Ξεκινώντας από τα βασικά: η επιλογή των υποψηφίων για τις περιφέρειες και τους δήμους, δεν γίνεται την τελευταία στιγμή. Ιδίως όταν έχεις υποστεί μια συντριπτική ήττα το 2019, ξεκινάς από την επόμενη μέρα.

Ads

Επιλέγεις με βάση τα αποτελέσματα σε κάθε δήμο και αναδεικνύεις σταδιακά νέα στελέχη για να γίνουν γνωστά αλλά και να γνωρίσουν καλύτερα τα προβλήματα του δήμου ή της περιφέρειας. Αυτό κάνει μια αξιωματική αντιπολίτευση που θέλει να γίνει κυβέρνηση.

Επειδή η υπόθεση χρειάζεται χρόνο και επίμονη δουλειά μυρμηγκιού, δεν αποσπάς στελέχη που τα έχουν πάει καλά, για άλλες δουλειές όπου πρέπει να μάθουν το α-β από την αρχή, όπως έγινε με τον Νάσο Ηλιόπουλο. Και με έτοιμο το στράτευμα, κλείνεις τις απαραίτητες πολιτικές συμμαχίες ένα χρόνο πριν τις εκλογές. Άντε 6 μήνες νωρίτερα. Όχι τον Αύγουστο, ενώ οι εκλογές είναι προγραμματισμένες για τον Οκτώβριο.

Αν θεωρήσουμε ότι τα προηγούμενα υπακούουν σε κάποια λογική, σε αυτήν δεν υπάγονται αυτά που γίνονται με τον Δήμο της Αθήνας και τον ΣΥΡΙΖΑ. Tον Απρίλιο και μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε μια από τις κινήσεις τακτικής στις οποίες είναι πολύ καλός: πρότεινε τον μπασκετμπολίστα Νίκο Παππά για τη θέση του δημάρχου της Αθήνας.

Ads

Η πρόταση δεν διασκέδασε την αμηχανία για τις άλλες μεγάλες πόλεις και τις πανίσχυρες (από πλευράς αρμοδιοτήτων) περιφέρειες, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια, τελείως απαραίτητη, συμβολική νίκη. Ο ίδιος ο υποψήφιος είχε δώσει δείγματα κοινωνικής ευαισθησίας, μπορούσε να προσελκύσει τους Παναθηναϊκούς που συνωστίζονται στο κέντρο της Αθήνας, στο κάτω κάτω δήμαρχο προτείνεις όχι πρωθυπουργό.

Aπό την άλλη πλευρά, η επιλογή του μπασκετμπολίστα θα ήταν επικοινωνιακή επιτυχία, αλλά.. τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Δεν υπάρχουν δηλαδή δείγματα της διαχειριστικής του ικανότητας ή σταθερότητας σε κάποιες μονιμότερες αξίες. Μάλιστα, η πολύ πρόσφατη πείρα είχε δείξει ότι επιμονή, και από την Κουμουνδούρου, σε επιλογές με αποκλειστικό κριτήριο την αναγνωρισιμότητα, συχνά οδηγεί σε φιάσκα me too με πολιτικό κόστος.

Θα έπρεπε επίσης να είχε συζητηθεί η υποψηφιότητα με την Ανοιχτή Πόλη, τη δημοτική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ που θα καλείτο όχι μόνο να πλαισιώσει αλλά και να «τρέξει» τις εκλογές. Αλλά η συμμετοχή των μελών στις αποφάσεις, δεν είναι από τα αγαπημένα σπορ του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια.

Επίσης στα παρασκήνια, όπως αποκάλυψε το Tvxs, είχε προχωρήσει και η υποψηφιότητα για τον Δήμο της Αθήνας του καθηγητή Δημήτρη Χριστόπουλου, άλλοτε μέλος του think tank Τσίπρα.Την υποστήριζαν προσωπικότητες από το χώρο της κεντροαριστεράς και του ΠΑΣΟΚ, μεταξύ άλλων ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, ο πρώην δήμαρχος Γιώργος Καμίνης, ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης. Θετικά είχαν εκφραστεί μέλη της Ανοιχτής Πόλης (δημοτική παράταξη ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και ο Π. Γερουλάνος, από την πλευρά του ΚΙΝΑΛ, ο οποίος θα στήριζε επίσης αν το κόμμα του έδινε το χρίσμα.

