Αν και η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά (82 εκ. κάτοικοι) χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιπροσωπεύοντας το 20% του ΑΕΠ και το 30% της βιομηχανικής παραγωγής της, και δεν απειλείται άμεσα και στρατιωτικά από κανένα, χάρη και στους Δυτικούς προστάτες της (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ), εντούτοις δεν βλέπει πλέον το μέλλον της με την ίδια αισιοδοξία, όπως πριν δέκα ή είκοσι χρόνια.

Ads

Η αρχή του τέλους του «γερμανικού θαύματος»

Καταρχάς το περίφημο “γερμανικό οικονομικό θαύμα” φαίνεται πως έχει φτάσει στα όριά του και αρχίζει πλέον να ξεφουσκώνει. Τόσο οι εμπορικοί πόλεμοι, που κήρυξε ο Τραμπ, όσο και η πανδημία, και κυρίως οι απαρχαιωμένες βιομηχανικές προϋποθέσεις της γερμανικής οικονομίας, καθιστούν τη συνέχιση της πολιτικής των εμπορικών πλεονασμάτων προβληματική, αν όχι ανέφικτη. Το γερμανικό εξαγωγικό μοντέλο, που βασίζεται κυρίως στις αυτοκινητοβιομηχανίες, στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων και εργαλείων, σε χημικά-φαρμακευτικά προϊόντα, καθώς και στην παραγωγή και εξαγωγή οπλικών συστημάτων, δεν αποτελεί εγγύηση για το μέλλον.

Η Γερμανία βρίσκεται ήδη πίσω σε μια σειρά από τομείς αιχμής και τεχνολογίες υψηλής προστιθέμενης αξίας: από κινητά τηλέφωνα, υπολογιστές και μπαταρίες, μέχρι ηλεκτροκίνητα οχήματα, ρομποτική, δίκτυα 5G, λογισμικό και Τεχνητές Νοημοσύνες (ΑΙ). Ακόμη κι αν προσπαθήσει, δύσκολα πλέον θα μπορέσει να γεφυρώσει το χάσμα απέναντι σε ανερχόμενες δυνάμεις, όπως η Κίνα, που καλπάζουν. Η Γερμανία καταβάλει σημαντικές προσπάθειες στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, λόγω της κατάργησης όλων των πυρηνικών σταθμών τα επόμενα χρόνια, αλλά και πάλι δεν βρίσκεται στην πρωτοπορία.

Ads

Γήρανση και πληθυσμιακή συρρίκνωση της Γερμανίας

Ο οικονομικός ανταγωνισμός με την Κίνα δημιουργεί μεγάλα υπαρξιακά άγχη στο Βερολίνο. Από την άλλη ο γερμανικός πληθυσμός αργά αλλά σταθερά μειώνεται και γηράσκει δημογραφικά, μειώνοντας το εργασιακό δυναμικό της χώρας. Ακόμη και με την αθρόα έλευση προσφύγων και μεταναστών, που η Γερμανία προσπαθεί να ενσωματώσει οικονομικά και κοινωνικά, η χώρα δε θα αποφύγει να δει τον πληθυσμό της να μειώνεται το 2060 γύρω στα 70 εκατομμύρια από τα σημερινά 82 εκατομμύρια. Την ίδια περίοδο η γειτονική Γαλλία, έχοντας σαφέστατα πιο νεανικό δυναμικό, θα δει τον πληθυσμό της να αυξάνει από τα σημερινά 66 εκατομμύρια στα 77 εκατομμύρια κατοίκους το έτος 2060 και να καθίσταται έτσι η πολυπληθέστερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός αυτό, αν συνδυαστεί με καλύτερες οικονομικές επιδόσεις της Γαλλίας, ενδέχεται να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της Ευρώπης προς το Παρίσι, για πρώτη φορά έπειτα από δύο αιώνες.

Χωρίς τον υπερατλαντικό προστάτη: κενό άμυνας και η πρόκληση του Ευρωστρατού

H σημερινή Γερμανία είναι αναγκασμένη από τις εξελίξεις να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της, ως ήπιας υπερδύναμης, στην Ευρώπη και στον κόσμο. Εγκαταλείποντας βεβαιότητες δεκαετιών θα πρέπει να εγκαταλείψει και την ασφάλεια που της παρείχε επί δεκαετίες ο μεγάλος υπερατλαντικός προστάτης. Ο Τραμπ προκάλεσε πρόωρη ευθανασία στην όλη ιδέα, κλονίζοντας ταυτόχρονα και την ενότητα του ΝΑΤΟ. Έτσι η Γερμανία θα αναγκαστεί από εδώ και πέρα να αναλάβει νέες ευθύνες στους οργανισμούς στους οποίους μετέχει. Καταρχάς να προχωρήσει σε αύξηση των αμυντικών της δαπανών, και να προωθήσει το σχέδιο για έναν κοινό Ευρωστρατό, μαζί με τη Γαλλία, ειδικά τώρα που η Μεγάλη Βρετανία εγκαταλείπει την Ε.Ε. Όσο ο Τραμπ απειλεί με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ ή με περαιτέρω σημαντική απόσυρση στρατευμάτων από την

Ευρώπη, τόσο σημαντικότερη καθίσταται η ανάγκη ενός ισχυρότερου γαλλογερμανικού άξονα, ειδικά στον αμυντικό τομέα.

