«Χρωστώ, ως εκ τούτου, μια συγγνώμη τόσο στον ίδιο τον Γιώργο Κατρούγκαλο όσο και στους αναγνώστες, καθώς δεν εγνώριζα (και ούτε θα μπορούσα να υποθέσω, εξ ου και η αφέλεια) ότι η απώλεια των μαλλιών του πρώην υπουργού οφείλεται σε θεραπεία». Αυτό ήταν το απολογητικό σχόλιο του δημοσιογράφου της «Καθημερινής» Στέφανου Κασιμάτη για όσα πικρόχολα και απρεπή έγραψε περί «βοστρύχων» του δοκιμαζόμενου και φανερά εξασθενημένου τέως υπουργού. «Από τότε που βρέθηκε η συγγνώμη χάθηκε το φιλότιμο» θα πουν μερικοί. Πόσω μάλλον όταν η συγγνώμη είναι μισή και αποδίδεται σε … αφέλεια. Ο Στέφανος Κασιμάτης δεν είναι αφελής, αλλά κατ’ εξακολούθησιν κακοήθης, αφού συστηματικά  χρησιμοποιεί ρατσιστικούς και σεξιστικούς όρους για να νοστιμίσει τη συχνά μεροληπτική (biased) και πάντοτε άνοστη κριτική του.

Ads

Έχοντας υποπέσει σε μια ακόμα μεγαλύτερη γκάφα, ο κ. Γκίκας Μαγιορκίνης, αντικαταστάτης του κ. Τσιόδρα στην τακτική ενημέρωση για την Covid-19, δεν ζήτησε όμως ούτε καν αυτή τη μισή συγγνώμη. Αφού πρώτα προκάλεσε με τις δηλώσεις του, ισχυριζόμενος ότι είναι καλύτερα να έχουμε τάξεις 25 παιδιών -αντί για 15- στο σχολείο, επιχείρησε μετά να μας «εξηγήσει» μ’ ένα γραφικό τα Μαθηματικά του παραλόγου που χρησιμοποιεί.

Δεν θα υπεισέλθω σε τεχνικές λεπτομέρειες, αλλά μερικά αριθμητικά στοιχεία είναι απαραίτητα για να συνεννοηθούμε. Στην πρόσφατη ανάρτησή του, ο  κ. Μαγιορκίνης κάνει μια σύγκριση ανάμεσα σε μια υποθετική τάξη 15 μαθητών και μια τάξη 25 μαθητών, που φιλοξενούνται σε αίθουσες με το ίδιο εμβαδόν. Στην πρώτη ομάδα, οι μαθητές είναι διατεταγμένοι σε δύο στήλες, με έναν μαθητή ανά θρανίο και απόσταση μαθητή-μαθητή μεγαλύτερη του 1.5 μέτρου (όριο ασφαλείας). Στη δεύτερη ομάδα, οι πρώτοι 18 μαθητές είναι τοποθετημένοι ανά δύο σε κάθε θρανίο (απόσταση μικρότερη του 1.5 μέτρου) και οι επόμενοι 7 όπως στην πρώτη ομάδα ανά ένας.

Σε αυτή τη διάταξη, εάν υπολογίσουμε τον αριθμό των συνδυασμών -δηλαδή των επαφών- μεταξύ δύο (οποιωνδήποτε) μαθητών μέσα στην αίθουσα (n choose k, με n=15,  k=2 και επιτρέποντας επαναλήψεις), προκύπτει ότι η πιο «συνωστισμένη» ομάδα των 25 θα έχει 325 δυνητικές επαφές, ενώ η πιο «αραιή» ομάδα θα έχει 120 επαφές μαθητή-μαθητή. Το ζήτημα είναι πόσες από αυτές τις επαφές είναι επικίνδυνες -δηλαδή μικρότερες του 1.5 μέτρου.

