Η ζωή στην Κάρπαθο στην εποχή της ιταλικής κατοχής, αφηγημένη με τη γλώσσα του νησιού, μέσα από τη ζωή καθημερινών ανθρώπων με έμφυτη θυμοσοφία. Ένα ωραίο, συγκινητικό ταξίδι με το πλοίο «Ταξιάρχης» σ’ έναν κόσμο που λίγο γνωρίζουμε. Με μαεστρία και στοργή, ο συγγραφέας Μανώλης Λαμπρίδης, που ασχολείται χρόνια ενεργά με την τοπική παράδοση, μάς συστήνει ήρωες που δεν έμαθαν ποτέ πόσο ηρωική ήταν η ζωή τους.

Ads

Η Κυραννιά του Χατζημανώλη η μαμή, ο Κοσμάς ο καφετζής, οι ναυτικοί Μανωλιός, καπετάν Μιχάλης, Χαδιώτης μάς διηγούνται, ο καθένας με τον τρόπο του, αντίστοιχα την ανάγκη τους για ελευθερία, το κανάκεμα της θάλασσας, τις παγίδες της, τα τόσα μοναχικά βράδια στην τιμονιέρα,

Με πανταχού παρούσα την καρπαθιώτικη ντοπιολαλιά, μαθαίνουμε για μια… ασυνήθιστη συνήθεια του νησιού, την προίκα της κανακαράς, της πρωτότοκης κόρης δηλαδή, η οποία έπαιρνε όλη την περιουσία, αντιμετωπιζόταν σαν βασίλισσα: «Αν τύχει και είσαι πρωτοκόρη κανακαρά, σου ’χουν τον παράδεισο χτισμένο. Αν είσαι δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, δουλεύεις για την πρώτη στον τρύγο, στο θέρος, στην τσάπα, παντού όπου κατοικεί η κόλαση. Και η πρωτοκόρη στο θρόνο της».

Ο συγγραφέας μιλάει στο tvxs για ένα συναρπαστικό ταξίδι στις ψυχές καθημερινών ανθρώπων που έχουν να μας μάθουν πολλά για της ζωής τα γυρίσματα.

Ads
  • Με ποια αφορμή γράψατε τον Ταξιάρχη;

Έρχονται στιγμές που βλέπεις μια εικόνα άλλης εποχής και ανατρέχεις πίσω να ζήσεις το πριν και να το μεταφέρεις στο παρόν. Είδα σε φωτογραφία το πλοίο «ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ»  που και εγώ ταξίδεψα με αυτό όταν ήμουν περίπου έξι ετών και οι ιστορίες μου έγιναν βιβλίο. Έγινα ας πούμε επιβάτης ενός ταξιδιού που ξεκίνησε χρόνια πριν. Αφορμή να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν η ανάγκη μου να περιγράψω την περίοδο της Ιταλικής κατοχής στην Κάρπαθο, την ανισότητα που υπήρχε ακόμα και ανάμεσα στα μέλη της ίδιας οικογένειας, ο αγώνας επιβίωσης, και γενικά ο τρόπος ζωής  εκείνης της εποχής.

  • Πως έφτασαν οι ιστορίες στα αυτιά σας και με ποιον τρόπο τις συγκρατήσατε ή τις καταγράψατε;

Τις ιστορίες που με συγκινούν, με συναρπάζουν ή κατά κάποιο τρόπο με πληγώνουν, δύσκολα τις ξεχνάω. Με «τραβούν» από το μανίκι κάθε στιγμή, πατώ το κουμπί της επανάληψις και ζωντανεύουν ξανά και ξανά.  Ξαναζώ τη χαρά, το δράμα, την αδικία, τη συγκίνηση.  Ιστορίες που δεν έχουν ενδιαφέρον  δεν τις συγκρατώ. Θέλω ο αποθηκευτικός χώρος της μνήμης μου, να περιέχει σημαντικά γεγονότα άξια να τα θυμάμαι. Πολλές φορές άνθρωποι καθημερινοί απλοί θα σου πουν την ιστορία τους. Καθένας με τον δικό του τρόπο θα σου διηγηθεί ένα κομμάτι από τη ζωή του. Θα αρχίσει από το πιο σπουδαίο. Είτε μια ηρωική πράξη, είτε ένα ερωτικό δράμα, είτε πόσο τον αδίκησε η ζωή και πάει λέγοντας. Άκουγα τους ανθρώπους μου με προσοχή, συγκράτησα την αφήγηση της ζωής τους και έφτασαν  οι ιστορίες στο βιβλίο μου.

  • Υπάρχουν και ιστορίες  μυθοπλασίας;

Το βιβλίο μου θα το χώριζα σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες. Στην μυθοπλασία, σε γεγονότα που έλαβαν μέρος και τα περιγράφω με τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο, και στις αληθινές ιστορίες οι οποίες έφτασαν στα αυτιά μου. 

  • Οι ιστορίες των ηρώων σας περιγράφουν μια ολόκληρη εποχή για έναν τόπο που πέρασε από τους Οθωμανούς στους Ιταλούς και άργησε να ενσωματωθεί με την υπόλοιπη Ελλάδα. Τι χαρακτηρίζει τους ήρωές σας και τον τρόπο που βλέπουν τη ζωή μέσα σε αυτές τις κακουχίες;

Όταν ο Καρπαθιακός λαός αναφερόταν χρονικά σε εποχές έλεγε: επί Τουρκίας,  επί Ιταλίας, επί Αγγλίας 1944 – 1947. Ρωτούσες κάποιον πότε γεννήθηκες; Δεν σου έλεγε χρονολογία. Επί Ιταλίας η Τουρκίας η  επί Αγγλίας.  Αυτό που χαρακτήριζε τους ήρωές μου στην κατοχή, ήταν ο αγώνας για την επιβίωση, η αγωνία για το μέλλον του, και ο φόβος ποιος μπορεί να είναι ο επόμενος κατακτητής.  Ένας κατακτητής ποτέ δεν ήταν ευπρόσδεκτος στην  Κάρπαθο. Οι ήρωές μου λοιπόν αρκετοί από αυτούς δεν τους καλωσόρισαν ποτέ. Και καθ’ ένας αντιδρούσε με τον δικό του τρόπο.  Η αντίδραση όμως δεν ήταν μαζική και αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους.  Η κυβέρνηση του Μεταξά τότε, δεν έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την υπόλοιπη Ελλάδα απ’ όσα διάβασα και άκουσα. Δεν γνωρίζω γιατί. Αυτό επηρέασε πολύ τους Δωδεκανήσιους και τους ώθησε στο να παραιτηθούν  ενός  αγώνα που θα δυσκόλευε τον Μουσολίνι.

  • Πως επηρέασε τον τόπο σας και τους ανθρώπους του η Ιταλική κατοχή;

Όπως σας είπαν νωρίτερα, η Κάρπαθος γνώρισε τρεις κατακτητές. Τούρκους, Ιταλούς, και για τρία χρόνια τους Άγγλους. Η Τουρκική κατοχή ήταν υπόθεση όλης της χώρας. Η Ιταλική ήταν μόνο στα Δωδεκάνησα και ο εχθρός δεν εισέβαλε με όπλα στο χέρι, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ο τρίτος ήρθε ως σύμμαχος ελευθερωτής να μας κάνει να πιστέψουμε ότι είμαστε πλέον ελεύθεροι, αλλά την ίδια στιγμή στόχευε να παραμείνει για τα καλά. Οι κατακτητές είναι όλοι ίδιοι. Δυνάστες εξουσιαστές.  Τα χρόνια της φασιστικής κατοχής στην Κάρπαθο θα τα ερμήνευα δραματικά. Η τρομοκράτηση των κατοίκων, ο αποκλεισμός από κάθε επικοινωνία, ο απόλυτος έλεγχος σε όλα τα σχολεία είναι αρκετά να περιγράψει κανείς τι βίωσαν από τον φασισμό του Μουσολίνι. Σε αυτά θα προστεθούν και περιπέτειες πολεμικές, διοικητικές, οικονομικές και κοινωνικές.

