Η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη στην Ευρωζώνη όσον αφορά στο κόστος στέγασης συνολικά αλλά και σε σχέση με το μέσο εισόδημα, όπως παρουσιάζει αναλυτικά η έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που δημοσιεύθηκε την Παρασκευή.

Ads

Σύμφωνα λοιπόν με την ΕΚΤ, της οποίας τα στοιχεία αφορούν συγκεκριμένα στην χρονική περίοδο από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι τον Ιανουάριο του 2024, η Ελλάδα είναι μεν η δεύτερη φθηνότερη στην ΕΕ με «αστερίσκο», αλλά είναι η δεύτερη ακριβότερη αν υπολογιστεί η συνάρτηση του κόστους στέγασης με το μέσο εισόδημα και τον βασικό μισθό.

Στην Ελλάδα, το συνολικό στεγαστικό βάρος υπολογίζεται κατά μέσο όρο στα 400 ευρώ μηνιαίως, εάν εξαιρεθούν τα στεγαστικά δάνεια, που αν αυτά συμπεριληφθούν, το μέσο κόστος αυξάνεται στα 600 ευρώ, τοποθετώντας έτσι την Ελλάδα στην τελευταία θέση της κατάταξης μεταξύ των 11 συγκεκριμένων χωρών της έκθεσης – χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα.

Εάν τώρα λάβουμε υπόψη τα δηλωθέντα εισοδήματα, η κατάταξη ορίζει διαφορετικά δεδομένα, με την Ελλάδα να ανέρχεται στη δεύτερη θέση όσον αφορά την αντιστοιχία στεγαστικού κόστους προς εισόδημα.

Ads

Το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται, σύμφωνα με την ΕΚΤ, σε 28% χωρίς το κόστος στεγαστικών δανείων και σε 32% με την ενσωμάτωσή τους.

Με αυτή την καταμέτρηση, η Ελλάδα κατατάσσεται ως μία από τις χώρες με την υψηλότερη αντιστοιχία στεγαστικού κόστους προς εισόδημα, ακόμα και σε σύγκριση με νοικοκυριά σε πλούσιες χώρες, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Γαλλία.

Τον Ιανουάριο του 2024 τα νοικοκυριά στην Ευρωζώνη πλήρωναν κατά μέσο όρο 765 ευρώ μηνιαίως για το συνολικό κόστος που σχετίζεται με τη στέγαση, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, της συντήρησης του σπιτιού και του κόστους ενοικίου ή υποθήκης.

Έτσι προκύπτει ότι το στεγαστικό κόστος είναι δυσβάσταχτο για τα νοικοκυριά στην ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος, λόγω των αυξήσεων στις δόσεις αποπληρωμής στεγαστικών δανείων εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων, των υψηλών ενοικίων και των αυξημένων λογαριασμών όπως ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο, νερό κ.λπ.

Όπως αναφέρει η ΕΚΤ, το διάγραμμα Α, δείχνει τη δυναμική της συνολικής μηνιαίας επιβάρυνσης που σχετίζεται με τη στέγαση για τους ιδιοκτήτες, τους ενοικιαστές και τους ενυπόθηκους δανειολήπτες.

Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό νοικοκυριών στη ζώνη του ευρώ που εκτιμούν ότι θα καθυστερήσουν στην πληρωμή ενοικίων ή λογαριασμών έχει αυξηθεί στο 20% με βάση τα στοιχεία του Ιανουαρίου 2024, από περίπου 15% το 2023.

Το μέσο κόστος στέγασης υπολογίζεται ότι έχει αυξηθεί κατά στην ευρωζώνη κατά 10,2% από τον Ιούλιο του 2022, όταν άρχισαν οι αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Τον Ιανουάριο του 2024, τα νοικοκυριά πλήρωναν κατά μέσο όρο 765 ευρώ μηνιαίως για το συνολικό κόστος που σχετίζεται με τη στέγαση, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (όπως το φυσικό αέριο, το ηλεκτρικό ρεύμα και το νερό), της συντήρησης του σπιτιού και του ενοικίου ή του στεγαστικού δανείου, σύμφωνα με την έκθεση.

Τον Ιανουάριο του 2024 τα νοικοκυριά πλήρωναν κατά μέσο όρο 765 ευρώ μηνιαίως για το συνολικό κόστος που σχετίζεται με τη στέγαση, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, της συντήρησης του σπιτιού και του κόστους ενοικίου ή υποθήκης.

Κατά την περίοδο από τον Ιούλιο του 2022 – την έναρξη του κύκλου αύξησης των επιτοκίων – έως τον Ιανουάριο του 2024, το μέσο κόστος στέγασης που αναφέρεται στην έρευνα καταναλωτικών προσδοκιών αυξήθηκε σωρευτικά κατά περίπου 10,2%, σε σύγκριση με σωρευτική αύξηση του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) κατά 5,5%.

Επιπλέον, αυξήθηκε η διασπορά στο μηνιαίο κόστος στέγασης για κάθε έναν από τους τύπους ιδιοκτησίας. Ειδικότερα για τους ενυπόθηκους δανειολήπτες, το υψηλότερο κόστος φαίνεται να οφείλεται στο ανώτερο άκρο της κατανομής, με το κόστος για το κατώτερο άκρο να παραμένει σχετικά σταθερό.

Αυτή η μεγαλύτερη διασπορά θα μπορούσε να υποδηλώνει ετερογενείς επιδράσεις μεταξύ των ενυπόθηκων δανειοληπτών, δηλαδή ενώ τα νοικοκυριά με υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου δεν έχουν, ακόμη, επηρεαστεί σημαντικά από τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και τις διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων, τα νοικοκυριά που συνάπτουν νέα δάνεια ή ανανεώνουν ή αναχρηματοδοτούν υφιστάμενα στεγαστικά δάνεια αντιμετωπίζουν ήδη αυξημένες πληρωμές επιτοκίων.