Ένα από τα σημαντικότερα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη χρονιά που μας πέρασε, αφορούσε την προστασία του Κράτους Δικαίου στις χώρες τις ΕΕ. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει, έλεγε το ψήφισμα τον περασμένο Απρίλη, η υγειονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την καταπάτηση του Κράτος Δικαίου. Τα μέτρα που θα λάβουν οι κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας πρέπει να είναι αυστηρά καθορισμένα και χρονικά εντοπισμένα.

Ads

Και βεβαίως, το Ευρωκοινοβούλιο είχε κάθε λόγο να ανησυχεί.

Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις θα χρησιμοποιούσαν μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης για την επιβολή των αντιδημοκρατικών πισωγυρισμάτων που καταιγίζουν το φαντασιακό της εκλογικής τους πελατείας. Το Ευρωπαϊκό Kοινοβούλιο όταν ενέκρινε το ψήφισμα αυτό, είχε κυρίως τον νου του (και δικαίως) στραμμένο προς το Βίσεγκραντ, στην Ουγγαρία του Τραμπικού φασίστα Όρμπαν, και στην Πολωνία, όπου το κράτος δικαίου έχει εκφυλιστεί σε ανέκδοτο μεταξύ νομικών και δικαστικών, την ώρα που οι Πολωνοί, διαμαρτύρονται ενάντια στον νόμο για την απαγόρευση των αμβλώσεων, που η κυβέρνηση βρήκε αφορμή να επιβάλει εν μέσω πανδημίας.

Ορισμένοι όμως είχαν από τότε διαβλέψει τον κίνδυνο που ελλόχευε στον Ευρωπαϊκό Νότο, στην Ελλάδα.

Ads

Ο απάνθρωπος συγκεντρωτισμός, μαζί με το παραμύθι της δήθεν «επιτελικότητας» του Μητσοτάκη, και της πεινασμένης Δεξιάς που τον ενθρόνισε στον θώκο του πρωθυπουργού μιας αστικής Δημοκρατίας, αλλά με την βαθιά αντιδραστική αντίληψη του νόμιμου ιδιοκτήτη της χώρας, είχε φανεί από πολύ νωρίς. Η πρώτη πράξη της κυβέρνησης, άλλωστε, το καλοκαίρι του 2019 ήταν να θέσει τα δημόσια ΜΜΕ υπό τον απευθείας έλεγχο του γραφείου του Πρωθυπουργού.

Ο Μητσοτάκης, λοιπόν, είχε πρόγραμμα.

Και το πρόγραμμά του δεν χάλασε από τον ερχομό της πανδημίας, αντίθετα επιταχύνθηκε. Οι μπίζνες και τα δώρα στους ημέτερους δεν σταμάτησαν· σε περιπτώσεις μάλιστα έγιναν ιδιαίτερα άτσαλα. Ο Μεγάλος Περίπατος και τα «Σκόιλ Ελικικού» ήρθαν να πλαισιώσουν μία εξόφθαλμα φαβοριτιστική, κατάφωρα συναλλακτική Λίστα Πέτσα, εξασφαλίζοντας την κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις της ελευθερίας του Τύπου στην Ευρώπη.

Η υγειονομική κρίση λοιπόν, για την τυχάρπαστη κλίκα ανίκανων, «φιλελεύθερων», υστερόβουλων ή και πονηρών «εναλλακτικών» δεξιών, υπήρξε μια ευκαιρία, όπως άλλωστε και κάθε άλλη συμφορά που έχει βρει αυτόν τον λαό. Εν προκειμένω, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει αποφασισμένη να προωθήσει κάθε κομμάτι της αντιδραστικής της ατζέντας, κάθε εξυπηρέτηση σε φίλους και γνωστούς, με τρόπο προκλητικό. Από την προώθηση του «εκπαιδευτικού» νομοσχεδίου και την εξίσωση πτυχίων και επαγγελματικών δικαιωμάτων δημόσιων και ιδιωτικών πανεπιστημίων, συνοδευόμενη από την πλήρη απαξίωση και αυστηρή αστυνόμευση των πρώτων, μέχρι τον κατά προτεραιότητα εμβολιασμό στελεχών και ανθυποστελεχών της γαλάζιας παράταξης, στη θέση των ηλικιωμένων όλης της χώρας, η κυβερνητική πολιτική δυσωδεί επιτελική ιδιοτέλεια.

Η κυβέρνηση δεν μιλάει για την καλπάζουσα ύφεση, δεν προσπαθεί να επιμορφώσει τον λαό με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα για τους κινδύνους της πανδημίας με τη σοβαρότητα που οφείλει να επιδεικνύει, αλλά αντίθετα αναλώνεται, όπως άλλωστε μας έχει συνηθίσει, στα δύο μοναδικά πράγματα που ξέρει να κάνει: Επικοινωνία και καταστολή.

Η επικοινωνία, στην παρούσες συνθήκες, εκφράζεται κυρίως με μια συνεχιζόμενη απόπειρα φτηνών εντυπωσιασμών με κάθε ευκαιρία και με ωφελιμιστική διαχείριση προσδοκιών. Ας θυμηθούμε τα δύο κουτιά εμβόλια που παραλήφθηκαν με όρους τηλεοπτικού θεάματος τις τελευταίες μέρες του περασμένου Δεκέμβρη και τους τίτλους των ΜΜΕ που πανηγύριζαν τον ερχομό των εμβολίων στη χώρα μας ήδη από το 2020. Ο κόσμος πεθαίνει, φοβάται, ανησυχεί και θρηνεί και οι Μητσοτάκηδες αυτού του κόσμου -το φαινόμενο αυτό άλλωστε δεν περιορίζεται στην Ελλάδα- αναζητούν εμμονικά τρόπους να ελαχιστοποιήσουν το πολιτικό κόστος των ανερμάτιστων επιλογών τους, εμπαίζοντας με εξοργιστική ανεμελιά τους πολίτες, αλλάζοντας το αφήγημα με κάθε νέα φούσκα που σκάει.

Και φυσικά, το παιχνίδι της διαχείρισης των προσδοκιών και συγκεκριμένα η πλήρης αδιαφορία της κυβέρνησης απέναντι στην αυτονόητη υποχρέωσή της για επίδειξη σοβαρότητας στα μέτρα και τον τρόπο με τον οποίον αυτά λαμβάνονται, όσο πλήττει τον κόσμο που αναζητά μια αχτίδα σοβαρότητας μέσα στις επιστημονικά ατεκμηρίωτες πολιτικές, που ίσως ενίοτε και να παρακάμπτουν πλήρως τις υποδείξεις της επιστημονικής κοινότητας, άλλο τόσο ενισχύει το αντικοινωνικό αφήγημα της κυβέρνησης, ανατροφοδοτώντας το με το επικοινωνιακό τεχνούργημα του νέου εσωτερικού εχθρού: του συνωμοσιολόγου, μιας κατηγορίας που διόλου τυχαία περιλαμβάνει όχι μόνο τους γραφικούς αρνητές της επιστήμης, αλλά και όλους όσους τολμούν να εκφέρουν δημόσια γνώμη ενάντια στην έωλη μητσοτακική γραμμή, ακόμη και εντός του κυβερνώντος κόμματος.

Με δυο λόγια, η κυβέρνηση έχει, στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας, απεκδύσει πλήρως από κάθε κύρος τον λόγο και τις πολιτικές της, που έχουν πλέον εκπέσει σε κατάφωρη κοροϊδία. Ποιος όμως καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης της κριτικής από την προκαταβολική περιθωριοποίησή αυτών που την ασκούν, συκοφαντώντας την ως «ψεκασμένη»;

Μπίζνες και επικοινωνία. Και φυσικά καταστολή.

Στην κορυφαία δημοκρατική επέτειο του Πολυτεχνείου, με ένα χουντικής κοπής διάταγμα απαγορεύτηκαν οι συναθροίσεις. Με διαδικασίες συνοπτικές όσο και αντισυνταγματικές, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι παραβιάζεται, έκτοτε, συστηματικά. Στο Πολυτεχνείο, άνθρωποι συνελήφθησαν, εισέπνευσαν χημικά και υπέστησαν αστυνομική βία, τιμωρήθηκαν σωματικά και ψυχολογικά για την πολιτική τους δράση, τη στιγμή που τηρούσαν τα προτεινόμενα υγειονομικά μέτρα, από εκπροσώπους του αστυνομικού κράτους που δεν τα τηρούσαν.

Αλλά ας σταθούμε στην πρόσφατη μαζική κινητοποίηση ενάντια στο νομοσχέδιο Κεραμέως-Χρυσοχοϊδη, η μοναδική διαφορά του οποίου με άλλα παρόμοια που κατέπεσαν στο παρελθόν είναι η αντιδημοκρατική πρωτοτυπία της εγκαθίδρυσης μόνιμης αστυνομικής αρχής στα πανεπιστήμια, σε ένα χώρο που οφείλει να διακρίνεται από ελευθερία στην κίνηση ανθρώπων και ιδεών, κίνηση που ισοδυναμεί με de facto κατάργηση του Αυτοδιοίκητού του.

Η ηγεσία της αστυνομίας εξέδωσε φωτογραφική διαταγή απαγόρευσης των συναθροίσεων άνω των 100 ατόμων στοχεύοντας στο συλλαλητήριο. Τόσο ξεκάθαρη ήταν η στόχευση, που έσπευσε να διευκρινίσει ότι η απαγόρευση «δεν αφορά σε εμπορικά σημεία, καταστήματα κ.λπ», όπως ο μεγαλύτερος εμπορικός δρόμος του Κέντρου της πόλης, λίγες μόλις εκατοντάδες μέτρα παραπέρα,  όπου ο συνωστισμός, όσο η λιανική ήταν ανοιχτή ξεπερνούσε κατά πολύ το όριο των 100 ανθρώπων.

Όριο αυθαίρετο και αβάσιμο. Όσο αυθαίρετο και αβάσιμο ήταν το όριο των 9 ανθρώπων για τις γιορτές των Χριστουγέννων. Όσο εξωφρενικά εκτός τόπου και χρόνου ήταν η οδηγία για λειτουργία των σχολείων με ανοιχτά παράθυρα για διαστήματα 10 λεπτών, στη μέση του Γενάρη.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση των Αρίστων, με πρώτον τον Ανέμελο Πρωθυπουργό, χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς του κράτους για τη συστηματική φίμωση και καταστολή της αντίθετης άποψης, την οποία στοχοποιούν και καταδιώκουν με κάθε τρόπο. Κανείς δεν εκπλήσσεται από αυτό. Το τρομακτικό είναι ότι πλέον έχουν εγκαταλείψει ακόμα και την επίφαση της δημοκρατικότητας.

Ο Μητσοτάκης επιμένει να πολιτεύεται την ώρα που θα έπρεπε να κυβερνά. Μπροστά στις επιδιώξεις του, το Κράτος Δικαίου είναι προαιρετικό. Οι ζωές και η υγεία των «μισθο-εξαρτημένων» δεν μπαίνουν καν στην εξίσωση.

Κοινωνιοπαθείς και επικίνδυνοι, μπροστά στην αγωνία ενός λαού που καλείται να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη κατάσταση, μπροστά στο βάρος της δικής τους επιτελικής ανευθυνότητας, παραμένουν αμετανόητοι.

* Ο Κώστας Αρβανίτης είναι Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία / The Left, μέλος της Επιτροπής LIBE (Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου