.

Το φθινόπωρο που θα βρισκόμαστε ενώπιον και της πιο σκληρής οικονομικής κρίσης που πέρασε ποτέ, για την αντιμετώπιση της οποίας η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν επένδυσε παρά ελάχιστα, αλλά και ενός δεύτερου και ίσως πιο ισχυρού κύματος της πανδημίας, συνέπεια της καλοκαιρινής χαλάρωσης, δεν αργεί…