«Ευκαιρίες, προκλήσεις… και στο βάθος νέο πακέτο». Αυτό είναι το τρίπτυχο στον οποίο συμπικνώνεται η ελληνική προεδρία της Ε.Ε. κατά τον πρόεδρο του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών, Μαρσέλ Φράτσερ, σύμφωνα με την Deutsche Welle.

Ads

«Η ελληνική προεδρία αποτελεί εφαλτήριο για την Ελλάδα για να αποδείξει ότι μπορεί να διαδραματίζει υπεύθυνο ρόλο στην ΕΕ, κι αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα που θα πρέπει να αποστείλει η Ελλάδα», υποστηρίζει ο Μαρσέλ Φράτσερ μιλώντας στο ραδιόφωνο της Φωνής της Ρωσίας. «Αλλά μέσα από την αντιληπτική ικανότητα των υπόλοιπων ευρωπαίων εταίρων παραμένει ένας αδύναμος εταίρος, με μεγάλα εσωτερικά προβλήματα που θα πρέπει να δείξει αποφασιστικότητα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Υπό αυτήν την έννοια η διακήρυξη της ελληνικής κυβέρνησης ότι η χώρα είναι πλήρες μέλος της ΕΕ, ότι εφαρμόζει τους κοινούς κανόνες και ότι θέλει να συμβάλει σε αυτό, αποτελεί μάλλον ένα συμβολικό καθήκον», συμπλήρωσε. 

Ο Γερμανός οικονομολόγος πιστεύει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα βοήθειας μιας και το χρέος της έχει φτάσει στο 170% του ΑΕΠ, το οποίο δεν μπορεί στο απώτερο μέλλον να ξεπληρώσει: «Πρέπει να συλλογιστούμε δύο πράγματα: πρώτον, πώς θα διασφαλιστεί η χώρα οικονομικά μέχρις ότου να μπορεί το χρέος της να γίνει βιώσιμο, και δεύτερον, τι μπορεί να γίνει στην πράξη για να μειωθεί αυτό το χρέος. Γίνεται λόγος για κούρεμα ή για απομείωση. Κατά την άποψή μου είναι κάτι το αναπόφευκτο. Πρέπει να προσπαθήσουμε να μειώσουμε το ύψος του χρέους για να δώσουμε στη χώρα ευκαιρία να αποκτήσει βιώσιμη οικονομία».

Ο Μαρσέλ Φράτσερ, εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βγει στις αγορές, «κάτι που δεν χρειάζεται εξάλλου, αφού παίρνει χρήματα από την ΕΕ και το ΔΝΤ».

Ads

«Το ερώτημα είναι τι θα γίνει του χρόνου, αν θα εμπιστευτούν οι αγορές την ελληνική κυβέρνηση προσφέροντάς της δάνεια σε ευνοϊκούς όρους. Μέχρι στιγμής αυτό δεν διαφαίνεται, που σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να επανακτήσει αυτήν την εμπιστοσύνη», δήλωσε ο πρόεδρος του Ινστιτούτου.

Η DW σχολιάζει, δε, ότι δεν είναι ο μοναδικός οικονομολόγος που συμμερίζεται αυτή την άποψη.