Δύο χρόνια μετά τις εκλογές του 2019 ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο ΠΑΜΑΚ Νίκος Μαραντζίδης κάνει την αποτίμηση μιας πρωτόγνωρης και δύσκολης πολιτικής περιόδου – της περιόδου που σφραγίστηκε από την πανδημία. Εξηγεί πώς ο Αλέξης Τσίπρας «ολοκληρώνοντας τον κύκλο των Μνημονίων βοήθησε την σταθερότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη», αναλύει τον ρόλο της «ιερής συμμαχίας» μιντιαρχών και κυβέρνησης, και μιλά για τους όρους, τις προϋποθέσεις και τον χρόνο ωρίμασνσης της προοδευτικής διακυβέρνησης.

Ads

Μιλά επίσης για τον «καχεκτικό δικομματισμό» και εξηγεί γιατί είναι πιθανές οι πρόωρες εκλογές είτε το 2021, είτε το 2022.

Δύο χρόνια από τις εκλογές: Συνήθως είναι το χρονικό σημείο της πολιτικής καμπής για τις περισσότερες κυβερνήσεις, αλλά αυτή την φορά – δημοσκοπικά τουλάχιστον – δεν φαίνεται να ισχύει. Πού αποδίδετε την σταθερή και ευρεία αποδοχή της κυβέρνησης;

Σε δύο διαφορετικής φύσης λόγους: πρώτον, πριν την κρίση του 2009, οι κυβερνήσεις απολάμβαναν της εμπιστοσύνης των πολιτών που τους στήριξαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και σίγουρα στα πρώτα δύο χρόνια της διακυβέρνησης η αποδοχή τους από το εκλογικό σώμα ήταν ευρεία.Πάρτε για παράδειγμα την πρώτη θητεία ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου το 1981-1985, την πρώτη θητεία Σημίτη 1996-2000, ή την πρώτη θητεία Καραμανλή 2004-2007.

Ads

Άρα, το τέλος της μνημονιακής φάσης μας επανέφερε σε έναν προγενέστερο πολιτικό κύκλο, όπου η σχέση εμπιστοσύνης κυβέρνησης-πολιτών κρατούσε περισσότερο. Κατά ένα κάποιο τρόπο, μπορεί να πεις κανείς, πως ο Τσίπρας ολοκληρώνοντας τον κύκλο των μνημονίων, βοήθησε στη σταθερότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Δεύτερον, η πανδημία μετέτρεψε την πολιτική ατζέντα σε μονοθεματική σχεδόν. Ιδιαίτερα στην πρώτη  φάση της πανδημίας όπου οι άνθρωποι αιφνιδιάστηκαν και φοβήθηκαν με τις εικόνες του Μπέργκαμο, στοιχήθηκαν πίσω από τη σημαία, όπως λέμε, δηλαδή την κυβέρνηση. Η μονοθεματική ατζέντα βοήθησε τα μέγιστα την κυβέρνηση σε πολλά επίπεδα και ιδιαιτέρως επικοινωνιακά. Αυτό το τελευταίο συνδέεται με έναν τρίτο παράγοντα: τη σταθεροποίηση της συμμαχίας ανάμεσα στους μιντιάρχες και την κυβέρνηση.

Αυτή η «ιερή συμμαχία», που αναμφίβολα βλάπτει σοβαρά την ποιότητα της δημοκρατίας της χώρας, δίνει ισχυρά υποστηρίγματα στην κυβέρνηση.

Ποια είναι η αποτίμηση που κάνετε για την πρώτη διετία της κυβέρνησης ΝΔ; Που κερδίζει και που χάνει; Και ποια είναι η βασική πρόκληση που θα αντιμετωπίσει στο εξής;

Η κυβέρνηση κερδίζει κατά κράτος στις ηλικίες άνω των 60, όπου η πανδημία και ο φόβος έδρασαν με καταλυτικό τρόπο. Τα μέτρα και οι πολιτικές για την πανδημία ήταν στην πραγματικότητα άμεσα συνδεδεμένα με την έγνοια των μεσηλίκων και των ηλικιωμένων για τη ζωή τους.

