Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τον εφιάλτη, τη νύχτα της περασμένης Τετάρτης στον Παλαμά Καρδίτσας. Η ανησυχία στο χωριό ήταν έντονη από το απόγευμα καθώς έβρεχε καταρρακτωδώς και οι δρόμοι της κωμόπολης εχαν αρχίσει να πλημμυρίζουν, χωρίς να παρουσιάζονται όμως ιδιαίτερα προβλήματα, καθώς η στάθμη των νερών ανεβοκατέβαινε.

Ads

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε τα ξημερώματα της Πέμπτης.

«Κοιμηθήκαμε με βάρδιες εκείνο το βράδυ, γιατί από τις 2 και μετά η στάθμη άρχισε να ανεβαίνει πάρα πολύ. Γύρω στις 4:15, ακούσαμε έναν κρότο κι εκεί είναι που καταλάβαμε ότι έσπασε το ανάχωμα στον Σταυρό (σ.σ. ποτάμι), ο οποίος είναι ακριβώς έξω από τον Παλαμά. Φοβηθήκαμε πολύ. Ετοιμαζόμαστε μέσα σε 25 λεπτά και φεύγουμε χωρίς να πάρουμε σχεδόν τίποτα. Φεύγουμε με τρακτέρ που μας περισυνέλεξε, ο ένας με τον άλλον ήμασταν αλυσίδα. Αναγκαστήκαμε να αφήσουμε πίσω γείτονες, οι οποίοι μας παρακαλούσαν να τους πάρουμε μαζί μας, αλλά δεν χωρούσαμε άλλοι, κόσμος καθόταν έξω από το τρακτέρ» λέει η Αλεξάνδρα Μπούτα στο tvxs, μέσα από το σπίτι της στον Παλαμά.

(Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs)

Η Αλεξάνδρα είναι 29 ετών, ζει και εργάζεται στη Σλοβακία. Στον Παλαμά βρέθηκε για διακοπές, καθώς κατάγεται από εκεί  και ήρθε αντιμέτωπη με αυτήν την ανυπολόγιστη καταστροφή. Το σπίτι τους δεν καταστράφηκε ολοσχερώς, όπως πολλά άλλα, ωστόσο προκλήθηκαν πολλές σημαντικές ζημιές.

Ads

«Δεν είχαμε βοήθεια από πουθενά»

«Στη συνέχεια φτάσαμε σε σπίτι συγγενών, το οποίο είναι πιο ψηλό και αρχίσαμε να παρακολουθούμε τη στάθμη του νερού που εκεί ήταν ελάχιστη, δεν είχε φτάσει, ακόμα, τίποτα. Το πρώτο μήνυμα από το 112 ήρθε στις 6:15. Κανένα σήμα, ούτε χτύπησε η καμπάνα. Βλέπαμε το νερό να ανεβαίνει χωρίς να καταλαβαίνουμε πώς. Ήμασταν σε σοκ, γιατί νομίζαμε ότι θα φτάσει ακόμα και στο 2ο όροφο όπου βρισκόμασταν. Το νερό “πάτησε” τον πρώτο όροφο του σπιτιού και πήγαινε ανοδικά. Δεν είχαμε καμία βοήθεια, από πουθενά. Οι κάτοικοι ήμασταν εγκλωβισμένοι μέχρι την άλλη μέρα» προσθέτει η Αλεξάνδρα.

Η ίδια την πρώτη μέρα ήταν με την πυροσβεστική και την επόμενη μέρα με τα ΕΜΑΚ και πήγαινε σε σπίτια για να δουν πού υπάρχει ανάγκη. Η Αλεξάνδρα περιγράφει στο tvxs οτι δεν υπήρχε κανένας συντονισμός, σε επίπεδο Περιφέρειας «και πιο πάνω» ενώ στέκεται επίσης, στη βοήθεια που έδινε το ένα άτομο στο άλλο, κάτοικοι και εθελοντές από άλλα χωριά.