Μέρος από το κενό ασφάλειας στην Ευρώπη, από την ενδεχόμενη στρατιωτική αποχώρηση των ΗΠΑ, θα το καλύψει αρχικά η Γαλλία, που είναι πυρηνική δύναμη μεσαίου μεγέθους και διαθέτει τον ισχυρότερο συμβατικό στρατό στην Ευρώπη, μετά τη Ρωσία. Με την ανοχή της Γερμανίας η Γαλλία, μέχρι τουλάχιστον τη μελλοντική συγκρότηση ενός κοινού Ευρωστρατού, θα προσπαθήσει να θέσει υπό την αμυντική της ομπρέλα το χώρο της Ε.Ε. και κυρίως περιφερειακές χώρες, που έχουν προκλήσεις ασφάλειας, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος λόγω του τουρκικού επεκτατισμού.

Προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία

Το Βερολίνο θεωρεί τον εαυτό του, προνομιακό εταίρο της Ρωσίας, στον οικονομικό και ενεργειακό τομέα, όπως έδειξε και η κατασκευή των δύο υποθαλάσσιων αγωγών (Nord Stream) φυσικού αερίου στη Βαλτική Θάλασσα. Οι μεγάλες γερμανικές επενδύσεις στην απέραντη Ρωσία, αλλά και η ενεργητική διπλωματική εμπλοκή της στο Ουκρανικό, δίνουν στη Γερμανία την αίσθηση ότι μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο πέρα από τα ανατολικά της σύνορα, από όπου ιστορικά προέρχονται οι απειλές εναντίον της. Ωστόσο δεν μπορεί να χειριστεί και να αντιμετωπίσει μόνη της τη Ρωσία χωρίς και τη συνδρομή της υπόλοιπης Ευρώπης.

Ο ανατολικοευρωπαϊκός γεωοικονομικός χώρος

Η Γερμανία βλέπει την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όχι απλά ως ζώνη διαπεριφερειακής ανάπτυξης, αλλά ως τον δικό της γεωοικονομικό “ζωτικό χώρο”, και περιοχή ανάθεσης υπεργολαβιών και φτηνού εργατικού κόστους, προκαλώντας αναπόφευκτα αντιδράσεις ανερχόμενων βιομηχανικά χωρών, όπως η Πολωνία, που έχει δυσάρεστα ιστορικά βιώματα από τη γερμανική επιθετικότητα. Αναμφίβολα η Ανατολική Ευρώπη διαδραμάτιζε κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου σημαντικό ρόλο στα ζητήματα ασφάλειας της Γερμανίας. Στην εποχή μας όμως τον ρόλο αυτό τον έχει η Μεσόγειος ως ζώνη προκλήσεων, απειλών και αποσταθεροποίησης.

Η ανάγκη για μεσογειακή πολιτική του Βερολίνου

Το Βερολίνο γνωρίζει πολύ καλά πως οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, οι απειλές της τρομοκρατίας, το ζήτημα του ενεργειακού ανεφοδιασμού της Ευρώπης, αλλά και οι κίνδυνοι πολέμων, ανάφλεξης και αποσταθεροποίησης, προέρχονται πλέον από τις νότιες και ανατολικές ακτές της Μεσογείου, και όχι από την Ανατολική Ευρώπη. Αν και η Γερμανία δεν έχει μια συνεκτική μεσογειακή πολιτική, όπως η Γαλλία, χρησιμοποιεί κυρίως τις οικονομικές σχέσεις, αλλά και την Ε.Ε. ως όχημα προώθησης των συμφερόντων της στον μεσογειακό χώρο.

Οι γερμανικές επενδύσεις σε Τουρκία και Ελλάδα, ταυτόχρονα με τις αθρόες πωλήσεις γερμανικών όπλων, ακόμη και η μαζική διοχέτευση Γερμανών τουριστών, προσδίδουν στο Βερολίνο έναν σημαντικό ρόλο στα μεσογειακά ζητήματα. Η πολυεπίπεδη ανάμειξη της Γερμανίας στα Βαλκάνια και στα ανοικτά ζητήματά τους, η παρέμβαση της στην λιβυκή κρίση, από τη διάσκεψη στο Βερολίνο μέχρι τη συμμετοχή της φρεγάτας «Αμβούργο» στην Επιχείρηση Ειρήνη, και βεβαίως η ενεργή διαμεσολάβησή της στην ελληνοτουρκική διαμάχη σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, δεν της προσφέρουν απλά το γόητρο της μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης, αλλά και της επιτρέπουν να έχει ένα σημαντικό ειδικό βάρος στις εξελίξεις του 21ου αιώνα.

Η Γερμανία, αυτός ο «exemplary global citizen» (υποδειγματικός πολίτης του κόσμου), η οποία είναι μια ευρωπαϊκή Handelsmacht («εμπορική δύναμη») με παγκόσμια συμφέροντα, που βλέπει την Ευρώπη ως πρωταρχικό «χώρο συσσώρευσης», θα πρέπει να αναλάβει πλέον νέες ευθύνες, λιγότερο γερμανοκεντρικές και περισσότερο ευρωκεντρικές, σε συνεργασία με τη Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, τοποθετώντας αυτή τη φορά στο επίκεντρο, όχι την Ανατολική Ευρώπη, αλλά τη Μεσόγειο. Στη Μεσόγειο θα κριθεί άλλωστε και το μέλλον της Ευρώπης στον 21ο αιώνα.