Ως «στρατηγική της έντασης», όρος που καθιερώθηκε στη διάρκεια των ιταλικών «Μολυβένιων Χρόνων», κατά τα τέλη του 1960 μέχρι τις αρχές του 1980, έχει επικρατήσει να ονομάζεται η στρατηγική που εκπονείται από τους βασικούς αρμούς ενός κράτους (δικαστικό σύστημα, αστυνομία, στρατός κτλ.) και αφορά στην υπόγεια εκ μέρους τους ενθάρρυνση της συλλογικής πολιτικής αυτοδικίας αλλά και ευρύτερα της βίαιης πολιτικής αναταραχής. Ό,τι δηλαδή, με περισσή απλούστευση, στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου, ονομάστηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες «πολιτική τρομοκρατία».

Ads

Οι αιτίες που οι μηχανισμοί ενός κράτους απεργάζονται μια στρατηγική της έντασης αφορούν κυρίως στην επιδίωξη επανασταθεροποίησης της πολιτικής εξουσίας σε όφελος της ελίτ η οποία κλονίζεται είτε από την ραγδαία ισχυροποίηση ενός εναλλακτικού πόλου που διεκδικεί δημοκρατικές αλλαγές στο status quo, είτε από την γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια είτε – πιο σύνηθες- και από τα δύο μαζί.

Η μέθοδος απλή: το κράτος δημιουργεί τις προϋποθέσεις για το ξέσπασμα αυθεντικών ή σκηνοθετημένων βίαιων απαντήσεων από ομάδες που αμφισβητούν ένοπλα τη δημόσια τάξη. Το αίμα συχνά ωφελεί την κυβέρνηση που το προκαλεί καθώς επικαλείται την έκρυθμη κατάσταση για να πείσει το εκλογικό σώμα ότι απαιτείται παλινόρθωση της πολιτικής κανονικότητας με εγγυητή την ίδια. Αυτή η «επιστροφή στην κανονικότητα» συνοδεύεται συχνά από έκτακτους περιορισμούς των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Εκτός από τα γνωστά ιστορικά παραδείγματα της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Τουρκίας της περιόδου 1960-1980, αξίζει να αναλογιστούμε πώς από την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στις 6.12.2008 και τη συνεπακόλουθη εξέγερση, οδηγηθήκαμε στην άγρια και πολιτικά εξηγήσιμη άγρια καταστολή των λαϊκών και δημοκρατικών κινημάτων που αντιδρούσαν στον μνημονιακό πάγο ο οποίος κάλυψε κεκτημένα δεκαετιών, δικαιώματα και ελευθερίες.

Τι προσέφερε κοινωνική νομιμοποίηση στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, στη 17Ν, στη RAF Μπάαντερ-Μάινχοφ αλλά και σε νεότερες εκφάνσεις του ίδιου φαινομένου όπως ο Επαναστατικός Αγώνας και οι Πυρήνες της Φωτιάς; Αν νιώθουμε ότι έχουμε επαρκείς απαντήσεις ως προς τις παρελθοντικές αυτές καταστάσεις, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τις ξαναθυμηθούμε.

Ads

Η μη φυλάκιση του παιδοβιαστή Λιγνάδη, εκτός από απόφαση έμπλεη ανάλγητου φανατισμού, είναι μια κορυφαία επίδειξη πυγμής από το βαθύ κράτος που καλείται να δώσει πολιτικό χρόνο και χώρο στις ελίτ της χώρας.

Η αποφυλάκιση Κορκονέα και η κατ’ έφεση ακύρωση της ισόβιας κάθειρξης, εκτός από αρρωστημένα εκδικητική απέναντι στη μνήμη, είναι μια ευθέως διατυπωμένη απειλή που απευθύνεται στους γονείς και τη νέα γενιά. Το ίδιο και η απόφαση επί των κατηγορουμένων (αστυνομικών και πολιτών) για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου.

Η αποφυλάκιση Φουρθιώτη, εκτός από το κεντρικοπολιτικό της ενδιαφέρον λόγω της εμπλοκής του Μαξίμου στην υπόθεση, επισφραγίζει την απόφαση της παρούσας κυβέρνησης και κυρίως του συστήματος εξουσίας που τη στηρίζει να διακηρύξει την επίσημη σύζευξη κράτους και υποκόσμου.

Όλες οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις έχουν ως κοινό το ότι αρνούνται να συνυπολογίσουν τον κοινωνικό αντίκτυπο που θα έχουν. Εμφανίζονται σαν «τεχνοκρατικές» αποφάσεις, σαν μαθηματική ερμηνεία και εφαρμογή δήθεν ουδέτερων και κοινωνικά μη φορτισμένων διατάξεων της ποινικής δικονομίας.

Οι πολύκροτες δικαστικές υποθέσεις της περιόδου εμφανίζονται από το κράτος σαν μια απλή νομική εξίσωση της οποίας η επίλυση υπακούει σε απρόσωπους φυσικούς και όχι κοινωνικούς και δικαιοπολιτικούς νόμους. Το δε «κοινό περί δικαίου αίσθημα», διαχρονικά βασικό κοινωνικό αντίβαρο στην απόλυτη ελευθερία της δικαστικής κρίσης, επιδιώκεται να περιγραφεί ως ένα αριθμητικό λάθος που αλλοιώνει το αποτέλεσμα αυτής της μηχανιστικής εξίσωσης. Με λίγα λόγια, σαν να μην υπήρξαν θύματα. Σαν να μην βιάστηκαν ποτέ δύο παιδιά από τον Λιγνάδη, σαν να μην δολοφονήθηκε ποτέ ο Γρηγορόπουλος από τον Κορκονέα, σαν να μην έχει κατηγορηθεί ποτέ ο Φουρθιώτης για συμβόλαια θανάτου.

Στα παραπάνω, οφείλει κανείς να συνυπολογίσει την εναγωνία προσπάθεια της κυβέρνησης να βάλει την αστυνομία μέσα στα πανεπιστήμια, παρ’ ότι γνωρίζει ή ακριβώς επειδή γνωρίζει ότι η ένταση που αυτό θα προκαλέσει, μπορεί να εκτραπεί σε τραγικές εξελίξεις.

Η υπόθεση Λιγνάδη, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, είναι ένα ιδανικό σκηνικό για την αναθέρμανση της «στρατηγικής της έντασης». Η δικαστική εξουσία δρα ως agent provocateur που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να οδηγήσει στη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση των αντιδράσεων απέναντι σε κραυγαλέα άδικες αποφάσεις της.

Το βαθύ κράτος αντικειμενικά εκτρέφει την αντιβία, την νέα γενιά εγχώριας τρομοκρατίας. Ας αναλογιστούμε τί σημαίνει κάτι τέτοιο σε καιρούς που εγκυμονούν οξεία πολιτική σύγκρουση στους θεσμούς και τους δρόμους. Οι δε εμπνευστές σεναρίων τεχνοκρατικής κυβέρνησης που ‘’θα εκκαθαρίσει το πολιτικό κλίμα από την τοξικότητα’’, αναζητούν τη χρυσή αφορμή για να πλήξουν καθοριστικά τις αντιστάσεις του πολιτεύματος τοποθετώντας στην κεφαλή της εξουσίας, για μια ακόμη φορά, μη εκλεγμένο εκπρόσωπο της ελίτ. Το αίμα θα ήταν, εκ του αποτελέσματος, η ιδανικότερη αφορμή απ΄ όλες.