Παρόμοιες απόψεις με αυτές της Ρόζας Λούξεμπουργκ και αντίστοιχη ανάλυση της οθωμανικής κοινωνίας συναντούμε το 1908 στη σοσιαλιστική εφημερίδα «Ο Λαός» της Κωνσταντινούπολης του Ν. Γιαννιού: «Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους χριστιανούς και τους Εβραίους παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους μεταχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονταν μόνο, βάζοντάς τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν τον μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες μόνο οι μουσουλμάνοι ήτανε γεωχτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλλαχτα όπως οι δούλοι στον Μεσαίωνα…»(1).

Ads

Μια μεσαιωνική κοινωνία

Η Λούξεμπουργκ αναλύει με εξαιρετική ακρίβεια τη δομή της οθωμανικής κοινωνίας. Γράφει ότι στις αρχές του 19ου αιώνα «ήταν μια χώρα με ανταλλακτική οικονομία, στην οποία η κάθε εθνικότητα, κάθε επαρχία και κάθε κοινότητα ζούσε τη δική της διακριτή ύπαρξη, υπέφερε υπομονετικά τα μαρτύρια στα οποία είχε συνηθίσει και αποτελούσε τη βάση για έναν ανατολίτικο δεσποτισμό».

Αναφέρει τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που βασίστηκαν «σε ένα παράξενο μείγμα σύγχρονων και μεσαιωνικών αρχών», οι οποίες «κατήργησαν τη φεουδαρχική κυβέρνηση και στη θέση της εισήγαγαν μια συγκεντρωτική γραφειοκρατία, έναν μόνιμο στρατό και ένα νέο οικονομικό σύστημα». Αναλύει υποδειγματικά τις νέες σχέσεις που διαμορφώθηκαν στην οθωμανική ύπαιθρο από τους πασάδες, τους καδήδες (δικαστές), τους γεωργικούς φοροεισπράκτορες και τους Τούρκους γαιοκτήμονες, όπου «η γραφειοκρατία εμφανίζεται ως ειδική, πολυάριθμη κατηγορία του πληθυσμού, που αφ’ εαυτής εκπροσωπεί άμεσα έναν οικονομικό παράγοντα και η ύπαρξη της οποίας χρηματοδοτείται απ’ την επαγγελματική λεηλασία του λαού».

Ads

Η Λούξεμπουργκ αποδεικνύει ότι η αλλαγή που έφεραν οι μεταρρυθμίσεις αποσύνθεσαν τον παλιό απολυταρχικό και καταπιεστικό κόσμο και επέφεραν μια αστάθεια που οφειλόταν στο ακανόνιστο φορολογικό σύστημα, στις κυμαινόμενες σχέσεις της ιδιοκτησίας της γης και στη μετατροπή του φόρου σε είδος σε χρηματικό φόρο. Εντοπίζει το γεγονός ότι λόγω της οθωμανικής πολιτικής και πολιτειακής δομής απουσιάζουν οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την εμφάνιση μιας αστικής τάξης και την ανάπτυξη καπιταλιστικών μορφών παραγωγής, οι οποίες μορφές θα επέτρεπαν να αντιμετωπιστεί το πλήρες οικονομικό αδιέξοδο. Το ξεπέρασμα της πρωτόγονης αγροτικής γεωργίας και η απαλλαγή από σχέσεις ιδιοκτησίας που είχαν μισοφεουδαρχικό χαρακτήρα θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με την ανάπτυξη καπιταλιστικών μορφών παραγωγής. Η Λούξεμπουργκ επισήμαινε ότι αυτή η αναγκαιότητα αλλαγής δεν μπορούσε να πραγματωθεί γιατί «δεν υπήρχε ούτε υπάρχει η βάση για μια τέτοια μετατροπή ή μια κοινωνική τάξη που θα μπορούσε να την εκφράσει».
Με τον τρόπο αυτό ερμήνευε τις μεγάλες συγκρούσεις και τις εθνικές εξεγέρσεις. Ήταν απόρροια μιας ιστορικής διαδικασίας μετάβασης σε ένα άλλο στάδιο εξέλιξης, από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, «αναπτυσσόμενη με το αναπόφευκτο του νόμου της φύσης».

