Στην ακολουθία της Ανάστασης ακούμε το κατά Μάρκον ευαγγέλιο με τις τρεις γυναίκες που πήγαν στον τάφο και συνάντησαν τον λευκοντυμένο νεαρό. Ο Ιωάννης (20,16) έχει μια διαφορετική και πιο ενδιαφέρουσα περιγραφή.

Ads

Η Μαρία Μαγδαληνή πηγαίνει στον τάφο και βλέπει τον Ιησού αλλά δεν τον αναγνωρίζει. Της λέει ο Ιησούς “γιατί κλαίς; ποιόν ζητάς;” Η Μαρία τον περνάει για κηπουρό και απαντάει “Αν τον βάστηξες εσύ, πες μου που τον έβαλες κι εγώ θα τον πάρω.” Της λέει ο Ιησούς, “Μαρία” και αυτή απαντάει “Δάσκαλε”.  Της λέει ο Ιησούς: “ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν.” «Μη με αγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου. Αλλά πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους· ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου και δικό σας Πατέρα, και Θεό μου, όπως επίσης και Θεό σας.»

Μη μου Άπτου – Άγγιξε με

Τι σημαίνει μη με αγγίζεις, μη με ακουμπάς, μόνο σ’ αυτό το μη άγγιγμα βρίσκεται η αλήθεια και η αγάπη; Το Θείο κτίζεται καθ’ εικόνα και ομοίωση ενός σώματος που δεν βρίσκεται στον άδειο τάφο. Μόνο μέσα από την αναχώρηση και την απουσία, μόνο αν δεν τον αγγίζουμε, υπάρχει ο Θεός στα εγκόσμια. Δεν βρίσκεται στον τάφο ή τον επιτάφιο, δεν τον φιλάμε στον άδειο σταυρό την Παρασκευή και το πρωί του Σαββάτου, ούτε τον αντικρίζουμε μαζί με τις Μαρίες το βράδυ της Ανάστασης. Ο θεός είναι απών, ήρθε για να μην έρθει, έφυγε, δεν μπορούμε να τον αγγίξουμε. Δεν μπορούμε να το κάνουμε κτήμα μας, δεν τον κρατούν τα κεριά, οι σταυροί, τα αφιερώματα και τα λουλούδια.

Ads

Ας αφήσουμε τον νεκρό στους νεκρούς, ας αφήσουμε τον Ιησού στον πατέρα του, αποστασιοποιημένο στο θεϊκό του σπίτι. Δεν πάτησε τον θάνατο, ούτε χάρισε ζωή στους νεκρούς. Έφυγε, πήγε στον πατέρα του, αγίασε τον θάνατο. Η ανάσταση ιεροποιεί τον θάνατο, θεοποιεί την ανθρώπινη περατότητα. Ανάσταση είναι η κένωση, το άδειασμά του θείου. Η μετά θάνατο δεύτερη ενσωμάτωση του Ιησού ολοκληρώνεται στην αναχώρηση, την απουσία του θεού. Δεν πάτησε τον θάνατο, ούτε χάρισε ζωή στους νεκρούς. Έφυγε, πήγε στον πατέρα του, άγιασε τον θάνατο. Η ανάσταση αγιοποιεί τον θάνατο, θεοποιεί την ανθρώπινη περατότητα. Ανάσταση, η κένωση του θείου, το άδειασμα του, η δεύτερη ενσωμάτωση που γίνεται αναχώρηση, απουσία, το τεράστιο κενό αυτού που δεν υπήρξε ποτέ.

“Μη μου άπτου”. Η αφή, το άγγιγμα, η πιο ανθρώπινη αίσθηση. Όταν ακουμπάω το χέρι σου, ξέρω ότι είμαι με τον άλλο, μαζί. Ακουμπώντας, χαϊδεύοντας, φιλώντας, γίνομαι άνθρωπος. Γι’ αυτό ο Ιούδας φίλησε τον Χριστό, για να τον κάνει άνθρωπο που πεθαίνει. Αλλά ο αναστημένος Χριστός δεν είναι άνθρωπος. Το σώμα δεν έχει ύλη, δεν μπορείς να το ακουμπήσεις. Μη μου άπτου. Δεν μπορείς να αγγίξεις τον Θεό ή την αλήθεια. Μόνο από μακριά, σε σκιές και οράματα, σε θαύματα και παραμύθια. Αγάπη είναι να δίνεις αυτό που δεν έχεις.

Αλλά για να αγαπήσεις πρέπει να ακουμπήσεις τον άλλο. Όσοι μας είπαν, μην αγγίζετε, μην αγκαλιάζεστε, μην φιλιέστε δεν μας παίρνουν την θρησκεία, ούτε τις εκκλησίες, αλλά αυτό που μας κάνει ανθρώπους. Αυτό που θέλει η Μαγδαληνή, η γυναίκα των γυναικών, ο άνθρωπος των ανθρώπων, είναι το άγγιγμα, το σώμα, η σάρκα. Όχι γιατί αμφιβάλλει σαν τον Θωμά και θέλει να βάλει το δάκτυλο στον «τύπον των ήλων», αλλά γιατί το άγγιγμα είναι το ανθρώπινο, η αγάπη, η αλήθεια.

Θα αγγιχτούμε, θα χαϊδέψουμε, θα φιλήσουμε ξανά. Η ζωή εν τάφω θα γίνει η νέα ζωή. Θα ξαναβρούμε την αλήθεια, την αφή της αγάπης. Το «Μη μου Άπτου» του θεού, γίνεται “Ακούμπα με, Φίλα με, Κάνε με άνθρωπο”. Το άγγιγμα του άλλου με κάνει αθάνατο στη θνητότητα μου.