Ενάμιση περίπου μήνα μετά την ιστορική καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, η διαδικασία της σύλληψης 2 ηγετικών στελεχών της στην Ελλάδα και η διερεύνηση του κυπριακού της παραρτήματος – του ΕΛΑΜ – καθώς είναι παραπάνω από βάσιμες οι ενδείξεις σύστασης διεθνούς εγκληματικής οργάνωσης,  φαίνεται ότι δεν αποτελούν προτεραιότητες ούτε της ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης ούτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ads

Και αυτό το τελευταίο, αν αναλογιστούμε την ούτως ή άλλως δεδομένη και διαχρονική ανοχή ή εναγκαλισμό της ελληνικής και κυπριακής (ακρο)δεξιάς ελίτ με τους νεοναζί και τους νεοφασίστες, είναι το πιο ανησυχητικό.

Ο υπαρχηγός της Χρυσής Αυγής καταζητείται διεθνώς μετά το πρωτοφανές φιάσκο της ΕΛ.ΑΣ. να τον οδηγήσει πάραυτα στη φυλακή παρά τον υποτιθέμενο κλοιό που είχε σφίξει γύρω από τους κατηγορούμενους.

Η βάσιμη υπόθεση ότι η διαφυγή του αποφασίστηκε από κοινού με τον Μιχαλολιάκο αλλά και το γεγονός καθαυτό της διαφυγής, θα όφειλε να έχει ήδη στρέψει τον Χρυσοχοΐδη στην προτεραιοποίηση της σύλληψης. Άραγε, θα μπορούσε ο Παππάς να δραπετεύσει αν 5.000 αστυνομικοί, αντί ενόψει Πολυτεχνείου να επιστρέφουν την Αθήνα στο 1967 και να διασπείρουν τον κορονοϊό, είχαν αποστολή την διασφάλιση των συλλήψεων;

Ads

Από την άλλη, ο επίσης καταδικασθείς Λαγός, του οποίου, αυτή τη στιγμή που γράφεται το παρόν σημείωμα, η ευρωβουλευτική ασυλία δεν έχει ακόμα αρθεί, παίρνει τον λόγο και τοποθετείται κανονικά και με τον νόμο κατά τη συζήτηση για την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου (Βαρώσια) στο Ευρωκοινοβούλιο και στις Βρυξέλλες είναι απλά Τρίτη.

Την ίδια περίοδο που ευρωβουλευτές ζητούν να απαγορευτούν οι Γκρίζοι Λύκοι (η ακτιβιστική πτέρυγα του εθνικιστικού κόμματος του Μπαχτσελί, εταίρου του Ερντογάν), η Ευρωβουλή εξακολουθεί να παρέχει στέγη και χρήμα στους…μαύρους λύκους.

Τέλος, στην Κύπρο, παρά το κύμα διαμαρτυριών την επαύριο της καταδίκης της Χρυσής Αυγής και παρά την δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα με την οποία άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για έρευνα, το ΕΛΑΜ όχι μόνο δεν έχει ενοχληθεί από τις αρχές αλλά συνεχίζει τη δράση του. Λίγο πριν τις τουρκοκυπριακές εκλογές, πυρήνας του συμμετείχε σε επεισόδια στο οδόφραγμα της Δερύνειας ενώ κατά τους πανηγυρισμούς για την νίκη Τατάρ, οπαδοί του νεοκλεγέντα ηγέτη δεν δίσταζαν να δηλώσουν on camera ότι «στην ελληνοκυπριακή πλευρά έχουμε καλούς φίλους όπως τους Ελαμίτες».

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν όλη αυτή η ελευθερία κινήσεων που έχει δοθεί σε στελέχη και πυρήνες της εγκληματικής οργάνωσης οφείλεται σε κάποια κοινή συνισταμένη. Αβελτηρία εθνικών και ευρωπαϊκών κατασταλτικών μηχανισμών; Πολιτικές ή άλλες πιέσεις; Απλά αδιαφορία των ελίτ αφού έκαναν το αυτονόητο καθήκον τους με την δικαστική απόφαση της 7ης Οκτώβρη;

Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση που οφείλει να δοθεί, όπως και σε όλη τη διάρκεια του σύγχρονου αντιναζιστικού αγώνα, είναι πρωτίστως πολιτική. Η κοινή στάση του ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και Μέρα 25 ενάντια στην ολοκληρωτική εκτροπή κατά την επέτειο της 17ης Νοέμβρη, παρά το συγκυριακό της υπόβαθρο, είναι ένα ιστορικό που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να αξιοποιηθεί και να διευρυνθεί.

Μαζί με το ΑΚΕΛ, τον Μουσταφά Ακιντζί που επαναδραστηριοποιείται και τις τουρκοκυπριακές δυνάμεις που πρόσφατα κατέβασαν 10.000 διαδηλωτές στους δρόμους των κατεχομένων ενάντια στον Ερντογάν και τον Τατάρ, η ελληνική και κυπριακή αριστερά οφείλουν να βάλουν πλώρη για την οριστική εξάρθρωση των εναπομεινάντων ναζιστικών πυρήνων.

Σε μια περίοδο όπου η τουρκική προκλητικότητα έχει αποχαλινωθεί, την ώρα που οι σταθερές μιας δίκαιης επίλυσης του Κυπριακού διαταράσσονται και, κυρίως, την ώρα που η αμερικανική εξωτερική πολιτική επαναχαράσσει την στρατηγική της στην περιοχή, ο εξωστρακισμός του εθνικισμού δεν είναι ένα δευτερεύον πολιτικό ζητούμενο αλλά, αντίθετα, ίσως αναδειχθεί σε λυδία λίθο των εξελίξεων.