To ταξίδι Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον και η συνάντησή του στον Λευκό Οίκο με τον Ντόναλντ Τραμπ γίνεται σε μια συγκυρία ιστορικών προκλήσεων. Στην πραγματικότητα, γίνεται την ώρα τεκτονικών γεωπολιτικών κινήσεων στην περιοχή μας.

Ads

Το, παράνομο μεν, υπαρκτό δε, μνημόνιο Αγκυρας – Τρίπολης ανοίγει τον δρόμο για αποστολή τουρκικών ερευνητικών πλοίων σε ελληνική υφαλοκρηπίδα, η αποστολή τουρκικής στρατιωτικής δύναμης στις γραμμές της κυβέρνησης Σάρατζ συνιστά ευθεία εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο της Λιβύης και η δολοφονία του ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί από αμερικανικά drones μετατρέπει, ουσιαστικά, την μισή ανατολική Μεσόγειο σε ενεργή εμπόλεμη ζώνη.

Διαβάστε επίσης: 

Διεθνείς αναλυτές και κορυφαίοι διπλωμάτες θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ την απάντηση – και δη ηχηρή – του Ιράν στην δολοφονία, γεγονός που ντε φάκτο σημαίνει μετωπική αντιπαράθεση των σφαιρών επιρροής αφ’ ενός του Ιράν και αφ’ ετέρου των αμερικανών και του Ισραήλ στην περιοχή.

Ads

Ενώπιον αυτής της πραγματικότητας το πρώτο που προεξοφλούν έγκυροι διπλωματικοί κύκλοι είναι η προσπάθειας της μέγιστης δυνατής ενίσχυσης της αμερικανικής παρουσίας στις εντός ελληνικής επικράτειας στρατιωτικές βάσεις. Ήδη, σύμφωνα με τις πληροφορίες, μετά την δολοφονία Σουλεϊμανί αυξήθηκε η παρουσία αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών στην βάση της Σούδας με προοπτική και για περαιτέρω ενίσχυση της αμερικανικής δύναμης πυρός που σταθμεύει στην Κρήτης.

Την ίδια ώρα σε στρατηγικό πλέον επίπεδο, βρίσκεται ήδη κατατεθειμένο από την παραμονή των Χριστουγέννων στην Βουλή το νομοσχέδιο για την επέκταση της συμφωνίας χρήσης στρατιωτικών εγκαταστάσεων και λιμανιών στην χώρα μας – δηλαδή, για την στρατιωτική χρήση εκτός από την Σούδα, των αεροπορικών βάσεων της Λάρισας και του Στεφανοβικίου, καθώς και την κατά προτεραιότητα πρόσβαση των ΗΠΑ στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.

Τα δεδομένα αυτά είναι βέβαιο πως θα βρεθούν στο τραπέζι της συνάντησης Μητσοτάκη – Τραμπ και το ερώτημα που θέτουν οι ίδιοι κύκλοι είναι εάν, και σε ποιον βαθμό, ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι έτοιμος να διεκδικήσει, και να πιέσει, για την μέγιστη δυνατή ισορροπία ανάμεσα στην στρατηγική συνεργασία και τον στρατηγικό διάλογο με τις ΗΠΑ και την διασφάλιση των ελληνικών συμφερόντων και κυριαρχικών δικαιωμάτων απέναντι στην επιθετικότητα της Τουρκίας.

Εδώ, κομβικής σημασίας θεωρείται η περαιτέρω εμπλοκή των ΗΠΑ στο project του Eastmed στην βάση της συμμαχίας «3+1», όπως και  η ρητή, πάγια και συμπαγής αποκήρυξη από την Ουάσιγκτον της τουρκολιβυκής συμφωνίας – πόσο μάλλον, με δεδομένη την απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και το Στέητ Ντηπάρτμεντ.

Διαβάστε επίσης:

Ουδείς θεωρεί εύκολη βεβαίως, ούτε πιθανή, μια μετωπική αντιπαράθεση Τραμπ – Ερντογάν, πολύ περισσότερο δε μετά το άκρως ρευστό γεωπολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται στην σύγκρουση μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν. Ο βαθμός της πίεσης όμως που θα ασκήσει η Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα θα είναι κομβικός παράγοντας στις περαιτέρω εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, σε μια συγκυρία που θεωρείται ισχυρή πιθανότητα πλέον ακόμη και η αποστολή τουρκικού γεωτρύπανου νότια της Κρήτης.

Θα είναι επίσης, κατά τις ίδιες πηγές, παράγοντας που θα πρέπει να σταθμίσει η ελληνική κυβέρνηση τους επόμενους μήνες όταν θα κληθεί πιθανώς να απαντήσει κορυφαία διλήμματα – από την, ταυτόχρονη ή μη, ανακήρυξη ΑΟΖ σε Ιόνιο, Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο έως την επιδίωξη υπογραφής συνυποσχετικού με την Τουρκία για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Έμπειροι πολιτικοί και διπλωματικοί παράγοντες θεωρούν ότι η συζήτηση για την Χάγη θα ενταθεί εντός του 2020 και, με αυτή την προοπτική, προειδοποιούν ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να ξεκαθαρίσει σύντομα σοβαρές παραμέτρους του θέματος, από την προετοιμασία για αποδοχή των αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου (εάν και εφόσον υπάρξει εν τέλει έδαφος προσφυγής) έως τον διαχωρισμό της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ από τις συζητήσεις περί συνεκμετάλλευσης.

Όλα αυτά θα τεθούν και στις συναντήσεις που θα έχει ο πρωθυπουργός με τους πολιτικούς αρχηγούς μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ – συναντήσεις, που πιθανώς θα γίνουν στις αρχές της άλλης εβδομάδας – με την επιτυχία των ελληνικών χειρισμών να εξαρτάται, προφανώς, και από τον βαθμό συναίνεσης που θα επιτευχθεί. Αυτή η συναίνεση, δε, μπορεί να αποτελεί δεδηλωμένη επιδίωξη και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν πρέπει όμως να θεωρείται καθόλου δεδομένο ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα την παράσχει σε ενδεχόμενο κενό, ή ελλειμματικό, πλαίσιο εθνικής στρατηγικής.