  • Στην εισαγωγή διαβάζουμε πως οι ήρωές σας δεν αντιλήφθηκαν  ότι πράττουν ηρωικά. Ποιο ήταν το ηρωικό στοιχείο αυτών των ζωών;

Ο απόλυτος έλεγχος σε όλα τα σχολεία από το φασιστικό καθεστώς, έφερε την αντίδραση των δασκάλων και βρέθηκαν στις φυλακές της Ρόδου. Η λογοκρισία επίσης έστειλε πολλούς και πολλές στην φυλακή.  Άνθρωποι που δούλευαν σε Ιταλικές αποθήκες έκλεβαν φαγώσιμα και τα διένεμαν  σε πολυμελείς οικογένειες που είχαν ανάγκη. Κάποιος ξενιτεύτηκε λόγω του Μουσολίνι,  μετακόμισε στην Αθήνα και βρέθηκε σε ένα άλλο  φασιστικό καθεστώς του Μεταξά. Αρνήθηκε να υπογράψει την υποταγή του, και ως ηθοποιός δεν εύρισκε δουλειά μετά από αυτό. Η αποστολή της   «ΙΜΜΑΚΟΛΑΤΑΣ» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου  και οι επτά που συμμετείχαν στην αποστολή θεώρησαν ότι έκαναν σιωπηρά το καθήκον τους. Δηλαδή παρέδωσαν ένα μήνυμα με κίνδυνο της ζωής τους αφού ο πόλεμος συνεχιζόταν ακόμα την στιγμή που ταξίδευαν.  Αυτές όπως και άλλες είναι αληθινές ιστορίες  πέρασαν πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο για να γίνουν γνωστές.

  • Πόσο ασχολείται διαχρονικά η πολιτεία με τους αφανείς ήρωες της ακριτικής Ελλάδας;

Η πολιτεία έχει μάθει να ξεχνά και να μην ασχολείται με τέτοιου είδους ηρωισμούς δυστυχώς. Ήρθαν στην επιφάνεια από Καρπάθιους συγγραφείς που έζησαν από κοντά τα γεγονότα εκείνης της εποχής, αλλά και πολιτιστικούς συλλόγους που με δική τους  πρωτοβουλία έστησαν μνημεία σε διάφορα χωριά. Ας μην ξεχνάμε τον Χριστόφορο Λυτό. Ο μεγαλύτερος ήρωας της Καρπάθου που το όνομά του πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας. Χρειάζεται μια λίμνη από μελάνι για να γράψουμε τη δράση του. Τιμήθηκε πρώτα από τους συμμάχους, και κατόπιν από την πατρίδα του.

  • Τι είναι αυτό που σας κάνει να ασχολείστε ενεργά με την παράδοση της Καρπάθου; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της που σας συγκινούν;

Από μικρός εντυπωσιάστηκα και αγάπησα την πλούσια μουσική παράδοση του τόπου μου. Ο αυθόρμητος τρόπος που στηνόταν ένα γλέντι ήταν το χαρακτηριστικό που μου τράβηξε την προσοχή. Αποχωρισμός, καλωσόρισμα, συγκίνηση, καημός, χαρά, θέματα που κυριαρχούσαν και μετέφεραν μέσω της μαντινάδας κάθε φορά που στηνόταν γλέντι. Μα πάνω απ’ όλα ο διάλογος μεταξύ των γλεντζέδων. Αυθεντικότητα, και αυθορμητισμός αυτά θα έλεγα πως είναι τα χαρακτηριστικά του  Καρπάθικου γλεντιού.  Ομολογώ πάνω σ’ αυτό στηρίχθηκε η αγάπη  που έχω για το νησί, πέρα από τις μνήμες και ασχολήθηκα πολύ με τη μουσική του. Πέραν αυτού όμως μεγαλώνοντας και ακούοντας πολλές ιστορίες ανθρώπων την εποχή της Ιταλοκρατούμενης Καρπάθου, θέλησα να αφιερώσω λίγο χρόνο μελετώντας και καταγράφοντας την ιστορία του τόπου μου.  

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

«Ήταν περίπου τέσσερις η ώρα απόγευμα όταν επέστρεψε ο Κοσμάς από τον Αφιάρτη. Ο Μανωλιός ήθελε να μείνει ακόμα λίγο στο καφενείο να πάει μια και καλή σπίτι να μην ξανακατεβαίνει.

– Μανωλιό!
– Έλα, Κοσμά!
– Έφαγες;
– Λίγο ψωμί με τυρί.

Ο Κοσμάς κρατούσε δυο λαχανοπίτια στο χέρι και του τα δίνει.

– Εσύ;
– Εγώ έφαγα τα δικά μου στον Αφιάρτη.
– Τι κάνει η παρέα;
– Κι αυτοί προβληματισμένοι όπως όλοι μας. Άμα έχεις το φούρνο σου, Κοσμά, θα φας και μια φέτα ψωμί ή λαχανοπίτι όπως τούτο δω νόστιμο. Είχε τελειώσει το ένα πιτί και το άλλο το έβαλε πίσω από τον πάγκο.
– Δε θα το φας αυτό; είπε ο Κοσμάς.
– Θα το πάρω της Αργυρώς.

Ο Μανωλιός έψησε καφέ και έκατσε στην παρέα που ήταν ο Μάρκος με άλλους τρεις. Στα τραπέζια οι καρέκλες σχεδόν γεμάτες από κόσμο και η κουβέντα για τον πόλεμο κρατούσε ακόμα, με τον καθένα να λέει τη δική του θεωρία.

– Μανωλιό!
– Τι είναι, Παρασκευά;
– Γλιτώσαμε από τη θάλασσα και κινδυνεύουμε να πνιγούμε σε μια πιρουνιά μακαρόνια!
– Έχεις δίκιο, καπετάνιο!
– Μέρες τώρα κουβέντα για τον πόλεμο δεν πήραμε από τα χείλη σου, Μανωλιό! του είπε ο Μάρκος.
– Για κάτι που δεν είναι σίγουρο πώς μπορώ να πω τη γνώμη μου;
– Εδώ αδειάσαν τα μαγαζιά ούλα. Τρύγησαν τις χαρουπιές. Αλάτι δε βρίσκεις στους αρούς που παστώνουν τις προβατίνες. Και μου λες ότι δεν είναι σίγουρο, Μανωλιό;
– Από ένα παλαρό σαν το Μουσολίνη το περιμένω. Αλλά να δω τους Ιταλούς να πολεμούν, δύσκολο μου φαίνεται.
– Γιατί το είπες αυτό, Μανωλιό;
– Ο Μουσολίνης έστειλε στα Δωδεκάνησα πολλούς δικούς του να τα κυβερνούν. Άλλους πάλι σαν εξορία, από εκδίκηση, επειδή ήταν εναντίον του. Αλλά στην Ιταλία οι περισσότεροι δεν τον χωνεύουν. Η ράτσα των Ιταλών δεν έχει σχέση με πολέμους. Αυτοί ζουν για να τραγουδούν με τα μαντολίνα. Όπλα θα πιάσουν;
– Πώς λοιπόν βουλιάξαν τα πολεμικά μας; ρωτά το Μανωλιό ο Μάρκος.
– Γιατί… Για να δείξει στους Γερμανούς ότι έχει δύναμη κι αυτός, πρόλαβε ο Γιάννης της Κατίγκως να πει πριν απαντήσει ο Μανωλιός. Δώκαν τα χέρια να είναι ο ένας δίπλα στον άλλο! Και οι δυο φασίστες του κερατά!

Ο θυμός του Γιάννη τον έκαμε να μην υπολογίζει την παρουσία αυτών που υποστήριζαν το καθεστώς του Μουσολίνη, και ελεύθερα πλέον ασκούσε κριτική εναντίον του φασισμού φέρνοντάς τους σε δύσκολη θέση. Άλλες φορές έφευγαν από το καφενείο, άλλες πάλι έμεναν για συλλογή πληροφοριών. Είχε πια βραδιάσει και τελευταίοι έμειναν ο Γιάννης με τον Κοσμά να κλείσουν το καφενείο».

Βιογραφικό

Ο Μανώλης Λαμπρίδης γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1946 στην Κάρπαθο. Μετανάστευσε στην Αμερική το 1969 και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1979.

Ζει ανάμεσα στην Κάρπαθο και τον Πειραιά και ασχολείται ενεργά με την πολιτιστική παράδοση του τόπου και ιδιαίτερα με την πλούσια μουσική παράδοση του νησιού.

Το βιβλίο «Ταξιάρχης – Μπάρκο προς τη θύμηση», βασισμένο κατά ένα μέρος σε μαρτυρίες συγγενών του, είναι το πρώτο του βιβλίο.