Για την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Χριστόπουλου είχε βρεθεί ακόμη και η αίθουσα, αλλά η υπόθεση ναυάγησε τον Ιούλιο για λόγους που παραμένουν αδιευκρίνιστοι. Σε κάθε περίπτωση, στο τέλος εκτός από του Παππά, δεν υπήρχε στο τραπέζι άλλη «πρόταση νίκης», όπως είχαν έρθει (καθυστερήσει) τα πράγματα

Αλλά υπήρχε σε όλα αυτά, μια βασική προϋπόθεση: ότι ο προτεινόμενος θα έβλεπε την υπόθεση ως τελικό πρωταθλήματος μπάσκετ. Γιατί για να κερδίσεις το σύστημα Μπακογιάννη, θέλεις χρόνο, οργάνωση και απ την αρχή πίστη στη νίκη και ενθουσιασμό. Αλλά ο Ν. Παππας άρχιζε να παίρνει αποστάσεις και να καταφεύγει σε χρησμούς, που έδειχναν ότι δεν είχε αποφασίσει τι θέλει: «με τον ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε είχα κάποια αλληλεπίδραση στο παρελθόν», αλλά και «διάφορες κινήσεις του δεν με εξέφραζαν απόλυτα».

Απόλυτα; κανείς δεν του είχε προτείνει να γραφτεί στην κλαδική οργάνωση Καλαθοσφαιριστών, αλλά με τούτο και με το άλλο οι εβδομάδες πέρασαν. Και η επιλογή υποψήφιου δημάρχου για την Αθήνα έγινε -πολύ κακώς- μέρος του αγώνα για τη διαδοχή στην προεδρία.

Οπότε άρχισε η συζήτηση για την ..κληρονομιά του Τσίπρα. Ισχύει ή όχι το χρίσμα, που είχε δώσει στο Νίκο Παππά, κατά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. στις 9 Απριλίου ή τώρα που παραιτήθηκε δεν ισχύει; Μια συζήτηση δηλαδή καθαρά πολιτική!

Τελικώς αποφασίστηκε, με ψηφοφορία, αντί να πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, να πάει το βουνό στον Μωάμεθ: αντί κάποιος να τον πάρει τηλέφωνο για να κλείσει η υπόθεση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αποφασίστηκε να συγκροτηθεί τριμερή επιτροπή η οποία θα επισκεφθεί τον Παππά για να ξεκαθαρίσει τη θέση του! Νομίζω ότι αυτό δεν έχει ξαναγίνει, γενικώς στα κομματικά και αυτοδιοικητικά χρονικά.

Διαβάστε σχετικά: ΣΥΡΙΖΑ / Στη ζυγαριά της Π.Γ. η υποψηφιότητα του Νίκου Παππά

Ο Παππάς δεν έριξε πόρτα στην αξιωματική αντιπολίτευση(!) και δέχθηκε να κατέβει, βάζοντας ως βασικό όρο να έχει την υποστήριξη όλων των τάσεων, να μην υπονομευθεί δηλαδή. Με τα δεδομένα του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό είναι σαν να ζητάς από τον Μητσοτάκη να καταπολεμήσει τη διαπλοκή για να είσαι υποψήφιος!

Ετσι η υποψηφιότητα Παππά, που ζητούσε να υπάρξει σοβαρή οικονομική υποστήριξη της εκστρατείας πράγμα επίσης αδύνατο( ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος) απορρίφθηκε από την Πολιτική Γραμματεία που είχε υπερψηφίσει να τον συναντήσει!

Τελικώς επελέγη ο Κώστας Ζαχαριάδης, αλλά το βασικό ερώτημα παραμένει, το ίδιο με αυτό που κανείς θα ρωτούσε τον Παππά: πώς και πότε θα προλάβει να συγκροτήσει ένα πρόγραμμα για την πόλη και έναν καλό συνδυασμό που χρειάζεται εκατοντάδες άτομα;

Για μια ακόμη φορά, οι ερασιτεχνισμοί και οι χωρίς πολιτική ουσία κομματικές αντιπαραθέσεις, ευνοούν τον αντίπαλο, στην πιο οπισθοδρομική πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Τη μόνη παραδείγματος χάριν που δεν έχει, αντίθετα με τα Τίρανα, ούτε ποδηλατόδρομο. Εναν αντίπαλο χωρίς καμία σοβαρή ιδέα ή έργο, που καταστρέφοντας αδικαιολόγητα το κέντρο, μοιάζει να μισεί την Αθήνα όπως οι Κόκκινοι Χμερ την Πνομ Πενχ.

Αλλά όπως απέδειξε και η συντριπτική νίκη Μητσοτάκη στις πρόσφατες εκλογές, δεν αρκεί ο αντίπαλος να κάνει συνεχή, συχνά εγκληματικά, λάθη, από τον αριθμό θυμάτων στην πανδημία μέχρι το πανευρωπαϊκό ρεκόρ ακρίβειας και τις υποκλοπές. Πρέπει η Αριστερά να δουλεύει με στρατηγική, σοβαρά, με σεβασμό στις αξίες και ευλυγισία στην τακτική, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Επιτέλους, χρειάζεται να εμπεδωθεί: αντίθετα με το 2015, η νίκη δεν πρόκειται να ξανάρθει αυτοσχεδιάζοντας, με ένα μαγικό τρίποντο στο τέλος του αγώνα.