Ο Στέφανος Στεφάνου, ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, και το tvxs.gr δημοσιεύει την μαρτυρία του για την μετεμφυλιακή Ελλάδα, τα κινήματα της νεολαίας, αλλά και για όσα γέννησε η Αριστερά στον τόπο, την κληρονομιά στις επόμενες γενιές.

Ads

Η συνέντευξη είχε δοθεί στο πλαίσιο ντοκιμαντέρ του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα». Το Τvxs.gr δημοσιεύει τη μαρτυρία του σε έξη μέρη. Σήμερα διαβάστε το δεύτερο μέρος: «Η Ίδρυση της νεολαίας Λαμπράκη».

Τα έξι μέρη

  1. Το κίνημα της νεολαίας μετά τον Εμφύλιο
  2. Η ίδρυση της νεολαίας Λαμπράκη
  3. Νεολαία και αμερικανικό τρόπος ζωής
  4. Το βάψιμο της εκκλησίας
  5. Η δράση της ΕΚΟΦ
  6. Τι άφησε η Αριστερά

Μέρος Δεύτερο: Η ίδρυση της νεολαίας Λαμπράκη

Ads

Κανένας δεν θα φανταζόταν τότε, το 1963, ότι μπορούσαμε να κάνουμε μία Μαραθώνεια πορεία ειρήνης. Δεν την κάναμε βέβαια, γιατί δεν μας επιτρέψανε να πάμε στο Μαραθώνα, αλλά ολόκληρη την μέρα εκείνη που θα γινόταν η πορεία, υπήρξε ένας πόλεμος, κυριολεκτικά, ανάμεσα στην αστυνομία και στον κόσμο, στον οποίο βέβαια βοήθησε και η ΕΔΑ με τις κινητοποιήσεις της κλπ. Σε όλο αυτό πρωταγωνίστησε όμως η νεολαία και αν θέλετε, η νεολαία των συνοικιών.

Για πρώτη φορά φάνηκε σε μια πολιτική εκδήλωση η νεολαία των συνοικιών και έδωσε ένα νέο χρώμα. Ήταν τα παιδιά που παίζανε, κυριολεκτικά, με τους αστυφύλακες, τους κλέφτες κι αστυνόμους. Πού να τους φτάσουν αυτούς; Ας πούμε, όλες οι υπώρειες, οι ανατολικές υπώρειες του Λυκαβηττού κι επάνω, οι Αμπελόκηποι κλπ καλύπτονταν από μια συνεχή κίνηση η οποία κατέληξε σε χίλιες και πλέον συλλήψεις, ανάμεσα στις οποίες ήταν, ξέρω εγώ, ο Θοδωράκης, ήταν ο Αλεξανδράκης, από τον κόσμο τον καλλιτεχνικό κλπ, οι οποίοι δεν ήξεραν κιόλας, εδώ που τα λέμε, να το σκάνε σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ενώ οι πιτσιρικάδες ήξεραν και φεύγανε. Είχε δε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν και όλοι οι ξένοι που ήρθαν τότε, μαζί μ’ αυτούς κι ο γραμματέας τού Μπέρτραντ Ράσελ.

Ήθελα να πω ακόμα ένα πράγμα. Ότι τότε ο Ράσελ, γηραιότατος πια, ωστόσο γνωστός φιλόσοφος, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας του 1950, είχε δηλώσει ότι θα κατέβει και θα πάει στην πορεία. Και είπε ο Ρακιντζής, το αφεντικό της Ασφάλειας της Αθήνας τότε, «αν κατέβει ο Ράσελ θα τον συλλάβω». Φυσικά ο Ράσελ δεν μπορούσε να κατέβει ο άνθρωπος, ούτε να πάει στην πορεία, ήρθε ο γραμματέας του, ο οποίος συνελήφθη κι αυτός. Αυτό ήταν μια προσφορά του καθεστώτος και από άποψη δημοσιοποίησης στην Ευρώπη, όπως είναι προφανές.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες λοιπόν τόσο από άποψη πολιτικής εξέλιξης της ίδιας της οργάνωσης της Νεολαίας της ΕΔΑ, η οποία από το 1962 κι ύστερα, ανδρώνεται πραγματικά, αποκτάει ερείσματα παντού, σε χωριά, κλπ, έρχεται η εξόρμηση στην ύπαιθρο του καλοκαιριού του 1963, όπου γίνεται ένα πράγμα πρωτοφανές. Όσοι πήρανε μέρος τότε -κι εγώ νιώθω πολύ τυχερός που είχα μια σχέση τότε με τη Νεολαία-, ένιωσαν ότι ήταν ένα εκπληκτικό πράγμα. Νωρίτερα, όλος ο κόσμος νόμιζε ότι το χωριό είχε βουβαθεί, και είχε πραγματικά βουβαθεί ως ένα βαθμό από το 1949 κι ύστερα και πριν το 1949 βεβαίως, γιατί από τα περισσότερα αυτά χωριά είχανε εκτοπίσει, ας πούμε, 700 χιλιάδες κόσμο, στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, τον μετέφεραν από τα χωριά στις πόλεις. Και ξαφνικά είδαν ότι το χωριό είχε δυνάμεις, “ανάσαινε”.