«Δεν υπήρχε κανένας συντονισμός»

«Πηγαίναμε, αλλά δεν υπήρχε προτεραιότητα στα συμβάντα. Υπήρχαν δυνάμεις που δεν ήξεραν τι να κάνουν. Υπήρχαν δυνάμεις 24 ώρες αργότερα που δεν ήξεραν τίποτα, δεν είχαν γραμμή, ακούγαμε συνέχεια “δεν είναι δική μας ευθύνη, πρέπει να πάρουμε εντολή” αυτό ήταν τραγικό λάθος. Δεν ήταν χωρισμένοι σε ομάδες, δεν υπήρχε συντονισμός. Κινήθηκαν οι πολίτες μόνοι τους ξέροντας ο ένας από τον άλλον ποιοι είχαν ανάγκη, ορισμένοι βγήκαν με κανό. Δεν υπήρχε κανένας συντονισμός και αυτό δεν προέρχεται ούτε από τον Δήμο, ούτε από εμάς, αλλά από την Περιφέρεια, και από την Πολιτική Προστασία. Ο πρώτος άνθρωπος που ήρθε από την Περιφέρεια ήταν ο Περιφερειάρχης, ο Αγοραστός, ο οποίος έφτασε τρία 24ωρα μετά στον Παλαμά και λιντσαρίστηκε από τον κόσμο» συνεχίζει η Αλεξάνδρα.

(Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs)

 

«Ρίχτηκαν στο νερό με κανό και έσωζαν κόσμο»

O πατέρας της Αλεξάνδρας, Μάνθος Μπούτας, μιλάει για τους ανθρώπους που βγήκαν με κανό και μάζευαν τον κόσμο που είχε ανάγκη, όπως άτομα τρίτης ηλικίας.

«Να’ ναι καλά τα παιδιά που ρίχτηκαν στο νερό με κανό και έσωζαν κόσμο. Ένας έσωσε δύο γιαγιάδες, η μια παραπληγική και η άλλη σε άσχημη κατάσταση. Να είναι μέσα στο νερό και να τις βγάζει για να τις πάει σε ασφαλές σημείο. Μπορεί να είχε και 50 άτομα μέσα στο κανό» λέει.  «Έπειτα κάλεσε στο σπίτι του έναν άλλο κάτοικο, ο οποίος, όταν κατάλαβε ότι δεν έρχεται σύντομα βοήθεια από την πυροσβεστική, από την αστυνομία και από την πολιτική προστασία, έβαλε τα δύο του παιδιά, τη σύζυγο του και το σκυλί τους σε μία φουσκωτή βάρκα, για να σωθούν».

Πηγή φωτο : Tvxs.gr

Ο άνθρωπος με τη φουσκωτή βάρκα

Ο Ευρυπίδης Μανούκας είναι 47 ετών, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, και εργάζεται στον Παλαμά ως ορθοπεδικός. Ο ίδιος περιγράφει στο tvxs, ότι το πρωί της Τετάρτης οι δρόμοι του Παλαμά ήταν ήδη πλημμυρισμένοι, ωστόσο τα αυτοκίνητα πήγαιναν κανονικά. Το απόγευμα έπεσε η στάθμη, μετά άρχισε να βρέχει και ξανανέβηκε. «Στις 3 τα ξημερώματα το νερό είχε πέσει αρκετά χαμηλά, παρ’ όλο που έβρεχε δυνατά, οπότε πήγαμε για ύπνο. Λέμε “έχουμε γλιτώσει, όλα καλά”. Στις 5 ξυπνάει ο γιος μου, και μας φωνάζει πως “κάτι γίνεται”. Ξυπνήσαμε από τις φωνές του παιδιού και ήδη το νερό είχε φτάσει στην πόρτα του σπιτιού. Βγαίνω έξω από την πίσω μεριά, το νερό είχε καλύψει σχεδόν τα πάντα, αλλά δεν είχε αρχίσει ακόμα να μπαίνει στο σπίτι».