Αντίθετα, στους νέους 18-30,που η κυβέρνηση τα έκανε μαντάρα, τα πράγματα για τη ΝΔ δεν είναι καλά. Όχι μόνο οι νέοι υπέφεραν από τα μέτρα για την πανδημία περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνική ομάδα αλλά δεν είχαν την παραμικρή κατανόηση από την πλευρά της κυβέρνησης. Αποκορύφωμα σε αυτό ο κύριος Χρυσοχοΐδης, ένας υπουργός με ύφος άλλης εποχής. Βέβαια, το εκλογικό βάρος των ανθρώπων ηλικίας άνω των 55-60 είναι πολύ μεγαλύτερο από το εκλογικό βάρος των νέων.

Οπωσδήποτε, η πρόκληση για την κυβέρνηση είναι η πλήρης έξοδος από την πανδημία και η επιστροφή της οικονομίας σε σταθερούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Όσο νωρίτερα γίνει το ένα και το άλλο, τόσο καλύτερα θα είναι για τη χώρα αλλά και για την κυβέρνηση. Αν το φθινόπωρο ζήσουμε άλλη μια κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», νομίζω πως θα μπούμε σε άλλη φάση.

Η αντίστοιχη αποτίμηση για τον ΣΥΡΙΖΑ ποια είναι; Γιατί δεν εισπράττει την – όποια – κυβερνητική φθορά;

Για τους λόγους που ανέφερα και παραπάνω. Γιατί πρώτον, η μέχρι τώρα φθορά της κυβέρνησης δεν είναι τόσο μεγάλη που να του δίνει σημαντικά περιθώρια να απευθυνθεί σε μεγάλο όγκο βαθιά και συστημικά δυσαρεστημένων ψηφοφόρων, και δεύτερον γιατί αυτός που δεν ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ το 2019 δύσκολα βλέπει λόγους να τον ωθούν να το κάνει τώρα.

Θέλω να πω, πως ούτε στο ΣΥΡΙΖΑ παρατηρούνται τέτοιου μεγέθους αλλαγές που να δικαιολογούν σημαντικές εκλογικές μετατοπίσεις σε σχέση με το 2019. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ένα κόμμα σε αμηχανία, οργανωτικά και πολιτικά. Η πανδημία ανέκοψε τις οργανωτικές προσπάθειες διεύρυνσης του και πολιτικά το περιόρισε σε ρόλο «γκρινιάρη». Χρειάζεται χρόνος και για τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ για να αρχίσει να εισπράττει και αυτό να φανεί στις δημοσκοπήσεις.

Έχετε μιλήσει για ένα νέο πολιτικό φαινόμενο: τον «καχεκτικό δικομματισμό»: Μικρότερα ποσοστά για τα δυο κόμματα εξουσίας και λιγότεροι ψήφοι σε σχέση με το παρελθόν. Βλέπετε να παγιώνεται αυτό το φαινόμενο, και γιατί;

Οι εκλογές του 2019 ενίσχυσαν το δικομματικό χαρακτήρα του κομματικού συστήματος. Θυμίζω πως το 2012 ο παλιός δικομματισμός είχε καταρρεύσει και το κομματικό σύστημα κατακερματιστεί. Εφόσον δεν συμβεί κάτι το συνταρακτικό (που ομολογώ πως δεν το βλέπω) οι επόμενες εκλογές θα επιβεβαιώσουν την τάση αυτή έστω και με διαφορετικά ποσοστά για το πρώτο και το δεύτερο κόμμα. Με άλλα λόγια είτε μειωθεί η ψαλίδα μεταξύ ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ είτε μεγαλώσει, δεν βλέπω το επόμενο διάστημα να αλλάζει η δομικά η εικόνα του κομματικού συστήματος.

Ο Αλέξης Τσίπρας στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για «προοδευτική κυβερνηση την επομένη των εκλογών με απλή αναλογική». Και έδειξε να κοιτά ευθεως προς το ΚΙΝΑΛ. Υπάρχει το πολιτικό έδαφος και οι προϋποθέσεις για «προοδευτική κυβέρνηση»;

Όχι δεν βλέπω κάτι τέτοιο. Καταρχήν, δεν υπάρχουν οι σοβαρές πολιτικές διεργασίες ανάμεσα στα κόμματα της κεντροαριστεράς για να προχωρήσουν προς τα εκεί τα πράγματα. Το ΚΙΝΑΛ ζει ταυτόχρονα  μια φάση νοσταλγίας του «πασοκικού μεγαλείου», και κρίσης ταυτότητας (είναι ένα κεντρώο, κεντροδεξιό ή κεντροαριστερό κόμμα;). Βλέπει το ΣΥΡΙΖΑ με φθόνο και υπό το βάρος άλλων συμπλεγμάτων και τραυμάτων που απαιτούν χρόνο για να επουλωθούν.