Κι αυτό το πράγμα ήταν μια ανάπτυξη τότε της Νεολαίας της ΕΔΑ και συγχρόνως μια ανάπτυξη και της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης. Και από αυτή ακριβώς την ανάπτυξη προέκυψε η ανάγκη της δημιουργίας μια νέας πολιτικής οργάνωσης. Από τη μια μεριά, δύο οργανώσεις με τις ίδιες επιδιώξεις δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν στον ίδιο χώρο, και από την άλλη μεριά, ήταν καιρός πια, η Νεολαία, η αριστερή Νεολαία να αυτονομηθεί από το κόμμα. Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι θα δρούσε έξω από την περιοχή της πολιτικής τού κόμματος, όμως ήταν μια ευκαιρία -και πραγματοποιήθηκε- να αυτονομηθεί προπαντός στη βάση. Να πάψουν τα παιδιά να είναι οι ταχυδρόμοι, ή ξέρω εγώ, οι τοιχοκολλητές, ή αυτοί που μοιράζουν τις προκηρύξεις του κόμματος, αλλά να αρχίσουν να σκέφτονται αυτοί οι ίδιοι τα προβλήματά τους, να παίρνουν πρωτοβουλίες να αναπτύσσουν δράση, όπως και ανέπτυξαν.

Και ιδιαίτερα η δημιουργία της λέσχης, των λεσχών ας πούμε για να χρησιμοποιήσουμε πληθυντικό ολίγον στεγνό, η δημιουργία αυτή έδωσε την ευκαιρία στα παιδιά να κάτσουν να κουβεντιάσουν τα ζητήματά τους, να προσπαθήσουν μόνοι τους να κάνουν κάτι, να θεραπεύσουν ανάγκες του χωριού, ξέρω εγώ, του δρόμους τους, να στήσουν μια έστω πρωτόλεια ψυχαγωγία, να κάνουν θέατρα, να κάνουν μουσική, να κάνουν βιβλιοθήκες. Υπήρξε μια εξόρμηση, ας πούμε, του 1965-66 για τη συλλογή 200 χιλιάδες βιβλίων που είχαν βάλει στόχο. Και τότε, οι εκδοτικοί οίκοι προσέφεραν βιβλία που φτάσανε έως το τελευταίο χωριό. Όταν κάψανε τη λέσχη του Μηλοχωριού, επάνω στο Κιλκίς, που είναι ένα μικρό χωριό, 150-170 κατοίκων, στα σύνορα σχεδόν, δεν θυμάμαι ακριβώς, η απάντηση της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης ήταν να στείλουν κάσες βιβλία για τα παιδιά. Αυτή η ιστορία, λοιπόν, με τις λέσχες είχε διάφορες πλευρές. Είχε την πλευρά της εξασφάλισης του γεωγραφικού, ας πούμε κυττάρου, της οργάνωσης. Και μάλιστα ενός αυτοτελούς κυττάρου, έξω από το κόμμα.

Είχε την πλευρά της συζήτησης, είχε την πλευρά της ψυχαγωγίας, αντί να παίζουνε χαρτιά τα παιδιά, πήγαιναν στη λέσχη και παίζανε πινγκ-πονγκ, παίζανε σκάκι. Βέβαια, πολλές φορές υπήρξαν αστυνομικά τμήματα τα οποία απαγορεύσανε το σκάκι, το οποίο θεωρούσαν τυχερό παιχνίδι. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν ξέρανε σκάκι οι χωροφύλακες. Ακόμη ανέπτυξε την έννοια της άμυνας και προπαντός της δημοκρατικής αντίστασης. Είναι γνωστό ότι μια φορά δυναμίτισαν και μια φορά κατέστρεψαν τη λέσχη των Σερρών που ήταν πρωτεύουσα  νομού. Ήταν γνωστό ότι τρεις φορές κατέστρεψαν τη λέσχη στο Μηλοχώρι και την έφτιαξε ξανά με εξόρμηση όλος ο βόρειος τομέας του Κιλκίς και έκανε διαρκή συνδιάσκεψη μέσα στην καμένη λέσχη. Ή στη Ροδόπη του Κιλκίς, ή στη Σφεντάμη της Κατερίνης και σε άλλες πολλές λέσχες, στο Αγγελόκαστρο, στη Λυγουριά του Μεσολογγίου κλπ. Αυτή λοιπόν η δραστηριότητα ήταν κάτι που έδεσε στο χωριό την πολιτική δραστηριότητα της αριστερής Νεολαίας, η οποία για να πούμε την αλήθεια, ως μόνιμη κατάσταση στο χωριό, ήταν και η μόνη.

Οι άλλες Νεολαίες, ας πούμε του Κέντρου, ακόμη και σε περιόδους που είχε ως ένα βαθμό δύναμη στο φοιτητικό κίνημα και στους μαθητές της Αθήνας, στο χωριό δεν είχε παρά κάποια λίγα στηρίγματα, τα οποία δρούσαν στις εκλογές. Η καθημερινή παρουσία στο χωριό ήταν μόνο από την αριστερή λέσχη.

Εμείς βρήκαμε τότε λοιπόν το καλοκαίρι του 1963, αυτά τα παιδιά στα καφενεία, και μας ακούγανε με ανοιχτό στόμα. Αλλά κι εμείς στήναμε αυτί να καταλάβουμε πώς σκέφτονται και πώς βηματίζουν, να μάθουμε εμείς οι παλιοί να βηματίζουμε πια με το βήμα το σύγχρονο, να ασχοληθούμε με τα σύγχρονα προβλήματα και μάλιστα με τον τρόπο που τότε σκέφτονταν οι σύγχρονοι νέοι, κι όχι όπως σκεφτόμασταν εμείς ας πούμε στην Κατοχή, ή ξέρω εγώ, στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Αυτά τα ίδια παιδιά λοιπόν, το 1966 τα είδαμε να περικυκλώνουν με τα τρακτέρ τη Θεσσαλονίκη -“τα τανκς της Δημοκρατίας”, όπως τα είχαν ονομάσει τότε, με τα μεγάλα συλλαλητήρια των σιτοπαραγωγών. Αυτά τα παιδιά ξεκίνησαν από τις λέσχες τους για να κατέβουν σ’ αυτά τα συλλαλητήρια.

Τα λέω όλ’ αυτά, και τα λέω με κάποιο πάθος αλλά και μελαγχολία, γιατί τότε αυτή η ιστορία γενικώς της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, ως αυτόνομης και μαζικής οργάνωσης, πολιτικής βεβαίως, και αριστερής, αλλά και το ίδιο το κίνημα των λεσχών και οι κοινωφελείς δραστηριότητες που αναπτύξανε ας πούμε, αποτελούν την τελευταία φορά που η ελληνική αγροτική νεολαία και ιδιαίτερα η αριστερή Νεολαία έδρασε με έναν τόσο ευφυή, αυτόνομο και δημιουργικό τρόπο. Το ότι ασχολούνταν να κάνουν κάποια πράγματα, να φτιάξουν ένα δρόμο, το ότι ασχολούνταν με την προστασία της φύσης, με τα πεύκα, να τα γλυτώσουν από τις κάμπιες, ήταν πρωτοποριακά πράγματα. Βέβαια, μας είπαν τότε και «καμπιοφονιάδες» ή κάτι τέτοιο, οι πιο Αριστεροί, όπως θεωρούσαν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Δεν ξέρω αν σήμερα έχουμε ανάλογα παραδείγματα.

Τώρα, υπάρχει το κίνημα του εθελοντισμού. Καλό πράγμα αυτό, αλλά το κίνημα του εθελοντισμού το οποίο ανέπτυξαν οι λέσχες τότε, δεν ήταν κίνημα το οποίο έλεγε ότι μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο με τον εθελοντισμό. Ήταν ένας εθελοντισμός ο οποίος θεράπευε μικρές ανάγκες αλλά υπό τον όρο ότι ταυτόχρονα παλεύεις για να αλλάξεις συνολικά την κατάσταση. Διότι διαφορετικά, δεν γίνεται πολιτικό ένα κίνημα, το οποίο μπορεί με κάποιες δραστηριότητες να αλλάξει τον κόσμο. Ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει αλλιώς, μπορεί να αλλάξει μόνο με τη μαζική πάλη.