Με πόση λαχτάρα με κοιτάξανε τα μάτια σου όταν μπήκα στο σπίτι και σε βρήκα φάντασμα στην αναπηρική καρέκλα. Μάνα γλυκιά μου. Δεν πειράζει. Στο διάολο όλα. Ποιος έχει βγάλει σχολείο για να είναι καλός γονιός; Το παίρνω αυτό το βλέμμα σαν το βλέμμα αποδοχής.

Ads

 

Σε συναντώ μάνα. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Είμαι 36 και εσύ 61. «Μάνα» σου λέω. Επιστρέφω Ελλάδα. Με κούρασε το Λονδίνο. Η αφορμή όμως δεν είναι αυτή. Η αφορμή μάνα είναι μια γυναίκα. Είμαι ερωτευμένη μαζί της. Με κάνει και νιώθω δυνατή. Νομίζω πως με αγαπά πραγματικά.” Κι εσύ μάνα με κοιτάς. Με εκείνο το βλέμμα το ζεστό όπως τότε στην αναπηρική καρέκλα. Γεμάτη αγάπη και περηφάνια μου λες «έλα παιδάκι μου πίσω και όταν κατέβεις στην Κρήτη φέρε την κοπέλα να την γνωρίσω.»

 

Μαμά, τι θα πει καλή κόρη; Καλή κόρη είναι αυτή που ζει. Αυτή που είναι ελεύθερη να ζήσει όπως θέλει και όχι εκείνη που ακολουθεί τις προσδοκίες των γονιών της.

Ads

 

Είμαι συγγραφέας και λεσβία. Δε θα κάνω μάλλον ποτέ παιδιά. Μπορείς να με αγαπήσεις έτσι; Μπορείς να αγαπήσεις την κακή μαθήτρια; Το ανήσυχο αγοροκόριτσο που εξόργιζε τους δασκάλους; Που ξέρναγε από το ποτό στις τουαλέτες της Εστίας; Που της αρέσουν οι γυναίκες; Μπορείς μαμά να το αγαπήσεις όλο αυτό; Εγώ σε δικαιολόγησα και δέχτηκα όλα όσα ήσουν και όσα δε μου είπες. Εσένα; Φτάνει μέχρι εκεί η αγάπη σου;

 

Μάνα. Έφυγες.

 

Δυο φορές με έμαθες να ζω. Μία όταν ήμουν μωρό. Που με τάιζες και με έμαθες να μιλώ και να περπατάω. Και μία στα είκοσι έξι μου με τον θάνατο σου.

 

Δε σ΄ αγκάλιασα ποτέ μου χωρίς φόβο. Γιατί; Τι στο διάολο με φόβιζε και νικούσε την αγάπη;

 

Μαμά μου σε αγκαλιάζω και σου λέω σ’ αγαπώ και σου λέω αντίο.