Αίσθηση αλλά και αντιδράσεις προκαλεί η μη συμμετοχή της ελληνικής κυβέρνησης στην έκτακτη σύνοδο στο Παρίσι, όπου το παρών έδωσαν η Γαλλία, Βρετανία, Ισπανία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Δανία και οι ηγεσίες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Ads

Στο επίκεντρο βρίσκεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο τερματισμός της, καθώς και άλλα ζητήματα καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της Ευρώπης και τις παγκόσμιες ισορροπίες δυνάμεων.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν πήρε την πρωτοβουλία να καλέσει στο Παρίσι μια επιλεγμένη ομάδα ηγετών. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες είναι ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ, ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ, ο Ολλανδός πρωθυπουργός Ντικ Σούφ και η πρωθυπουργός της Δανίας Μέτε Φρεντέρικσεν.

Στην άτυπη σύνοδο κορυφής συμμετέχει επίσης η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε.

Ads

Μαρινάκης: «Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον ρόλο της Ελλάδας»

Για «άτυπη σύνοδο» έκανε λόγο ο Παύλος Μαρινάκης απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε: «Εδώ μιλάμε για μια άτυπη Σύνοδο στην οποία συμμετέχουν, εξ όσων γνωρίζω, οι μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, -βελτιώνεται η οικονομίας μας, αλλά δεν είναι σε αυτό το επίπεδο-, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Πολωνία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, συν τη Δανία, η οποία είναι η χώρα που συγκαταλέγεται στις χώρες που είχε τη μεγαλύτερη συνεισφορά σε στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία. Και βέβαια λαμβάνουν μέρος η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο οποίος εκπροσωπεί και τους ηγέτες όλων των υπόλοιπων κρατών-μελών και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, κ. Μάρκ Ρούτε. Καταρχάς, να πούμε ότι σε κάθε περίπτωση, δεσμευτικές αποφάσεις για τις επόμενες ενέργειες και τις πολιτικές της Ε.Ε. μπορεί να ληφθούν μόνο σε επίπεδο Συμβουλίου. Εδώ μιλάμε για μια άτυπη Σύνοδο και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον ρόλο της Ελλάδας. Η Ελλάδα έπαιξε έναν ξεκάθαρο ρόλο, ενεργό ρόλο, ουσιαστικό ρόλο και εποικοδομητικό θα συμπλήρωνα, στην αναθεώρηση των πολιτικών της Ε.Ε. για την άμυνα. Και μάλιστα, σας παραπέμπω σε μια σειρά από δηλώσεις μας, όπου και για το θέμα της Ουκρανίας είχαμε ξεκάθαρη θέση από την αρχή».

Φάμελλος: Η Ελλάδα αποκλείεται από το τραπέζι των συζητήσεων για σοβαρά γεωπολιτικά ζητήματα

Από τη μεριά του, ο Σωκράτης Φάμελλος σχολίασε ότι η απουσία της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Σύνοδο για την Ουκρανία, που πραγματοποιείται σήμερα στο Παρίσι με τη συμμετοχή της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ισπανίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Πολωνίας, της Δανίας, καθώς και των ηγεσιών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αποτελεί ξεκάθαρη απόδειξη ότι η πολιτική της κυβέρνησης ως «δεδομένου συμμάχου» των ΗΠΑ απομονώνει τη χώρα. Όπως ανέφερε, αντί η Ελλάδα να διαδραματίζει ρόλο ρυθμιστή στις γεωπολιτικές εξελίξεις, έχει περιοριστεί σε ρόλο απλού παρατηρητή, παρά τις συχνές δηλώσεις του πρωθυπουργού περί του αντιθέτου.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ επισήμανε ότι, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις, η κυβέρνηση προχώρησε σε αδιαφανή εμπλοκή στο Ουκρανικό, αποστέλλοντας βαρύ οπλισμό χωρίς τη θεσμική ενημέρωση της Βουλής σχετικά με τον αντίκτυπο στην άμυνα των ελληνικών νησιών. Αντί να συμβάλει ενεργά στις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες, η Ελλάδα αποκλείστηκε από τις διεργασίες για τον τερματισμό του πολέμου.

Ο κ. Φάμελλος τόνισε ότι αυτή είναι η δεύτερη φορά που η χώρα αποκλείεται από κρίσιμες γεωπολιτικές διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, μετά τη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη.

«Πότε θα απολογηθεί ο κ. Μητσοτάκης στον ελληνικό λαό για την τυχοδιωκτική πολιτική του, στην προσπάθειά του να παρουσιαστεί ως Ευρωπαίος ηγέτης μεγάλου βεληνεκούς;» αναρωτήθηκε, καταλογίζοντας στην κυβέρνηση ότι η στρατηγική της – από τη μονομερή στήριξη του Ισραήλ στο Παλαιστινιακό έως την ευθυγράμμιση με το ΝΑΤΟ στο Ουκρανικό και την υποχωρητική στάση απέναντι στην Τουρκία – απομονώνει τη χώρα και πλήττει τα εθνικά συμφέροντα, σε μια περίοδο όπου οι θέσεις της ΕΕ και των ΗΠΑ αποκλίνουν σημαντικά.