Και κατάληγε στο συμπέρασμα: «Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελείται από διαφορετικές χώρες. Κανένα υλικό συμφέρον, καμιά κοινή εξέλιξη που θα μπορούσε να τις συνδέσει δεν είχε δημιουργηθεί! Αντίθετα, η καταπίεση και η αθλιότητα της κοινής υπαγωγής στο τουρκικό κράτος γίνονται όλο και μεγαλύτερες! Έτσι δημιουργήθηκε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να αποσπαστούν από το σύνολο και να αναζητήσουν μέσα από μια αυτόνομη ύπαρξη το δρόμο για μια καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Και έτσι η ιστορική καταδίκη εκδόθηκε για την Τουρκία: βάδιζε προς τη διάλυση…».

Διαβάστε επίσης:

Διάλυση στα εξ ων συνετέθη ως προϋπόθεση για την εξέλιξη

Η Λούξεμπουργκ θεωρούσε ότι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (την οποία αναφέρει ως «Τουρκία») αποτελεί όρο για την εξέλιξη. Γράφει: «Γι’ αυτό πρέπει να χαθεί, όχι ως μορφή διακυβέρνησης, αλλά ως κράτος. Όχι μέσω της ταξικής πάλης, αλλά μέσα από την πάλη των εθνοτήτων».
Μόνο στην περίπτωση αυτή η Λούξεμπουργκ διατυπώνει τη θέση ότι τα εθνικά κινήματα των χριστιανικών λαών ταυτίζονται και εκφράζουν το ταξικό κίνημα. Και εξηγεί γιατί τα εθνικά κινήματα στην Πολωνία, στην Αλσατία-Λωρραίνη ή στη Βοημία έχουν έναν αντιδραστικό ρόλο και ακριβώς γι’ αυτό η Σοσιαλδημοκρατία θα έπρεπε να σταθεί αντιμέτωπη και να απορρίψει τις αποσχιστικές τάσεις, οι οποίες υπονόμευαν το εργατικό κίνημα. Γράφει: «Αλλά στο ζήτημα των εξεγέρσεων στην Τουρκία η κατάσταση είναι διαφορετική: οι χριστιανικές περιοχές της υπάγονται στην Τουρκία μόνο με τη βία. Δεν έχουν εργατικό κίνημα, παρακμάζουν λόγω μιας φυσικής κοινωνικής ανάπτυξης και επομένως οι βλέψεις για ελευθερία μπορεί εδώ να γίνονται αισθητές μόνο σε έναν εθνικό αγώνα. Άρα η θέση μας δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιδέχεται καμιά αμφιβολία».

Ένα μήνα αργότερα με ένα νέο άρθρο με τίτλο «Για την πολιτική του Vorwarts στο Ανατολικό Ζήτημα» ασκεί σφοδρή κριτική σε μια παλιά άποψη που επιβίωνε ακόμα σε μια τάση του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, ότι δηλαδή τα εθνικά κινήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υποκινούνται από τη Ρωσία και έχουν ως βάση αποκλειστικά και μόνο τον οικονομικό παράγοντα. Και ότι, αντιθέτως, η Τουρκία ήταν αυτή που έπρεπε να έχει τη συμπάθεια των σοσιαλδημοκρατών γιατί εξαιτίας της ανάμειξης της ευρωπαϊκής διπλωματίας στις τουρκικές υποθέσεις η χώρα αυτή μετατράπηκε σε «αντικείμενο εκμετάλλευσης και έρμαιο πολιτικών ραδιουργιών». Η τάση αυτή υποβάθμιζε εντελώς τις σφαγές κατά των Αρμενίων θεωρώντας ότι είναι αποκυήματα της φαντασίας και καλλιεργούσε μια αρνητική εικόνα: «…μας διαβεβαιώνεται ότι όλοι οι Αρμένιοι χωρίς εξαίρεση είναι ένας (πρόστυχος) ευτελής λαός, που είναι μισητός παντού, ότι οι θηριωδίες υπάρχουν μόνο στο χαρτί…» (2). Ο κύριος εκφραστής της τάσης αυτής είναι ο Λίμπνεχτ (3). Με την τάση αυτή ταυτίζεται και ο Λένιν, ο οποίος θεωρεί τον Λίμπνεχτ ως το πρότυπο του μαρξιστή και επαναστάτη (4) –και έτσι ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό η αμέριστη βοήθεια που προσφέρει προς το εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ.