Ads

Η απάντηση είναι εύκολη προκειμένου περί 15 μαθητών: οι επικίνδυνες επαφές είναι μηδέν, διότι σε όλες τις περιπτώσεις η απόσταση μαθητή-μαθητή είναι μεγαλύτερη του 1.5 μέτρου. Στην περίπτωση όμως των 25 μαθητών, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι οι πρώτοι 18 είναι «παστωμένοι», υπάρχουν δηλαδή δύο μαθητές ανά θρανίο και κάθε μαθητής που κάθεται προς τον διάδρομο, ανάμεσα στις δύο στήλες, είναι αρκετά κοντά στον μαθητή που κάθεται στο άλλο θρανίο της ίδιας σειράς. Ο αριθμός αυτών των επικίνδυνων επαφών είναι λοιπόν 13 το σύνολο. Επαναλαμβάνω για να το ξεκαθαρίσω: όπως προβλέπουν τα Μαθηματικά και επισημαίνει ο ίδιος ο κ. Μαγιορκίνης, οι επικίνδυνες επαφές στην ομάδα των 15 μαθητών είναι 0 στις 120, ενώ στην ομάδα των 25 μαθητών είναι 13 στις 325 – δηλαδή 4%. 

Η σύγκριση δεν τελειώνει όμως εδώ. Προφανώς, για να γίνει το μάθημα σε 25 μαθητές (σύνολο), η τάξη των 15 πρέπει να επαναληφθεί (σχεδόν) δυο φορές (15+10). Αυτό βέβαια δεν θα συμβεί εάν η ομάδα αποτελείται από 25 μαθητές. Οπότε, ο κ. Μαγιορκίνης αναπτύσσει τον εξής συλλογισμό -αυτή τη φορά χωρίς πολλά-πολλά Μαθηματικά: αφού μιλάμε για έναν μικρό (!?) κίνδυνο της τάξεως του 4% στην τάξη των 25 και για διπλασιασμό του όποιου κινδύνου στην τάξη των 15+10 (κυρίως για τον εκπαιδευτικό, αλλά ενδεχομένως και για τους μαθητές), δεν έχουμε σοβαρό πλεονέκτημα μειώνοντας το μέγεθος της ομάδας.

Ποιο είναι το λάθος; Ότι το 4% θα είναι πάντα μεγαλύτερο από το 2Χ0%, ή ακόμα και το … 150.000Χ0%!! Το «επιχείρημα» περί κινδύνου του εκπαιδευτικού είναι επίσης άκυρο, γιατί απλούστατα οι δύο τάξεις των 15 + 10 μαθητών (για να συμπληρωθούν οι 25) θα μπορούσαν να γίνουν από διαφορετικά πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ακολουθήσουμε μέχρι τέλους τη λογική Μαγιορκίνη, στην μεν περίπτωση της τάξης των 15 τα πιθανά κρούσματα μέσα στην αίθουσα θα παραμείνουν τα ίδια, ενώ στην ομάδα των 25 τα κρούσματα θα πολλαπλασιαστούν-ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, όπου οι μαθητές δεν μετακινούνται και δεν «σκύβουν» ο ένας προς το μέρος του άλλου.

Συγγνώμη -ολόκληρη!- αν σας κούρασα· ήταν απαραίτητο. Θα συνεχίσω όμως σαδιστικά και χωρίς οίκτο για όσους έφτασαν να διαβάσουν μέχρι εδώ, προσθέτοντας στην κούραση και στενοχώρια -τουλάχιστον όση στενοχώρια αισθάνθηκα κι εγώ διαβάζοντας το βιογραφικό του Γκίκα Μαγιορκίνη.

Ο επίκουρος καθηγητής Μαγιορκίνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλλίπολη του αγαπημένου μου Πειραιά. Από μικρός αγαπούσε τα Μαθηματικά, αλλά στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας μπήκε το 1997,  με τη δεύτερη προσπάθεια, όπως λέει ο ίδιος. Από το δεύτερο έτος τον κέρδισε η έρευνα και άρχισε να δουλεύει ερευνητικά με τον καθηγητή Άγγελο Χατζάκη. Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βιοστατιστική και τη Μοριακή Επιδημιολογία Ιογενών Λοιμώξεων. Μετά, ειδικεύτηκε στη Βιοπαθολογία και εργάστηκε από το 2010 μέχρι το 2017 στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ως μεταδιδακτορικός ερευνητής, υπότροφος «Marie Curie» και υφηγητής του Ιατρικού Συμβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου. Από το 2013 μέχρι το 2017 εργάστηκε ως άμισθος επιμελητής κλινικής ιολογίας στο Τμήμα Αναφοράς Ιών, στον οργανισμό Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας (Public Health England) στο Colindale του Λονδίνου. Ο κ. Μαγιορκίνης έχει λάβει αρκετά βραβεία και έχει δημοσιεύσει περισσότερες από 60 εργασίες σε πρώτης γραμμής επιστημονικά περιοδικά.