Βλέπετε,τον Σεπτέμβριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε μακροπρόθεσμων συνεπειών λάθος. Νομίζοντας πως η εικόνα του «άφθαρτου» και νέου κόμματος θα παρέμενε για καιρό ανέπαφη, επέλεξε να ξανακάνει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και να μην απευθυνθεί στις όμορες πολιτικές δυνάμεις, το ΚΙΝΑΛ και το Ποτάμι. Οι ΑΝΕΛ ίσως να ήταν εκείνη τη στιγμή ένας βολικός σύμμαχος, αλλά την ανυπολόγιστη τοξικότητα εκείνης της επιλογής την πληρώνει ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα.

Έπειτα όμως δεν βγαίνουν και οι αριθμοί. Ακόμη κι αν τα αποτελέσματα είναι καλύτερα από αυτό που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, μια προοδευτική  συμμαχική κυβέρνηση θα χρειαστεί σίγουρα κι ένα τρίτο κόμμα. Φαντάζεστε μια κυβέρνηση για παράδειγμα ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ-Μέρα25; Εγώ σε αυτή τη φάση, αδυνατώ.

Μέχρι τώρα γνωρίζαμε το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Υπάρχουν οι συνθήκες για αντιστροφή – να δούμε να διαμορφώνεται, δηλαδή πλέον, ένα αντικυβερνητικό μέτωπο;

Τώρα ακόμη δεν υπάρχουν οι όροι για ένα συντονισμένο αντικυβερνητικό μέτωπο, αλλά μπορούν να διαμορφωθούν στη συνέχεια. Καταρχήν, ο ΣΥΡΙΖΑ έσπασε πλέον την απομόνωση του. Κι αυτό είναι θετικό. Για την προοπτική όμως συγκρότησης ενός αντικυβερνητικού μετώπου έχει δρόμο ακόμη.

Θέλετε πραγματικά τη γνώμη μου; Ο προοδευτικός χώρος θα αισθανθεί καλύτερα την ανάγκη συνεργιών και συνεργασιών εντονότερα, όταν θα χάσει και στις επόμενες εκλογές. Τότε θα χρειαστούν οι άνθρωποι και οι πρωτοβουλίες που θα φέρουν εγγύτερα πολιτικές δυνάμεις που δεν έχουν και τόσες μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, πέρα από τις αναμνήσειςτους. Δεν είναι τόσο απλό όσο λέγεται, δεν είναι όμως και ακατόρθωτο στο διηνεκές. Η Πορτογαλία και η Ισπανία είναι καλά παραδείγματα.

Πρόωρες εκλογές βλέπετε; Έχει λόγους – και κίνητρα – να πάει γρήγορα σε κάλπες η κυβέρνηση;

Τις πρόωρες εκλογές η κυβέρνηση, και ο πρωθυπουργός πιστεύω πως τις έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Με αυτές μπορούν να σηματοδοτήσουν το κλείσιμο του κύκλου της κρίσης της πανδημίας και την επιστροφή στην κανονικότητα και σε συνεχόμενους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αν οι τωρινές δημοσκοπήσεις επαληθευτούν θα δώσουν ένα ισχυρό χτύπημα στον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ (η σειρά δεν μπαίνει τυχαία).

Άρα είτε μέσα στο 2021 είτε μέσα στο 2022,  θεωρώ πως είναι πιθανό να έχουμε εκλογές. Εντούτοις, ο παράγοντας που κάνει τα πράγματα αβέβαια είναι η παράταση της πανδημίας. Όσο υπάρχει το ζήτημα αυτό στον αέρα κάθε κίνηση πρόωρων εκλογών θα έδειχνε τυχοδιωκτική και πολιτικάντικη. Οι ψηφοφόροι του Μητσοτάκη το τελευταίο που θα ήθελαν από αυτόν είναι την αβεβαιότητα, διπλών πιθανά, εκλογών σε συνθήκες όπου το πρόβλημα της δημόσιας υγείας είναι ακόμη ανοιχτό. Κάτι τέτοιο θα ακύρωνε την εικόνα του τεχνοκράτη πρωθυπουργού που με τόση επιμονή και συστηματικότητα καλλιεργεί τόσο ο ίδιος όσο και τα φιλικά σε αυτόν ΜΜΕ.