Η Λούξεμπουργκ κατηγορεί την τάση αυτή ότι έχει παραμείνει στα δεδομένα του Κριμαϊκού Πολέμου. Της αποδίδει ανικανότητα κατανόησης των μεγάλων αλλαγών που έχουν επιφέρει η εξέλιξη και η αλλαγή των παγκόσμιων πλέον οικονομικών όρων: «Η αποσύνθεση της Τουρκίας είναι μια φυσική και αναγκαία συνέπεια της εσωτερικής οικονομικής αποσύνθεσης, που προκλήθηκε εξ αιτίας της χρηματο-οικονομίας και του εκσυγχρονισμένου κρατικού μηχανισμού και ότι παραπέρα για μας η εξελικτική αυτή διαδικασία, που δεν είναι δυνατόν να σταματήσουμε, είναι πάρα πολύ χρήσιμη…»(5).

Η στάση του επαναστατικού κινήματος

Η Λούξεμπουργκ ζητά από τη Σοσιαλδημοκρατία να αποδεχτεί τη διαδικασία διάλυσης σαν μια υπαρκτή πραγματικότητα και να μη θεωρήσει ότι θα μπορούσε ή έπρεπε να τη σταματήσει. Ζητά, επίσης, να εκδηλώσει στους αγώνες για αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την απεριόριστη συμπαράσταση.
Σε παρόμοια συμπεράσματα κατάληξε και ο Δημήτρης Γληνός στο κείμενό του Η τουρκική μεταπολίτευσις και αι συνέπειαι αυτής. Αντίστοιχη προσέγγιση είχε την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο και ο έτερος Μικρασιάτης σοσιαλιστής, ο Τραπεζούντιος Γεώργιος Σκληρός, με το κείμενό του Το Ζήτημα της Ανατολής. Και στα δύο κείμενα των Μικρασιατών σοσιαλιστών το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 αντιμετωπίζεται ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών. Ένα κίνημα του οποίου τον «αντεπαναστατικό χαρακτήρα» είχε εντοπίσει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, θεωρώντας ότι λειτουργούσε εξυπηρετικά προς τον γερμανικό ιμπεριαλισμό.

1. Κεντρικό άρθρο, εφημ. «Λαός», Κωνσταντινούπολη, 30 Νοεμβρίου 1908.
2. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Zur orientpolitik des “Vorwärts”», εφημ. «Sachsische Arbeiter-Zeitung», αριθμ. 273, 25 Νοεμβρίου 1896 (https://adlc.hypotheses.org/zur-orientpolitik-des-vorwarts). Στα ελληνικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Λαοί» με τίτλο «Για την πολιτική του Vorwärts στο Ανατολικό Ζήτημα», τεύχ. 1, Μάιος 1987, σελ. 51-55. H εφημερίδα «Vorwärts» («Εμπρός») ήταν το όργανο του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), διάδοχο του Sozialdemokratische Arbeiterpartei Deutschlands. Εκδόθηκε ως εβδομαδιαία τον Οκτώβριο του 1876 από τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ.
3. Η πρώτη δημοσίευσή του έγινε στην εφημερίδα «Vorwärts», 11 Νοέμβρη 1896. Αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Revolutionary History», «The Balkan Socialist Tradition-Balkan Socialism and the Balkan Federation, 1871-1915», Vol. 8, no. 3, 2003. Το κείμενο υπάρχει στο https://www.marxists.org/archive/liebknecht-w/1896/11/armenia.htm. Βλ. το επίμαχο κείμενο: Βίλχελμ Λίμπνεχτ, «Δήλωση», περ. «Μαρξιστική Σκέψη», τόμ. 21, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2016, σελ. 31-32. 

4. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 30, «Για την μπροσούρα του Γιούνιους», σελ. 6.
5. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Zur orientpolitik des “Vorwärts”», ό.π.

(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας , συγγραφέας. Πηγή του κειμένου το βιβλίο του «Μικρασιατική Καταστροφή. Από τη Λούξεμπουργκ και τον Γληνό στην ήττα και στο τραύμα», εκδ. Historical Quest, Αθήνα, 2019.