Πρόκειται ομολογουμένως για ένα εντυπωσιακό βιογραφικό, για ένα παιδί απ’ την Καλλίπολη που κοπίασε πολύ. Η μικρή ηλικία του κ. Μαγιορκίνη κάνει το βιογραφικό του εντυπωσιακότερο. Αν όμως άνθρωποι με αυτές τις περγαμηνές υποπίπτουν σε τέτοια παιδαριώδη λάθη, αναρωτιέται κανείς τι συμβαίνει. Για ό,τι αξίζει, η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι ο κ. Μαγιορκίνης δεν είναι απολογητής της κυβέρνησης και δεν προσπαθεί συνειδητά να καλύψει το υπουργείο Παιδείας -που ως γνωστόν έχει ιδιότυπες σχέσεις με τα Μαθηματικά. Νομίζω, αντίθετα, ότι ο νέος αυτός επιστήμονας είναι ένας έξυπνος και σοβαρός άνθρωπος, που προσπαθεί στο μέτρο των δυνάμεών του να κάνει το σωστό. Τότε όμως, θα με ρωτήσετε, πώς εξηγούνται όλα αυτά -και ενδεχομένως άλλα στα οποία δεν αναφερθήκαμε;

Η άποψή μου είναι ότι εδώ έχουμε μια περίπτωση υπερβάλλοντα ζήλου, όπου ένας ευφυής επιστήμων παρασύρεται από τη φιλοδοξία του να πει κάτι πρωτότυπο και αντίθετο στα τετριμμένα. Είναι φανερό ότι -συνειδητά ή υποσυνείδητα- ο κ. Μαγιορκίνης βάζει τον εαυτό του στη θέση του εθνικού ήρωος Τσιόδρα.  Ακολουθώντας αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο, ξεχνάει όμως το βασικό δόγμα «παρατήρηση-πείραμα-ερμηνεία», που διέπει όλες τις Θετικές Επιστήμες. Ανάλογα λάθη έχουμε κάνει όλοι μας κατά καιρούς, αλλά εδώ η περίπτωση είναι ιδιάζουσα για δύο λόγους: πρώτον, διότι οι εκτιμήσεις του κ. Μαγιορκίνη έχουν άμεσο αντίκτυπο στη δημόσια υγεία· δεύτερον, γιατί η επιλογή των «αρίστων στα χαρτιά» -και πόσω μάλλον των «μη αρίστων» όπως ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ- δεν εγγυάται απ’ ό,τι φαίνεται το λεγόμενο «καλό της κοινωνίας».

Είναι μεγάλο το θέμα. Γνώση ή εμπειρία; Ανιδιοτέλεια ή «καπατσοσύνη» και αποτελεσματικότητα; Εργατικότητα ή πολυμέρεια; Ποιος διδάσκει -και πού- τί είναι «πιθανό» και τί «απίθανο», τί είναι ρεαλιστικό και τί «ακραίο», τί είναι «εξειδίκευση» και τί «υπερ-εξειδίκευση»; Τί νόημα και τί βάρος έχουν όλα αυτά τα πτυχία και τα διπλώματα «από το Harvard», με τα οποία έχει εξοπλιστεί η πολιτική αφρόκρεμα από Κώστα Καραμανλή έως Κυριάκο Μητσοτάκη; Και λίγο πιο σοβαρά: όταν μιλάμε για βάσεις εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, για δεξιότητες, για προγράμματα σπουδών και εξετάσεις στα ΑΕΙ, για μεταπτυχιακά, με βάση ποιους κανόνες και ποια κριτήρια αποφασίζουμε; Η υπεύθυνη -και γενναία- στάση του καθηγητή Δερμιτζάκη πριν από λίγες μέρες μας υπενθύμισε ότι η εθνική στρατηγική στην Παιδεία και την Έρευνα δεν μπορεί να είναι συνάρτηση της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας. Εντάξει, καπιταλισμό έχουμε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα βολευόμαστε εσαεί με “Greek Statistics” και «δήθεν». 

Μήπως θα έπρεπε να εντάξει ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και κάτι τέτοια «δευτερεύοντα» ζητήματα στον προσυνεδριακό του διάλογο;