Όπως λέει, λίγη ώρα αργότερα πέρασε ένα πυροσβεστικό όχημα, πράγμα που σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό σήμαινε ότι ακόμα ήταν προσβάσιμος ο δρόμος.

(Βίκτωρας Αντωνόπουλος / tvxs)

«Φώναζε ο κόσμος «βοήθεια» από τα γύρω σπίτια, δεν άκουσε κανένας. Πήρα την αστυνομία, μου λένε “ξαναπροσπαθήστε να πάρετε σε λίγο, θα δοκιμάσουμε κι εμείς”. Πήρα την πυροσβεστική, τους είπα πώς 5 λεπτά πριν πέρασε πυροσβεστικό όχημα και να γυρίσουνπίσω να μας βγάλουν έξω. Η απάντηση ήταν «θα προσπαθήσουμε, μείνετε ήσυχος». Ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος που μου είπε «μείνετε ήσυχος». Όταν ξανακάλεσα στις 7:20, η απάντησε ήταν: λυπούμαστε δεν μπορούμε να σας βοηθήσουμε».

Το 112 χτύπησε όταν ο Παλαμάς είχε ήδη πλημμυρίσει

Στο χωριό οι κάτοικοι αναφέρουν ότι το 112 είτε δεν ήρθε ποτέ, είτε χτύπησε στα κινητά τους πολύ αργά. Ο Ευρυπίδης υποστήριξε ότι το πρώτο μήνυμα που ήρθε από το 112 έλεγε «όσοι είστε σε ισόγειο κτίριο στον Παλαμά, απομακρυνθείτε».

«Εγώ που ήμουν σε ισόγειο υπερυψωμένο, το νερό έφτανε ήδη στο γόνατο, άρα κάποιος δεν είχε ειδοποιήσει εγκαίρως. Κανένας δεν μας είχε ενημερώσει ότι είχε ξεκινήσει η ζημιά στο δρόμο νωρίτερα, πριν τις 3. Αν μας είχαν ξυπνήσει νωρίτερα με καμπάνες, με σειρήνες, με οτιδήποτε, θα είχαμε φύγει, θα είχαμε πάει πιο ψηλά, θα είχαμε γλιτώσει έστω την ταλαιπωρία, θα είχαμε γλιτώσει κανένα αμάξι. Η δικαιολογία που ακούσαμε μετά είναι ότι «δεν είχαμε ρεύμα να χτυπήσουμε τις καμπάνες». Ούτε στο δημαρχείο είχε ρεύμα, για να χτυπήσουν τις σειρήνες, μας είπαν. Κανείς δεν μας ειδοποίησε, όλα τα άλλα ήταν δικαιολογίες» πρόσθεσε.

Έτι ο ίδιος αποφάσισε να βγει έξω με τη βάρκα.

«Από τη στιγμή που κανείς δεν μπορούσε να με βοηθήσει, κάτι έπρεπε να κάνω. Πήρα την απόφαση να πάρω το στρώμα, το φούσκωσα με το στόμα. ‘Εβαλα τα παιδιά πάνω, τα πήγα σε ένα γειτονικό σπίτι και έπειτα γύρισα πίσω να πάρω τη σύζυγό μου. Έτσι γλιτώσαμε. Εγώ δεν πατούσα, όταν έφτασα στα κάγκελα μπόρεσα και πάτησα στη βάση των κάγκελων του φράχτη οπότε τραβώντας και σπρώχνοντας, τα κατάφερα. Κολυμπούσα και τράβαγα. Αν πηγαίναμε κάπου μακρύτερα θα ήταν δύσκολο. Τα παιδιά μου ήταν ψύχραιμα, αν και έκλαιγαν ανά διαστήματα, δεν πάθαιναν, όμως, κρίσεις πανικού. Ακόμα και τον σκύλο μας κράτησαν ψύχραιμο τα παιδιά» περιγράφει. «Καταλήξαμε σε ένα σπίτι και κάτσαμε εκεί. Μας  ανέβασαν πάνω και μας στέγνωσαν οι άνθρωποι».