«Γι’ αυτό που έκανε δεν άξιζε να πεθάνει. Πράγματα πουλούσε. Δεν ήταν ναρκωτικά», δηλώνει στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Σεϊχού Ντιάε, αδελφός του 39χρονου που σκοτώθηκε κυνηγημένος από άνδρες της Δημοτικής Αστυνομίας. Ο Σενεγαλέζος μετανάστης μικροπωλητής, πατέρας δύο παιδιών, βρήκε τραγικό θάνατο την περασμένη εβδομάδα στις γραμμές του ΗΣΑΠ.
 

Ads

Όπως καταγγέλλουν οι συγγενείς του, κυνηγήθηκε από τη δημοτική αστυνομία και, φθάνοντας σε αδιέξοδο, πήδηξε το φράχτη και έπεσε στις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Το μεσημέρι της Πέμπτης, πλήθος κόσμου, Έλληνες και μετανάστες, έδωσε το παρών στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας που πραγματοποιήθηκε έξω από το δημοτικό συμβούλιο, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της Κίνησης Ενωμένοι Ενάντια στο Ρατσισμό και το Φασισμό και άλλων αντιρατσιστικών οργανώσεων, καθώς και κοινοτήτων μεταναστών.
 
«Θέλω να μας πει αυτός που τον κυνηγούσε μέχρι πάνω από τη γέφυρα πώς έπεσε. Να βγει να πει “ζητάω συγγνώμη, αυτό έγινε”. Να μην κρύψει τίποτα. Γι’ αυτό που έκανε το παιδί δεν άξιζε να τον κυνηγήσουν μέχρι που να πεθάνει. Πράγματα πουλούσε. Δεν ήταν όπλα. Δεν ήταν ναρκωτικά. Εμπορεύματα ήταν. Θα μπορούσαν να τα κρατήσουν και να τον αφήσουν. Και σκύλος να ήταν, δεν άξιζε να τον κυνηγήσουν πάνω στη γέφυρα μέχρι να πέσει», τονίζει ο 47χρονος Σεϊχού Ντιάε, ο οποίος ζει χρόνια μετανάστης στην Ιταλία. Εκεί έμαθε το φοβερό νέο για τον θάνατο του αδελφού του, του Μπαμπακάρ.
 
Όπως εξηγεί το δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών
», ο Σεϊχού έφτασε προ ημερών στην Ελλάδα για να παραλάβει τη σορό του αδελφού του και να φροντίσει προσωπικά ότι η υπόθεση δεν θα μείνει στα μονόστηλα των εφημερίδων, άλλος ένας αδιευκρίνιστος θάνατος μετανάστη στην αφιλόξενη Αθήνα. Για να ζητήσει από το δήμο Αθηναίων να ανακαλέσει την εσπευσμένη ανακοίνωση, στην οποία αρνούνταν κάθε ανάμιξη της δημοτικής αστυνομίας, διαψεύδοντας τις μαρτυρίες από ανθρώπους και κάμερες. Για να δοθούν εξηγήσεις, αρχής γενομένης από το χθεσινό δημοτικό συμβούλιο.
 
Στο πλευρό του βρέθηκαν οι άνθρωποι της σενεγαλέζικης κοινότητας της Αθήνας, κι αυτοί μικροπωλητές οι περισσότεροι. Τον βοήθησαν με τα γραφειοκρατικά κωλύματα στο προξενείο, έτσι ώστε να μπορέσει να παραλάβει τη σορό του αδελφού του και να ζητήσει ιατροδικαστική εξέταση εκ μέρους της οικογένειας.
 
«Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να το κυνηγήσουμε δικαστικά. Να μην πετάξουμε πέτρες. Να μη βρίσουμε. Να μη σπάσουμε. Δεν είμαστε βάρβαροι. Δεν είμαστε τέτοιοι άνθρωποι. Θα είμαστε ειρηνικοί μέχρι να βρούμε την άκρη», έλεγαν χτες.
 
Από τα εννιά αδέλφια της οικογένειας του Μπαμπακάρ, τα τρία πήραν το δρόμο της μετανάστευσης. Ο Σεϊχού, μαζί με τη μία αδελφή του, στην Ιταλία, εργάτης σε εργοστάσιο που φτιάχνει φρένα για αυτοκίνητα. Ο Μπαμπακάρ στην Ελλάδα, μικροπωλητής. Είχαν χρόνια να ιδωθούν, από τη Σενεγάλη, σ” ένα ταξίδι του μεγαλύτερου αδελφού στα πάτρια εδάφη, πριν το 2008 οπότε μετανάστευσε ο μικρότερος. Ο Μπαμπακάρ δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στην Ιταλία κι ας το προσπάθησε πολλές φορές. Ο Σεϊχού δεν μπόρεσε να βρει χρόνο και χρήματα να επισκεφτεί την Ελλάδα.
 
Μιλούσαν όμως στο τηλέφωνο. Το τελευταίο μεγάλο τηλεφώνημα ήταν τον Μάιο. Ο Μπαμπακάρ τού έλεγε για τα προβλήματά του. Για τις οικονομικές δυσκολίες, το ζόρι της επιβίωσης, τα απαξιωτικά βλέμματα των περαστικών. Κυρίως, για το συνεχές κυνηγητό της δημοτικής αστυνομίας και το φόβο μιας ρατσιστικής επίθεσης. Ο Σεϊχού τον συμβούλεψε να φύγει, να γυρίσει στη Σενεγάλη. Να ράβει ήξερε. Θα έβρισκε μια ραπτομηχανή και θα κατάφερνε να τα φέρει βόλτα και να συνεχίσει να βοηθά την οικογένειά του κι από’ κει.
 
Ο μικρότερος είχε πειστεί, λέει ο Σεϊχού. «Όταν ήρθε, δεν ήξερε τι είναι η Ελλάδα. Δεν ήξερε τι δουλειά θα κάνει εδώ, πώς θα είναι τα πράγματα. Αν ήξερε όσα τον περίμεναν εδώ, δεν θα ερχόταν. Έψαχνε τρόπους να μπορέσει να φύγει, να γυρίσει πίσω. Αλλά δεν εστάθη δυνατό».

Διαβάστε επίσης για την υπόθεση στο tvxs.gr: